Η Ταϋγέτη Μπασούρη ήταν από εκείνες τις μορφές που δεν ξεχνιούνται. Μια γυναίκα με ψυχή φτιαγμένη από ατσάλι και καρδιά γεμάτη συναίσθημα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος την αγκάλιασαν, αλλά εκείνη ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τις αξίες και τις ιδέες της. Το όνομά της δεν χρειάστηκε ποτέ επίθετο – Ταϋγέτη και μόνο, σαν ένα σύμβολο αντοχής, ταλέντου και αγωνιστικότητας.
Γεννημένη το 1917 στην Αθήνα, σπούδασε αρχικά στη Σχολή του Εθνικού Ωδείου και στη συνέχεια στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Οι πρώτες της εμφανίσεις έγιναν μέσα στα χρόνια της Κατοχής, σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να σταθεί όρθια κάτω από το βάρος της σκλαβιάς. Εκείνη δεν στάθηκε αμέτοχη – η δράση της στο ΕΑΜ Θεάτρου και η στράτευσή της στο ΚΚΕ τη σημάδεψαν ανεξίτηλα, όχι μόνο στην τέχνη της αλλά και στη ζωή της. Δεν ήταν από εκείνους που λύγιζαν. Συνελήφθη, εξορίστηκε σε Χίο, Μακρόνησο, Τρίκερι και Αϊ-Στράτη, αλλά ποτέ δεν υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης. «Τέσσερα χρόνια κάθισα στην εξορία επειδή αρνιόμουνα να υπογράψω ότι δεν είμαι κομμουνίστρια», έλεγε με περηφάνια.
Η αγάπη της για το θέατρο και τον κινηματογράφο δεν έσβησε ποτέ. Παρά τις κακουχίες, έπαιξε σε δεκάδες παραστάσεις και ταινίες. Η φιλία και η συνεργασία της με τον Θανάση Βέγγο υπήρξε από τις πιο γνήσιες σχέσεις που είχε στον καλλιτεχνικό χώρο. Ο Βέγγος πίστευε στο ταλέντο της, της έδινε ρόλους και της έδειχνε εμπιστοσύνη.
Ο ελληνικός κινηματογράφος την αγάπησε για τους κωμικούς της ρόλους, για το εκφραστικό της πρόσωπο, για εκείνο το βλέμμα που μπορούσε να συνδυάζει τη σπιρτάδα με τη μελαγχολία. Πάντα έπαιζε τις κακές, τις άσχημες, τις στριφνές – αλλά η ίδια έβλεπε πίσω από τους ρόλους αυτούς: «Κακιά εγώ δεν ήμουνα, αλλά στις κακές έριχνα δίκιο, τις καταλάβαινα. Έγιναν στρίγκλες επειδή ορισμένοι δεν τους φέρθηκαν καλά».
Η τηλεόραση μπήκε αργότερα στη ζωή της, αλλά δεν την ενθουσίασε ιδιαίτερα. Το θέατρο ήταν η πραγματική της αγάπη. Όταν η Μελίνα Μερκούρη μεσολάβησε ώστε να επιστρέψει στο Εθνικό Θέατρο το 1984, το έκανε όχι μόνο για να παίξει, αλλά και για να συμπληρώσει τα ένσημα που της έλειπαν για τη σύνταξη. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1992, όταν επιτέλους μπόρεσε να αποσυρθεί αξιοπρεπώς. Η ζωή της όμως δεν περιοριζόταν στην υποκριτική – ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να ζει, να γελάει, να φλερτάρει. «Τα χιούμορ και η τσαχπινιά είναι για τους άντρες εξίσου σημαντικά με την εμφάνιση. Ίσως γι’ αυτό δεν μου έλειψαν ποτέ τα φλερτ», έλεγε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο.
Η Ταϋγέτη δεν υπήρξε ποτέ σταρ, με τη συμβατική έννοια του όρου. Ήταν μια ηθοποιός λαϊκή, αγαπητή, που έδινε αξία στο χειροκρότημα του κόσμου. «Πάντα μου έδιναν ρόλους κακιάς ή άσχημης. Δεν με πείραζε. Μου έφταναν τα γέλια που έκανε ο κόσμος από κάτω, το χειροκρότημα. Αυτό ήταν η ζωή μου». Και αυτή η ζωή έσβησε στις 28 Ιανουαρίου 2003, αφήνοντας πίσω της ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.
Η Ταϋγέτη πάλεψε, γέλασε, αγωνίστηκε, έκλαψε, δεν υποχώρησε ποτέ από τις αρχές της. Μια μορφή που θα ζει πάντα μέσα από τις ταινίες της, μέσα από τις μνήμες εκείνων που τη γνώρισαν, μέσα από τα γέλια που χάρισε απλόχερα. Ένα κομμάτι της ελληνικής ψυχής που δεν ξεχνιέται.