HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική ταινίας "The Equalizer"

Κριτική ταινίας "The Equalizer"

Σκηνοθεσία:
Antoine Fuqua

Ηθοποιοί: Denzel Washington, Marton Csokas, Chloë Grace Moretz

Ο Αντουάν
Φούκουα συναντά τον Ντένζελ Ουάσινγκτον για δεύτερη φορά μετά από το μακρινό 2001
και την “Ημέρα εκπαίδευσης” που χάρισε στον δεύτερο το μοναδικό όσκαρ πρώτου
ανδρικού ρόλου στην καριέρα του. Ο ηθοποιός εδώ υποδύεται έναν ήσυχο, χήρο
μεσήλικα ονόματι Ρόμπερτ Μακ Κολ, ο οποίος ζει σε ένα απολυτά λιτό διαμέρισμα, εργάζεται
στο τοπικό πολυκατάστημα με εργαλεία (κατά πάσα πιθανότατα συνταξιοδοτημένος
από μια πιο ενδιαφέρουσα δουλειά) και περνά τις άυπνες νύχτες του διαβάζοντας
κλασική λογοτεχνία στο κοντινό περιθωριακό μπαρ, παρέα με εργάτες και
περιπλανώμενες πόρνες. Η καθημερινότητά του δείχνει μονότονη, χωρίς όμως να
μπορείς να αντιληφθείς εάν αυτό δυσαρεστεί τον Ρόμπερντ, ο οποίος μοιάζει να
έχει παραιτηθεί από τον κόσμο, τηρώντας μια απόσταση ασφάλειας από ό,τι
συμβαίνει γύρω του. Όλα αυτά όμως πρόκειται να αλλάξουν, όταν ένα βράδυ η Τέρι,
μια νεαρή Ρωσίδα πόρνη (Κλόε Γκρέις Μόρετζ, παρατραβηγμένο το homageστηνΊρις του “Ταξιτζή”) με την οποία έχει μια πλατωνική, ελαφρώς
πατρική σχέση, καταλήγει στο νοσοκομείο, βάναυσα χτυπημένη από τον προαγωγό της.
Η αναπάντεχη τροπή της μοίρας τον φέρνει μπροστά στο βίαιο παρελθόν του, αναλαμβάνοντας
ο ίδιος να “αντισταθμίσει” την ισορροπία, αντιμετωπίζοντας ληστές, διεφθαρμένους
αστυνομικούς και ρώσικη μαφία μετατρέποντας τον εαυτό του σε αυτόκλητο τιμωρό, λειτουργώντας
βέβαια με βάση τους δικούς του ηθικούς κάνονες.

Σε αντίθεση με
το πρώτο τους κοινό φιλμ, η υπόθεση δεν αργεί να πάρει το δρόμο της, αποκαλύπτοντας
από πολύ νωρίς τη φύση του πρωταγωνιστή, ο οποίος εδώ είναι ένας και μοναδικός.
Η αρχική εντύπωση του εισαγωγικού πρώτου μισάωρου, με πλάνα αργών ρυθμών, πόλεις
απρόσωπες (θυμίζοντας μερικές από τις σκοτεινές γωνιές των αμερικάνικων αστικών
κέντρων του Σπάικ Λι) με τον κίνδυνο να παραμονεύει σε κάθε γωνία και βλέμματα
απελπισμένα για ανθρωπιά και στήριξη δίνει τη θέση της σε στιλιζαρισμένες slowmotionσκηνές, στις οποίες ο ήρωας (ή καλύτερα ο σούπερ ήρωας)
ανιχνεύει το χώρο γύρω του και τις αδυναμίες των αντιπάλων, που έπειτα καλείται
να εξοντώσει εν μέσω μιας παράστασης χορογραφιών ξυλοδαρμών, πάντοτε αυστηρά
νοηματικά και ηθικά δικαιολογημένων. Θυμίζοντας ανοιχτά και ξεκάθαρα κλασικές ταινίες
εκδίκησης (για παράδειγμα το “Death Wish”μαζί με όλα του τα σίκουελ) παρουσιάζει μια
εκούσια βίαιη εξέλιξη παλιάς κοπής, επιβεβαιώνοντας στο πρόσωπο του ήρωα το
αρχέτυπο του κινηματογραφικού -βλέπε Τσαρλς Μπρόνσον- σκληρού. Η απαραίτητη δε
επεξηγηματική σεκάνς, επιβεβλημένη και ως μέσο εκτόνωσης της έντασης πριν τη
μεγάλη αναμέτρηση του τέλους, δεν παρέχει ουσιαστικά καμιά πληροφορία, αφήνοντας
μια γεύση άσκοπης και ανούσιας περιπλάνησης στο παρελθόν του πρωταγωνιστή.

