Ερευνά και καταγράφει ο Γιώργος Γονιάδης*
LinkedIn: https://www.linkedin.com/in/giorgos-goniadis/
Ένα παγκόσμιο κύμα διαδηλώσεων και η συντηρητική στροφή της πολιτικής
Τα τελευταία χρόνια, από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ευρώπη και την Ασία, παρατηρούμε ένα πρωτόγνωρο κύμα μαζικών διαδηλώσεων. Ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους διεκδικώντας δικαιοσύνη, δημοκρατία και καλύτερες συνθήκες ζωής. Μάλιστα, πάνω από 800 σημαντικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις έχουν καταγραφεί διεθνώς από το 2017, σε περισσότερες από 150 χώρες σύμφωνα με το Carnegie Endowment for International Peace. Την ίδια στιγμή, όμως, οι πολιτικές ηγεσίες σε πολλές από αυτές τις χώρες στρέφονται προς πιο συντηρητικές ή και αυταρχικές κατευθύνσεις. Πώς εξηγείται αυτή η αντιφατική εικόνα – μαζική λαϊκή κινητοποίηση από τη μία, αλλά και άνοδος του αυταρχισμού από την άλλη; Γιατί οι πολίτες νιώθουν ότι οι προοδευτικές φωνές δεν τους πείθουν, ενώ εμπιστεύονται ολοένα και περισσότερο απλοϊκές “λύσεις” που υπόσχονται οι ακραίοι;
Στροφή προς τον αυταρχισμό: Πού οφείλεται;
Δεν είναι ιδέα μας – όντως υπάρχει μια παγκόσμια “δημοκρατική ύφεση”. Σύμφωνα με το Freedom House, βιώνουμε 16 συνεχόμενα χρόνια υποχώρησης της δημοκρατίας διεθνώς. Αυτή η στροφή προς πιο συντηρητικές και αυταρχικές πολιτικές έχει πολλούς λόγους. Ένας από τους σημαντικότερους είναι η απογοήτευση των πολιτών από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, ιδιαίτερα την κεντροαριστερά, που ιστορικά υπόσχονταν κοινωνική πρόοδο.
Η αποτυχία της κεντροαριστεράς να πείσει
Σε πολλές δημοκρατικές χώρες, τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροαριστερά κόμματα απογοήτευσαν τον απλό κόσμο. Μετά την οικονομική κρίση του 2008, για παράδειγμα, πολλοί από αυτούς τους πολιτικούς χώρους εφάρμοσαν προγράμματα λιτότητας ή μετακινήθηκαν ιδεολογικά προς το κέντρο, χάνοντας την ταυτότητά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κόσμος να μην τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους του “συστήματος” και να θεωρεί ότι δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να υλοποιήσουν τις προοδευτικές υποσχέσεις τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη την Ευρώπη είδαμε ιστορικές καταρρεύσεις κεντροαριστερών κομμάτων. Αυτή η αποδυνάμωση της κεντροαριστεράς “υπήρξε κρίσιμη για την άνοδο μιας λαϊκιστικής δεξιάς” που εκμεταλλεύτηκε το ιδεολογικό κενό. Με απλά λόγια, όταν η mainstream κέντροαριστερά δεν κατόρθωσε να εκφράσει πειστικά την αγανάκτηση του λαού για την ανισότητα, τη λιτότητα και τη διαφθορά, άλλες, πιο ακραίες φωνές έσπευσαν να το κάνουν.
