Ρεπορτάζ: Xρύσα Πλιάκου / Φωτογραφίες: Δάφνη Τσάρτσαρου
Πέφτει η νύχτα στη Θεσσαλονίκη, έφυγαν οι λαμαρίνες του μετρό και ένα «Μουσικό Εξπρές» φωτίζει ακόμη τον δρόμο της Δελφών, με μια βιτρίνα γεμάτη από κασέτες, βινύλια και cd.
Πράγματα, που κάθε παιδί αναπολεί και σκέφτεται τις μέρες, που η κασέτα ήταν δυσεύρετη και ανυπομονούσε, να πάει σε ένα τέτοιο μαγαζί, να την αγοράσει. Το ίδιο συνέβαινε και με τους δίσκους. Κάθε dj τη χρυσή δεκαετία του ’90, έτρεχε στα δισκάδικα, για να μάθει από πρώτο χέρι τις νέες κυκλοφορίες. Ο Ηλίας Χρήσιμος είναι ο ιδιοκτήτης, που από την δεκαετία του ’90, αντέχει και τρέχει το πιο παλιό μαγαζί με cd και κασέτες, αναβιώνοντας τις παιδικές μας αναμνήσεις μέχρι και σήμερα.
“Ο παππούς μου ο Χαράλαμπος είχε κάποτε την ιδέα, να ανοίξει ένα δισκάδικο. Το άνοιξε τότε στην σημερινή οδό Σβώλου. Είχε αποκτήσει πέντε παιδιά, όπου τα τρία άνοιξαν δισκάδικα και ένα από τα παιδιά αυτά ήταν και η μητέρα μου, όπου αργότερα το δούλευε μαζί με πατέρα μου. Ώσπου οι γονείς μου χώρισαν και τότε άνοιξε και ο πατέρας μου το δισκάδικο αυτό, που είμαστε τώρα. Μέσα σε ένα δισκάδικο μεγάλωσα από παιδί και εκεί θέλω, να πεθάνω μια μέρα. Το όνομα το εμπνεύστηκε ο πατέρας μου και το άφησα έτσι από τότε”.
“Χρυσά τα χρόνια από το 1985, που άνοιξε αυτό το μαγαζί. Δουλεύαμε πολύ και ξενυχτούσαμε πολύ. Μεγαλώνοντας και εγώ εδώ μέσα μου άρεσε πολύ η επαφή με τον κόσμο, το πάρε δώσε και όλη η διαδικασία. Ο κόσμος έμπαινε, να πάρει έναν δίσκο και έβγαινε συνήθως με δύο τρεις. Ήταν η συνήθης πολιτική μας. Τα καταφέρναμε πολύ καλά στις πωλήσεις, με τον πατέρα μου μπροστά φυσικά. Ήταν και η δεκαετία, που βοηθούσε πολύ. Υπήρχε χρήμα, υπήρχε περισσότερο πάθος για την original μουσική και όχι για τη fake μουσική, που υπάρχει σήμερα”.
“Πριν από 13 περίπου χρόνια βγήκε στη σύνταξη ο πατέρας μου και το ανέλαβα επίσημα εγώ το μαγαζί. Όταν το πήρα στα χέρια μου, ήταν σε περίοδο κρίσης και εν μέσω λαμαρινών από το μέτρο, οι οποίες κράτησαν τόσα χρόνια εδώ. Παρόλο που είμαστε κοντά σε δύο κεντρικά φανάρια, οι λαμαρίνες έκλεισαν πολλά μαγαζιά στα τόσα χρόνια. Η δική μας επιχείρηση άντεξε και αντέχει ακόμη. Υπάρχει πολλή αγάπη για τη δουλειά αυτή, όπου ήταν πιο μεγάλη από τις λαμαρίνες. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, που άντεξε τις συνθήκες αυτές”.
“Όλα αυτά τα χρόνια ο κόσμος μου κάνει την ίδια ερώτηση, πώς μπορώ και βλέπω τις λαμαρίνες και η απάντηση ήταν πάντα ίδια σε όλους. Καθισμένος εδώ στον πάγκο βλέπω μέχρι εκεί, που αγαπάω, δηλαδή μέχρι τη βιτρίνα μου. Δε βλέπω κάτι άλλο. Όταν βλέπεις αυτό που αγαπάς, αυτό υπάρχει και αυτό μεγαλώνει. Γι’αυτό πρέπει, να είμαστε πάντα θετικοί στη ζωή. Και έτσι το μαγαζί όχι μόνο επιβίωσε, αλλά μεγάλωσε. Εδώ μέσα βρίσκεις cd, βινύλια και κασέτες με τις οποίες και έχει αυξηθεί το πελατολόγιο”.
“Δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στο μετρό, ότι θα αυξήσει τη δουλειά. Ίσα ίσα πιστεύω, ότι θα μου πάρει κόσμο. Αν μέχρι τώρα σκεφτόσουν πως θα κατέβεις κέντρο και με ποιον τρόπο, τώρα είναι πανεύκολο και γρήγορο. Οπότε δε μου είναι ευχάριστο, ότι θα λειτουργήσει. Αλλά δε με απασχολεί κιόλας. Είμαι ένα από τα τελευταία δισκάδικα της πόλης”.