Έχοντας πλήρη
συναίσθηση των περιορισμών του, το φιλμ σερβίρει το γνωστό, ασφαλές πιάτο
διασκέδασης, δράσης και βίας, καταφέρνοντας όμως μέσω της συνήθους επιβλητικής
και αινιγματικής γοητείας του Ντένζελ Ουάσινγκτον στον οποίο είναι εξ ολόκληρου
στηριγμένο, να κινηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα έντασης, διατηρώντας το
ενδιαφέρον παρόλα τα κλισέ και την αναίτια μεγάλη διάρκεια. Οι όποιες
αλληγορίες σχετικά με τα βιβλία που ο κεντρικός ήρωας διαβάζει, όπως και η
ματαιότητα στην συνειδητοποίηση της χαμένης του ζωής που παρόλες τις επιτυχίες
“δεν λες ότι έχει και χαρούμενο φινάλε”, χάνονται βαθμιαία μπροστά στην
καταιγιστική δράση από την οποία απουσιάζει ο ισορροπημένος ανταγωνισμός, αφού
όλοι οι κακοί (ακόμη και ο βασικός του αντίπαλος, ερμηνευμένος από έναν Μάρτον
Σόκας κυρίως “αισθητικά” και όχι σε βάθος) δεν παρουσιάζονται ούτε στο ελάχιστο
το ίδιο απειλητικοί -ίσως και βάρβαροι- όσο πρωταγωνιστής. Κάνοντας μικρές, εμβόλιμες
εμφανίσεις, έρχονται και φεύγουν, εισάγονται και αποσύρονται χωρίς να
επιβάλλουν το ρυθμό τους ή να καταφέρουν καίρια χτυπήματα στην πλοκή, η οποία
από ένα σημείο και μετά μοιάζει προαποφασισμένη. Πάντως η επιτυχία, που καθιστά
το εγχείρημα λιγότερο άστοχο και ατελές, έγκειται στο ότι ο Φούκουα, αλλά
κυρίως ο ίδιος ο Ντένζελ Ουάσινγκτον, στήνει ένα ίσως και ανυπόστατο μυστήριο
γύρω από το σαγηνευτικό πορτρέτο του Άγγελου-εκδικητή και προστάτη των αδυνάτων
ήρωά του. Ό,τι δεν μπορεί να αποδώσει σωματικά, ο ηθοποιός το μεταδίδει με το
βλέμμα, τη στάση του σώματος και κυρίως το περπάτημά του. Μπορεί να
χρησιμοποιεί τη γνωστές μανιέρες (μοιάζοντας ερμηνευτικά σε αυτόματο πιλότο), ωστόσο
κατορθώνει να πείσει με τις μικρές ασυνήθιστες ιδιοτροπίες, τη σχολαστικότητα
και τη μεθοδικότητά του, μοιάζοντας με έναν αόρατο άνθρωπο – είναι
χαρακτηριστικό ότι κάνεις δεν μπορεί να τον εντοπίσει εύκολα, παρότι είναι
μπροστά στα ματιά τους- πλήρως καμουφλαρισμένο μέσα στην απρόσωπη βουή της
μεγάλης πόλης.

Συνοψίζοντας, το
“Equalizer” (βασισμένο
στην ομώνυμητηλεοπτική  σειρά των 80s) κερδίζει τελικά την προσοχή, επειδή
ακριβώς δεν απαιτεί και πολλά. Παρά την ξεφτισμένη πλοκή, τους κλισαρισμένους
διαλόγους και τους ημιτελείς, επιφανειακούς χαρακτήρες (οι γυναικείες μορφές
παρουσιάζονται τελείως ασήμαντες, ακόμη και η τροφοδότης της ανατροπής περνά
πολύ γρήγορα στην αφάνεια, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την παρουσία της στο
τέλος), είναι συνεπής και τακτική, σαν τους χτύπους του ρολογιού του ήρωά της, υπηρετώντας
σχεδόν πιστά τα στερεότυπα του είδους της. Της εύπεπτης, αδύναμης σεναριακά, άλλα
γεμάτης ένταση και απενοχοποιημένη βια ταινίας δράσης.



Η ταινία
προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους κινηματογράφους: Ster Cinemas Μακεδονία, Village Cinemas Λιμάνι

Related stories

H Πάολα Ρεβενιώτη δεν μάσησε ποτέ τα λόγια της

Με αφορμή, την έκθεση, στο MOMus Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης,...

Όταν ο Φαίδων Γεωργίτσης συνάντησε τη Ρίτα Χέιγουρθ στη Θεσσαλονίκη, το 1977

Τον Σεπτέμβριο του 1977 καταφθάνει στην συμπρωτεύουσα η μεγάλη...

Η πρώτη εμφάνιση Ελληνίδας ηθοποιού σε ανδρικό ρόλο στο θέατρο

Το 1899, η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ έγραψε...

Αυτή είναι σίγουρα η ομορφότερη ταράτσα της Άνω Πόλης που μπορείς να επισκεφθείς

Mε γραφική θέα, στην οδό Ανδοκίδου, περνώντας ταβερνάκια και...