Απλοϊκές απαντήσεις, πραγματικά προβλήματα
Όσο η εμπιστοσύνη στους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους κατέρρεε, τόσο ενισχύονταν οι λαϊκιστές και ακραίοι ηγέτες που πρόβαλαν απλοϊκές, “ξεκάθαρες” απαντήσεις. Οι ηγέτες αυτοί συνήθως συστήνονται ως οι μόνοι αυθεντικοί εκπρόσωποι του «λαού», προτείνοντας απλοϊκές λύσεις σε προβλήματα που οι παραδοσιακοί πολιτικοί απέτυχαν να λύσουν. Για παράδειγμα, υπόσχονται ότι η μετανάστευση θα σταματήσει και θα “επιστρέψουν” οι δουλειές, ότι η εγκληματικότητα θα εκλείψει αν φυλακίσουμε «όλους τους κακοποιούς», ότι «θα διώξουν τους διεφθαρμένους» και τα πάντα θα φτιάξουν ως διά μαγείας. Τέτοιου είδους απαντήσεις είναι απλοϊκές – τα σύνθετα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα δεν λύνονται με ένα σύνθημα – όμως ακριβώς αυτή η απλότητά τους τις κάνει ελκυστικές. Σε μια εποχή πολυπαραγοντικών κρίσεων (από την παγκοσμιοποίηση ως την κλιματική αλλαγή), πολλοί πολίτες νιώθουν ανακούφιση όταν ακούν κάποιον να τους δίνει ένα εύκολο, ξεκάθαρο φταίχτη και μια φαινομενικά εύκολη λύση.Βέβαια, αυτές οι “λύσεις” συχνά είναι πλασματικές. Οι προτάσεις των λαϊκιστών συνήθως δεν στέκουν – είναι “απλοϊκές, δρακόντειες λύσεις που αντιβαίνουν στις σοβαρές πολιτικές”. Για παράδειγμα, το να χτίσεις ένα τείχος δεν φέρνει πίσω χαμένες θέσεις εργασίας, το να εγκαταλείψεις διεθνείς συνεργασίες δεν εξαλείφει δια μαγείας την ανισότητα, και η τυφλή καταστολή του εγκλήματος μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη βία. Ωστόσο, επειδή οι προηγούμενοι κυβερνώντες απέτυχαν να αντιμετωπίσουν πειστικά αυτά τα προβλήματα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού προτιμά την ξεκάθαρη (έστω και αυταρχική) απάντηση από την καμία απάντηση. Όπως έχει παρατηρηθεί, όταν οι πολίτες θεωρούν τους “συστημικούς” πολιτικούς διεφθαρμένους, εγωιστές και απόμακρους, στρέφονται ευκολότερα σε αντισυστημικές αφηγήσεις και θεωρίες, ακόμη κι αν αυτές δεν έχουν τεκμήρια. Δεν βοηθά επίσης ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνουν την ταχεία διάδοση απλουστευτικών συνθημάτων και παραπληροφόρησης, δημιουργώντας μια “εναλλακτική πραγματικότητα” όπου τα περίπλοκα προβλήματα φαίνονται να έχουν εύκολες λύσεις.
Η «απάτη» της πολιτικής και η κρίση εμπιστοσύνης
Μία έννοια που ακούγεται συχνά είναι η “πολιτική απάτη” – η αίσθηση ότι οι πολιτικοί άλλα υπόσχονται προεκλογικά και άλλα κάνουν μετεκλογικά. Δυστυχώς, αυτή η αίσθηση δεν είναι αβάσιμη. Σε πολλές περιπτώσεις, κόμματα και ηγέτες ανήλθαν στην εξουσία με ένα προοδευτικό, λαοφιλές πρόγραμμα, όμως στην πράξη αθέτησαν βασικές δεσμεύσεις τους. Το αποτέλεσμα; Ο κόσμος έγινε κυνικός και καχύποπτος απέναντι σε όλους τους πολιτικούς, πράγμα που ευνόησε όσους εμφανίζονται ως “outsiders” (συχνά λαϊκιστές) και υπόσχονται να τα αλλάξουν “όλα”.Ειδικά στην περίοδο της λιτότητας και των διαδοχικών κρίσεων, πολλοί πολίτες ένιωσαν προδομένοι. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η ελπίδα ότι θα τερματιζόταν η λιτότητα διαψεύστηκε, αφήνοντας πίσω της δυσπιστία. Αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης δεν αφορά μόνο τηνΕλλάδα, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Δημοσκοπήσεις σε δεκάδες χώρες καταγράφουν χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στα κοινοβούλια, στα κόμματα, στους πολιτικούς ηγέτες.Πέρα από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, σκάνδαλα διαφθοράς και ανήθικης συμπεριφοράς έχουν διαβρώσει περαιτέρω την πίστη των πολιτών. Πολιτικοί πιάνονται σε σκάνδαλα οικονομικά ή προσωπικά, παραβιάζουν νόμους που οι ίδιοι θέσπισαν, εκμεταλλεύονται αξιώματα για ίδιον όφελος. Αυτές οι ειδήσεις, όταν συσσωρεύονται, δηλητηριάζουν την πίστη στη δημοκρατία. Η πρακτική των υπερβολικών και μη ρεαλιστικών προεκλογικών εξαγγελιών είναι πλέον κοινός τόπος σε όλο το πολιτικό φάσμα. Μετά, όταν αναπόφευκτα δεν τηρούνται στο ακέραιο, οι πολίτες νιώθουν εξαπατημένοι. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: κάθε νέα κυβέρνηση ξεκινά με μικρότερο “απόθεμα” εμπιστοσύνης από την κοινωνία, καθώς οι πολίτες προεξοφλούν ότι και αυτή “θα κάνει τα ίδια”.Αυτή η απαξίωση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού είναι ακριβώς το εύφορο έδαφος όπου ανθίζει ο λαϊκισμός. “Εκεί που οι ψηφοφόροι νιώθουν ότι τα mainstream κόμματα δεν τους εκπροσωπούν, στρέφονται σε ριζοσπαστικές επιλογές”. Ωστόσο, ακόμα και πολλοί από τους αντισυστημικούς ηγέτες αποδείχθηκαν επιρρεπείς στην ίδια πολιτική απάτη – υποσχέθηκαν να πολεμήσουν τη διαφθορά και κατέληξαν να ευνοούν τους δικούς τους, υποσχέθηκαν “να ακούν το λαό” αλλά κυβερνούν συγκεντρωτικά. Όλα αυτά εντείνουν την ανάγκη αφύπνισης των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας.
Ειρηνική αντεπίθεση και ένα νέο όραμα ελπίδας
Μπροστά σε αυτή την πολύπλοκη εικόνα, πού μπορούμε να βρούμε ελπίδα; Πρώτα απ’ όλα, οι ίδιες οι διαδηλώσεις. Οι λαοί πλέον δεν μένουν απαθείς. Η νέα γενιά ειδικά είναι ενημερωμένη, δικτυωμένη και πρόθυμη να κατέβει στο δρόμο για όσα πιστεύει. Οι μαζικές ειρηνικές κινητοποιήσεις είναι μια μορφή δημοκρατικής λογοδοσίας και έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς σε ορισμένες περιπτώσεις (βλέπε Σερβία).Σημαντικό επίσης είναι ότι φαίνεται να υπάρχει μια αφύπνιση του κοινού απέναντι στους κινδύνους του αυταρχισμού. Καθώς κάποιοι δοκίμασαν τις “εύκολες λύσεις” των ακραίων, είδαν ότι αυτές μπορεί να φέρουν χειρότερα προβλήματα – π.χ. ο τρόπος που αντιμετώπισαν την πανδημία οι λαϊκιστές ηγέτες απογοήτευσε πολλούς. Το όραμα μιας προοδευτικής αντεπίθεσης δεν είναι ουτοπία. Ήδη σε μερικά μέρη βλέπουμε σκιρτήματα ανανέωσης: νέοι πολιτικοί σχηματισμοί με φρέσκα πρόσωπα, κινήματα βάσης που προωθούν συμμετοχική δημοκρατία, τοπικές αυτοδιοικητικές πρωτοβουλίες που φέρνουν αποτελέσματα. Οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν μια μοναδική ευκαιρία να μάθουν από τα λάθη του παρελθόντος (την ασυνέπεια, την αλαζονεία, την απόσταση από τον λαό) και να επανασυνδεθούν με την κοινωνία.