Μόλις πριν από λίγες ώρες έγινε γνωστή από τα διεθνή ειδησεογραφικά
πρακτορεία η θλιβερή είδηση του θανάτου του μεγάλου κολομβιανού
πεζογράφου Gabriel García Márquez. Ο Márquez εισήχθη σε νοσοκομείο του
Μέξικο Σίτι, όπου και κατοικεί τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια, με
λοίμωξη του αναπνευστικού και ουροποιητικού συστήματος, τη Δευτέρα, 31
Μαρτίου και παρότι την περασμένη εβδομάδα πήρε εξιτήριο, η υγεία του
είχε ήδη κλωνισθεί ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα πριν από λίγες ώρες, την
Μεγάλη Πέμπτη 17 Απριλίου, να φύγει από τη ζωή. Ο Márquez ξεκίνησε ως
δημοσιογράφος και διατήρησε αυτή του την ιδιότητα στο μεγαλύτερο μέρος
της ζωής του, παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, για το οποίο του
απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982. Ένας πραγματικός θρύλος για
τον κόσμο της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας στο πρόσωπο του οποίου
συναντάται η αναγνώριση από τους κριτικούς, η καταξίωση από τους
συναδέλφους και η λατρεία του αναγνωστικού κοινού ─έχει πουλήσει
συνολικά περισσότερα αντίτυπα από οτιδήποτε άλλο έχει εκδοθεί στην
ισπανική γλώσσα εκτός από τη Βίβλο─, ο Gabriel García Márquez αφήνει
φεύγοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό και τις υπέροχες λέξεις του για
συντροφιά στη μοναξιά μας. Με πολύ σεβασμό και μελαγχολία το dim/art του
αφιερώνει τις αράδες που ακολουθούν, αράδες που μας κληροδοτεί εκείνος.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε το 1928 στην Αρακατάκα, ένα
παραλιακό χωριό της Κολομβίας, όπου μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του
από τη μεριά της μητέρας του. Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της
Μπογκοτά τις σπουδές του στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες και τον
ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο
διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην
Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί άρχισε να εργάζεται ως
δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη.
ο πρώτο μυθιστόρημά του, Τα νεκρά φύλλα, εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησαν τα έργα Κακιά ώρα, Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει και Η κηδεία της μεγάλης μάμα. Το 1967 κυκλοφόρησε το έργο Εκατό χρόνια μοναξιά,
μυθιστόρημα που αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και κέρδισε
το αναγνωστικό κοινό, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως
έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας.
Στο τεράστιο έργο του, που το 1982 του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη, Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων. Επίσης, έχει γράψει άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
Βιογραφικό από τη ΒιβλιοΝΕΤ
Ακολουθούν αποσπάσματα από συνέντευξη του Μάρκες στον Peter H. Stone
για τη στήλη The Art of Fiction του Paris Review (τεύχος 82, χειμώνας
1981). Μεγάλο μέρος της συνέντευξης μπορείτε να διαβάσετε εδώ, μεταφρασμένο στα ελληνικά για το dim/art από τη Μαρία Τσάκος.
Η μοναξιά που με απείλησε μετά από το Εκατό χρόνια δεν ήταν η
μοναξιά του συγγραφέα· ήταν η μοναξιά της δόξας η οποία μοιάζει φοβερά
μ’ εκείνην της εξουσίας. Οι φίλοι μου με προφύλαξαν απ΄αυτήν, οι φίλοι
που μου στέκονται πάντα.
Ένας διάσημος συγγραφέας που θέλει να συνεχίσει να γράφει πρέπει να
υπερασπίζει διαρκώς τον εαυτό του απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται
από την ίδια τη δόξα του. Δεν μου αρέσει να το λέω αυτό γιατί ποτέ δεν
ακούγεται ειλικρινές, αλλά πραγματικά θα ήθελα να έχουν δημοσιευτεί τα
βιβλία μου μετά το θάνατό μου έτσι ώστε να μη χρειάζεται να ζήσω τη ζωή
του διάσημου και μεγάλου συγγραφέα. Στην περίπτωσή μου το μόνο
πλεονέκτημα της φήμης είναι πως την έχω εκμεταλλευτεί για να αναδείξω
πολιτικά θέματα. Διαφορετικά είναι δυσάρεστη. Το πρόβλημα είναι ότι
είσαι διάσημος 24 ώρες το εικοσιτετράωρο και δεν μπορείς να πεις «άσε,
από αύριο πάλι», ή να πατήσεις ένα κουμπί και να πεις «τώρα, εδώ, δε θα
είμαι».