“Όποιος μπαίνει εδώ μέσα και μου ζητάει έναν συγκεκριμένο δίσκο, κατευθείαν το μυαλό μου δουλεύει, για να προτείνω κι άλλα πράγματα, που θα μπορούσαν, να του αρέσουν. Θα τους βάλω και να το ακούσουν, για να έχουν μια εικόνα και μια ιδέα. Είναι πολύ πιο ωραίο έτσι, να έρχονται εδώ, να ακούσουν ζωντανά τον δίσκο. Ό,τι είδος βλέπω να ψάχνουν, κατευθείαν μπαίνω στο ίντερνετ και τους προτείνω παρόμοια, να ακούσουν όσο ψάχνουν. Έχω πολλή όρεξη και αγάπη για αυτό το πράγμα. Αν κάθεσαι σε ένα μαγαζί και απλά βαριέσαι, δε θα έχεις ποτέ κανένα αποτέλεσμα”.
“Η αναβίωση του vintage έρχεται, αλλά με λάθος τρόπο. Δυστυχώς, τα βινύλια σήμερα έρχονται σε πολύ υψηλή τιμή και ο καταναλωτής έτσι δυσκολεύεται, να το αγοράσει. Επομένως, δεν έχει και πολλή κατανάλωση. Κάποτε έπαιρνες βινύλια με δυόμιση και τρεις χιλιάδες δραχμές. Ακόμη και τότε όμως πήγαινε κάποιες φορές, να ξεφύγει η τιμή, γιατί οι εταιρίες ήταν είναι και θα είναι μονοπώλια.
Μάλιστα είχαν μια πολιτική οι εταιρίες τότε. Όταν έβγαινε ένα καινούριο νούμερο και ανάλογα τη δυναμική του καλλιτέχνη, σε περιόρισαν στα κομμάτια που θα έπαιρνες και ξεκινούσαν από 50 πχ και πάνω. Αυτό συνέβαινε ακριβώς γιατί το είχε μόνο μια δισκογραφική και το πουλούσε όπως ήθελε και με ό,τι κριτήρια ήθελε”.
Σύμφωνα με δήλωση του Ηλία Χρήσιμου η δεκαετία του 90 ψηφίζεται ως η καλύτερη, καθώς τα δισκάδικα στη Θεσσαλονίκη έφταναν τα 250. Ο κόσμος αγόραζε χωρίς να σκέφτεται, πόσα θα πάρει. Υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία σε τραγουδιστές και είδη μουσικής. Μάλιστα υπήρχε ένα σλόγκαν, που λέγανε ότι σε κάθε τετράγωνο υπήρχε και ένα δισκάδικο.
“Εκείνα τα χρόνια δε σκεφτόμασταν τι αγορές θα κάνουμε για το μαγαζί. Ό,τι έβγαινε απλά το αγοράζαμε. Μπορεί και δέκα φορές το ίδιο κομμάτι. Όσα και να παίρναμε ξέραμε, ότι θα τα πουλήσουμε όλα. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε και εγώ με τον πατέρα μου δύο άτομα μόνο στο μαγαζί και δεν τους προλαβαίναμε. Τα πάντα τα κάναμε εκείνη τη δεκαετία και μάλιστα στις αρχές της κιόλας. Έρχονταν και πολλοί DJs τότε, για να ενημερωθούν, για τα καινούρια τραγούδια και κάθε νέα κυκλοφορία, που έβγαινε συνέχεια και φυσικά τα έπαιρναν, για να τα παίξουν στη δουλειά τους”.
“Ο κόσμος σήμερα αγοράζει. Ο μέσος όρος ηλικίας σήμερα όμως, που αγοράζει, έχει ανέβει πάρα πολύ. Δηλαδή τη δεκαετία του 90 ο μέσος όρος των πελατών ήταν 25 χρόνων και σήμερα ο μέσος όρος ηλικίας των πελατών είναι 50 χρόνων. Σε αυτό πιστεύω έχουν συμβάλει οι πλατφόρμες και όλα τα ηλεκτρονικά μέσα, που παράγουν μουσική και πλέον ακούν όλοι από εκεί και έχουν ξεχάσει τον παλιό τρόπο. Αυτό που φεύγει περισσότερο εδώ είναι τα cd και κυρίως με metal και rock μουσική. Είναι σταθερή αξία, πάντα πουλούσαν και πάντα πουλάνε. Και είναι τα cd, γιατί σε εμένα προσωπικά έχουν τελειώσει τα metal βινύλια. Θα πρέπει κάποιος, να μου φέρει μεταχειρισμένα, που δεν το θέλω και εγώ αυτό”.
“Το ότι έπεσε η δουλειά νομίσαμε, ότι μας έφταιγαν πολλά. Στην αρχή νομίζαμε, ότι μας έφταιγαν οι άνθρωποι, που πουλούσαν τα cd στις παραλίες. Μετά μας έφταιγε ότι τα cd έμπαιναν ένθετα στα περιοδικά. Μετά μας έφταιγε το ίντερνετ. Ε, μετά μας έφταιγε και το μέτρο. Όλα αυτά γίνονται κάπου στις αρχές 2000 μέχρι 2009.
Η συμβουλή μου είναι, να συνεχίζεις, να αγαπάς αυτό που κάνεις. Να το κάνεις, να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για εσένα. Τόσο πολύ, να το αγαπάς. Χωρίς όμως μέσα να έχει το άγχος, να έχει μόνο αγάπη. Αν κρατήσεις αυτό για το επάγγελμά σου, τότε ό,τι βλέπεις μόνο αυτό θα υπάρχει. Έτσι έκανα και εγώ, κοιτούσα μέχρι εκεί, που αγαπούσα. Και σιγά – σιγά ανέβηκε η δουλειά και ανέβηκε αρκετά”.