γράφει ο Νικήτας Ρουσέτης
Κάθε χρόνο μόλις πλησιάζει η καλοκαιρινή σεζόν, θα έχετε παρατηρήσει την αναδημοσίευση μιας λίστας «καλών τρόπων» σε όσα μας εξυπηρετούν στις διακοπές μας. Μια λίστα που είναι αχρείαστα αυτονόητη, όμως καταλήγει να είναι αναγκαία. Διότι η καθημερινή μας μέρα απαρτίζεται από μια συνεχόμενη αποφόρτιση: οι ευθύνες μεταφέρονται και μετατοπίζονται, είτε στους ανθρώπους που τις δημιουργούν είτε σε αυτούς που απλά βρίσκονται εκεί. Μια σύγχρονη συνθήκη που θα έχει δυο καταλήξεις. Στη μια περίπτωση, τα πυρά θα επηρεάσουν όποιο βρίσκεται εκεί την τρέχουσα χρονική στιγμή. Στην άλλη, οι ευθύνες θα βρουν μια θέση στον ξενιστή τους και θα τον φθείρουν μέχρι να μην μπορεί να αντιδράσει. Αυτές οι διαγενεακές ευθύνες και η διαχείρισή τους απασχολούν τον Mike Leigh στη καινούρια του ταινία με τίτλο Hard Truths.
Σε ένα πλαίσιο μετά τη καραντίνα γνωρίζουμε δυο αδερφές. Η Pansy (Marianne Jean-Baptiste) είναι στεναχωρημένη και αγανακτισμένη με τα πάντα. Από τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε έναν καναπέ μέχρι τους ανθρώπους που ντύνουν τα σκυλιά τους. Με την ίδια σκληρότητα αντιμετωπίζεται η οικογένειά της: ο σύζυγός της την ενοχλεί που ροχαλίζει και πατάει στο σπίτι με βρώμικα παπούτσια και ο γιός της είναι ένας ακατάστατος 22χρονος που δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του. Κάθε έξοδός της για μικροδουλειές καταλήγει σε θερμό επεισόδιο με όποιον πρέπει να της προσφέρει βοήθεια.
Η άλλη αδερφή της οικογένειας, η Chantelle δουλεύει ως κομμώτρια. Μεγαλώνει μόνη της δυο κόρες και προσπαθεί να βλέπει αισιόδοξα τη ζωή. Ακούει στωικά τις πελάτισσες στις καθημερινές τους συνομιλίες και είναι στήριγμα στις κόρες της, οι οποίες προσπαθούν να ανελιχθούν στην καπιταλιστική εργασιακή πυραμίδα και να ανεξαρτητοποιηθούν. Η σχέση των δυο γυναικών πέφτει σε κενό λόγω της αντίληψης που βλέπουν τον κόσμο: η μια σιχαίνεται τον κόσμο και διακρίνει υποκρισία στην ευτυχία, η άλλη παλεύει για την ευτυχία της και τη στήριξη όσων αγαπάει. Η γιορτή της μητέρας πλησιάζει και η Chantelle προτείνει να επισκεφθούν το μνήμα της νεκρής τους μητέρας, φέρνοντας τις αδερφές και τις οικογένειές τους αντιμέτωπες με αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν ή σιωπές που να διαταράξουν την ασφάλειά τους.
Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τις συνέπειες του διαγενεακού τραύματος στις επόμενες γενιές και την διαχείρισή του σε ένα πλαίσιο «εργοστασιακών ρυθμίσεων», όπως είναι το τέλος της πανδημίας του COVID-19. Έτσι περιστρέφονται και οι ήρωες γύρω από τις ευθύνες τους: βρίσκουν αντιπερισπασμούς για να αποφύγουν να μιλήσουν, προτιμούν να τρέξουν ή να πετάξουν μακριά, αλλιώς κάποιος θα είναι άτυχος να δεχτεί τα πυρά, χωρίς να φταίει.
Το μεγάλο ατού της ταινίας αποτελεί η ερμηνεία της Marianne Jean-Baptiste και σε δεύτερο χρόνο η αντιμετώπιση του ρόλου από το σενάριο. Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό που μπορεί λανθασμένα να περαστεί είναι η εικόνα μιας κουραστικής «Karen» έτοιμης να γκρινιάξει για τη παραμικρή δυσκολία και να μεταθέσει τις ευθύνες στην οικογένεια της. Όμως, οι φόβοι και οι ανασφάλειες δεν αντιμετωπίζονται επιφανειακά αλλά ως απόρροια όλων των ευθυνών που περνάνε από το κεφάλι της. Ως ύστατο βήμα πριν την απευαισθητοποίηση, το μίσος και ο θυμός θα οδηγήσει στην αποδοχή. Και παρά τις ατάκες και την πιθανή παρουσία του ρόλου ως καρικατούρα, όσο προχωράει η διάρκεια της ταινίας απεικονίζεται η δυσκολία του να σπάσεις τον κύκλο μιας τοξικής συνήθειας.
Σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των δυο αδερφών, η μια ξεσπάει και η άλλη της απαντάει: Σε αγαπάω, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνω το γιατί. Είναι και αυτό μια σκληρή αλήθεια, το να ξέρεις πως κάτι είναι δύσκολο να αλλάξει αλλά να είσαι πάντα εκεί. Είτε είναι εξωγενές, είτε ενδογενές.