Το κλειδί είναι να παντρέψουν το όραμα με την αξιοπιστία. Ο κόσμος θα στηρίξει ξανά προοδευτικά προγράμματα αν πιστέψει ότι μπορούν να υλοποιηθούν και να βελτιώσουν χειροπιαστά τη ζωή του. Αυτό σημαίνει ότι οι προοδευτικοί πολιτικοί χρειάζεται να παρουσιάσουν συγκεκριμένα, κοστολογημένα σχέδια για θέσεις εργασίας, υγεία, παιδεία, κλίμα – και να εξηγήσουν με ειλικρίνεια τι μπορούν και τι όχι να πετύχουν. Η τεχνοκρατική σοβαρότητα δεν πρέπει να θεωρείται αντίθετη με το όραμα· αντιθέτως, η νέα γενιά φαίνεται να επιζητά και τα δύο: και αξίες και αποτελεσματικότητα.
Εξίσου σημαντικό, οι πολίτες που διαμαρτύρονται ειρηνικά ανά τον κόσμο συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη – απαιτεί συνεχή συμμετοχή και επαγρύπνηση. Ο κόσμος βλέπει πιο καθαρά τι διακυβεύεται: δικαιώματα που θεωρούσαμε κεκτημένα κινδυνεύουν να χαθούν, η ποιότητα ζωής συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές αποφάσεις και η φωνή του κάθε πολίτη μετράει.
Είναι λοιπόν στο χέρι όλων μας – πολιτικών και πολιτών – να αξιοποιήσουμε αυτή την αφύπνιση. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις πρέπει να μεταφραστούν και σε συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες: στην κάλπη, στους θεσμούς, στον δημόσιο διάλογο. Οι προοδευτικές δυνάμεις, αν συνεργαστούν πλατιά και ειλικρινά, μπορούν να διαμορφώσουν ένα ελπιδοφόρο όραμα ανάπτυξης με δικαιοσύνη, που θα ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τον φόβο και το μίσος των ακραίων. Η ιστορία δείχνει ότι μετά από περιόδους σκότους, έρχονται περίοδοι φωτός – και σήμερα, παρά τις ανησυχητικές τάσεις, υπάρχουν σπίθες φωτός παντού γύρω μας. Από τον νέο ακτιβισμό της νεολαίας μέχρι τις συνεργασίες πολιτών για το κοινό καλό σε τοπικό επίπεδο, μια ειρηνική επανάσταση συνείδησης βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το μήνυμα του πλήθους στους δρόμους είναι σαφές: Θέλουμε μια πολιτική που να μας ενώνει, όχι να μας διχάζει. Θέλουμε ηγέτες που να λογοδοτούν και να υλοποιούν, όχι να εξαπατούν. Θέλουμε να ακουστούμε. Κι αυτό το μήνυμα, όσο δυναμώνει, τόσο θα υποχρεώνει όσους βρίσκονται στην εξουσία – ή φιλοδοξούν να βρεθούν – να αλλάξουν πορεία. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα ότι ο κόσμος πλέον βλέπει πιο καθαρά τα διακυβεύματα και δεν θα δώσει λευκή επιταγή σε κανέναν. Η δημοκρατία μπορεί να πέρασε μια δοκιμασία, όμως βγαίνει πιο ώριμη: με πολίτες πιο ενημερωμένους, πιο συμμετοχικούς και αποφασισμένους να διεκδικήσουν ένα δικαιότερο μέλλον. Αυτό το μέλλον μπορεί να μην έρθει εύκολα ή γρήγορα, αλλά βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν – και εμείς είμαστε αυτοί που θα το διαμορφώσουμε.