θυμάται και γράφει η Αγγελική Παρασχά
Το μυαλό μου είναι πάντα κολλημένο στα παιδικά μου καλοκαίρια. Χείμαρρος Σερρών. Ένα χωριό δίπλα στη λίμνη Κερκίνη. 15 Ιουνίου έκλειναν τα σχολεία, 14 ήμουν ήδη εκεί. Μόλις έστριβα από τη διασταύρωση του Στρυμωνικού μύριζε παντα έντονα το ελαιοτριβείο και δεν ξέρω άλλον άνθρωπο να ανυπομονεί να νιώσει αυτή τη μυρωδιά στα ρουθούνια του. Οι παππούδες μου ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι και τα καλοκαίρια ήταν η περίοδος που δούλευαν περισσότερο.
Εποχη του θερισμού και μηχανήματα που έμοιαζαν με πολυκατοικία. Καπνά, καλαμπόκια, τεράστιες (στα παιδικά μου μάτια) αγελάδες και αγάπη.
Τα βραδιά ξυπνούσαν στις 2 για να πάνε στο χωράφι και πολλές φορές ήθελα να πηγαίνω και εγώ καταλήγοντας να κοιμάμαι μέσα στο τρακτέρ. Τα μεσημέρια που επέστρεφαν στηνόταν πάντα ένα τεράστιο τραπέζι με όλα τα καλά και στο σπίτι μας υπήρχε πάντα κόσμος πολύς!
Η γιαγιά η Θεανω ήταν εξαιρετική Ποντια μαγείρισσα και η αφορμή να αγαπήσω την κουζινα και την μαγειρική. Θυμάμαι πως το πρώτο δώρο μου ήταν μια παιδική κουζινα με μεταλλικά σκεύη και κάθε φορά που μαγείρευε έδινε και σε εμένα υλικά και έτσι μαγειρεύαμε παρέα κάθε μέρα.
Αφού τελείωναν τις δουλειές τους αργά το απόγευμα πιάναμε το λάστιχο και πότιζαμε τις ατέλειωτες γλάστρες και τον μπαξέ. Θυμάμαι την γιαγιά μου να μιλάει στα λουλουδια. Μυρωδάτες φράουλες και λαχανικά με πραγματική γεύση μέσα σε μπολ και μεταλλικά σκεύη ήταν πάντα σε αφθονία στο σπίτι μας. Μετά ποδήλατο, βόλτες και παγωτά στην πλατεία του χωριού. Κάποιες Κυριακές με πήγαιναν στη θάλασσα. Σταύρος, Ασπροβάλτα και Ολυμπιάδα ήταν οι παραλίες που προτιμούσαν οι Σερραίοι εκείνα τα χρόνια. Βουτιές και παγωτά και φαγητό στα τάπερ.
Τον Αύγουστο μαζεύαμε καλαμπόκια. Βόλτες πάνω στην καρότσα του αγροτικού. Θυμάμαι να χάνομαι μέσα στα χωράφια του παππού μου ανάμεσα στα πανύψηλα φυτά. Θυμάμαι την γλυκιά μυρωδιά από καλαμπόκια που έβραζαν στις κατσαρόλες. Θυμάμαι τις 3 κουζίνες της γιαγιας μού. Μια μέσα στο σπίτι και άλλες δυο έξω.
Κρεμμυδοτηγανα, χαβιτσι, ρυζόγαλο και γιαουρτι απο φρέσκο γάλα. Αγάπη για τον συνάνθρωπο. Ξενοιασιά. Σεντόνια που μύριζαν σουπλιν σε μια τεράστια απλώστρα που γύριζε γύρω γύρω κειμήλιο από τα χρόνια που ήταν μετανάστες στην Αυστραλία. Ιστορίες από το καράβι για την ξενιτιά.
Τα Αγγλικά του παππού μου. «Αυστραλεζικα» αντικείμενα παντού που έκρυβαν ιστορίες. Ποντιακή μουσική και χοροί που στήνονταν από το πουθενά.
Δεκαπενταύγουστος με πανηγύρια και παιχνίδια. Τρόμος μέσα στο κλουβί με τον γορίλα (ένα δρώμενο πανηγυρτζιδικο όπου κάποιος μεταμορφωνόταν σε γορίλα). Η γεύση από το νέκταρ των άσπρων λουλουδιών. Πικ νικ στο χωράφι. Παγωτό κασατο και πορτοκαλάδες παγωμένες μέσα σε βαρέλια με πάγο. Καφέ βίλα. Μπισκότα βουτηγμένα στον καφέ της θείας μου της Ρούλας. Φραπε με παγωτό για την μαμά μου. Σύκα, σύκα και πάλι σύκα. Τοπικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες και σουβλάκια στην πλατεία του χωριού. Παιδικοί έρωτες. Πέρασαν τα χρόνια και γίναμε πολλοί.
Εξι εγγόνια που ήθελαν όλα να κοιμούνται με την γιαγιά το βράδυ. Μια τεράστια πλαστική πισίνα στην αυλή μας, ατέλειωτες βουτιές και μπουγέλο με το λάστιχο. Στρωματσάδα στο σαλόνι και το πρωί Μαγιά η Μελίσσα και τυρόπιτες στο τηγάνι με φύλλα περεκ που έφτιαχνε η γιαγιά προς τα τέλη του καλοκαιριού. Μεγάλωσα και ολα άλλαξαν. Εννιά εγγόνια πια χωρίς γιαγιά αλλά οι αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο χωριό είναι η Ιθάκη μου. Δεν θα ήθελα να τα περάσω κάπως αλλιώς. Οι άνθρωποι μου και οι ιστορίες τους, οι μέρες μου εκεί και οι μυρωδιές που με ταξιδεύουν στον χρόνο θα υπάρχουν για πάντα στο μυαλό μου και πάντα θα επιστρέφω εκεί.