Εκατό χρόνια μοναξιάς (απόσπασμα)
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο
συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό
απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να πρωτοδεί τον πάγο. Εκείνον
τον καιρό, το Μακόντο ήταν ένα χωριό με είκοσι πλίθινα σπίτια, χτισμένο
στην όχθη ενός ποταμού με καθαρό νερό, που κυλούσε σε μια κοίτη γεμάτη
λεία βότσαλα, άσπρα και πελώρια, σαν προϊστορικά αυγά. Ο κόσμος ήταν
καινούργιος, τόσο που πολλά πράγματα δεν είχαν ακόμα ονόματα και, για να
τ’ αναφέρεις, έπρεπε να τα δείξεις.
* * *
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (αποσπάσματα)
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας
Εκείνη, επέμενε πως δεν άξιζε τους επαίνους, μιας και ο Χερεμία δε
Σαιντ Αμούρ, χαμένος ήδη μες την ομίχλη του θανάτου, κινούσε τα πιόνια
ανόρεχτα. Όταν διέκοψε την παρτίδα, γύρω στις έντεκα και τέταρτο, είχε
σταματήσει κιόλας η μουσική από τους χορούς στα κέντρα κι εκείνος της
ζήτησε να τον αφήσει μόνο. Ήθελε να γράψει ένα γράμμα στο γιατρό
Χουνεβάλ Ουρμπίνο, που θεωρούσε τον πιο αξιοσέβαστο άνθρωπο που είχε
γνωρίσει κι επιπλέον καρδιακό φίλο, όπως έλεγε, παρόλο που το μόνο κοινό
σημείο τους ήταν η μανία για το σκάκι, που θεωρούσαν ένα διάλογο της
λογικής κι όχι επιστήμη. Τότε εκείνη κατάλαβε πως ο Χερεμία δε Σαιντ
Αμούρ είχε φτάσει στο τέλος της αγωνίας του και πως δεν του έμενε καιρός
να ζήσει παρά μόνο όσο χρειαζόταν για να γράψει το γράμμα. Ο γιατρός
δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Χτες βράδυ, όταν τον άφησα μόνο, δεν ανήκε
πια σ’ αυτόν τον κόσμο», είπε εκείνη.
[…]
Πέταξε την κουτάλα που κρατούσε και προσπάθησε να τρέξει όσο μπορούσε
με το ακατανίκητο βάρος της ηλικίας, φωνάζοντας σαν τρελή, χωρίς να
ξέρει ακόμα τί συνέβαινε κάτω από το φύλλωμα του μάνγκο κι η καρδιά της
έγινε κομμάτια όταν είδε τον άνθρωπό της ξαπλωμένο μπρούμυτα μες στη
λάσπη, μισοπεθαμένο, αλλά ν’ αντιστέκεται το τελικό χτύπημα του θανάτου
για να της δώσει χρόνο να προλάβει να φτάσει. Πρόλαβε να την αναγνωρίσει
μες στη φασαρία, μέσα από τα δάκρυα του ανεπανάληπτου πόνου, που πέθανε
χωρίς αυτήν, και την κοίταξε για τελευταία φορά, ποτέ πια ξανά, με τα
μάτια πιο φωτεινά, πιο θλιμμένα κι όλο ευγνωμοσύνη, όπως εκείνη ποτέ δεν
είχε δει μέσα σε μισό αιώνα κοινής ζωής και πρόλαβε να της πει με την
τελευταία αναπνοή: «Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολύ σ’αγάπησα».
ΠΗΓΗ: dimartblog.com