γράφει η Δέσποινα Πολυχρονίδου
Φωτογραφία: Στέλιος Καραφουλίδης
Ωδή στο αθηναϊκό καλοκαίρι; Δεν ξέρεις το Θεσσαλονικιώτικο. Ή δεν το ξέρεις όπως πρέπει.Το καλοκαίρι εδώ δεν έρχεται με φανφάρες και μαγιό. Δεν κάνει θόρυβο, δεν τσαμπουκαλεύεται. Ξεκινά σιγά, με βήματα που δεν ακούγονται. Σαν ένας παλιός γνώριμος που επιστρέφει χωρίς προειδοποίηση και κάθεται απέναντί σου στο μπαλκόνι.
Στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι δεν είναι γεγονός – είναι κατάσταση. Σουλατσάρει στην Άνω Πόλη, ποτίζει βασιλικούς, κάνει ηλιοθεραπεία σε μπαλκόνια του ημιώροφου.
Περπατάς στην παραλία και η πόλη σε κοιτάει. Ήσυχη, σχεδόν νυσταγμένη. Τα καραβάκια στον Θερμαϊκό πηγαινοέρχονται – μάταια ονειρεύονται ταξίδια. Τα μηχανάκια περνούν σαν φευγαλέες σκέψεις. Το air condition γουργουρίζει σαν κουρασμένος άνθρωπος. Κάπου μακριά, ένα κορίτσι βλέπει για πρώτη φορά τα Φτηνά Τσιγάρα.
Σινέ Απόλλων
Στον Βαρδάρη, οι σκιές είναι χοντρές και λιγοστές. Η ζέστη κάνει τον χρόνο να κολλάει πάνω σου. Το φως στη Θεσσαλονίκη δεν είναι αιχμηρό – είναι σαπιοκίτρινο, φιλτραρισμένο μέσα από τέντες και ξεθωριασμένες κουρτίνες. Οι ανηφόρες της γίνονται πιο σκληρές, πιο απότομες. Οι ταράτσες βλέπουν θάλασσα ακόμα κι όταν δεν φαίνεται. Ο κόσμος πάει στην Αρετσού για μπάνιο, εκεί που κάποτε ήταν πιο καθαρά και πιο ωραία, αλλά πάει.
Στήνονται βραδιές με πλαστικές καρέκλες, παγωμένες μπίρες και κουβέντες που δεν βγάζουν άκρη αλλά λέγονται μόνο και μόνο για να μη σωπάσεις. Τα θερινά σινεμά φέρνουν πίσω όλη την αίγλη που χάθηκε μέσα στην ψηφιοποιημένη ζωή μας. Δημιουργούν αθόρυβα, μια γενιά σινεφίλ που ονειρεύεται πολύ, σκέφτεται ακόμα περισσότερο.
Παρέες στήνουν αυτοσχέδια πάρτυ σε ταράτσες γεμάτες παρατημένες κεραίες που δεν μεταδίδουν τίποτα, μόνο σκουριά και σιωπή. Κάπου μια μπύρα ανοίγει με αναπτήρα, κάπου ένα παλιό bluetooth ηχείο προσπαθεί να επιβιώσει μέχρι το ξημέρωμα. Κάτω η πόλη κοιμάται, αλλά εδώ πάνω, στη ζούγκλα του τσιμέντου και της λαμαρίνας, η ζωή επιμένει να χτυπά στο περίπου 120 bpm.
Κάπου στο βάθος φαίνεται ο Θερμαϊκός – ή νομίζεις ότι φαίνεται. Δεν έχει σημασία. Ό,τι δεν βλέπεις, το φαντάζεσαι. Και στο τέλος, αυτό μένει: μια νύχτα που δεν έχει φωτογραφίες αλλά έχει κάτι καλύτερο – ματιές, ανάσες και εκείνο το “αύριο” που ακούγεται αστείο όταν είσαι 24 και έχεις καβαλήσει ένα τοιχάκι, ένα τσιμεντένιο στηθαίο σαν να ‘ναι το πιο ωραίο μπαρ της πόλης.
Η μηχανή τρίζει στην Εγνατία. Το air condition βουίζει σε κάθε ημιώροφο. Οι φαλακροί άντρες με τις σακούλες κατεβαίνουν απ’ το ΚΤΕΛ και ανηφορίζουν προς την Εγνατία. Κι ενώ στην επιφάνεια όλα κολλάνε από ζέστη και βραδύτητα, από κάτω το μετρό σφυρίζει και φεύγει. Ο ντελιβεράς κάνει προσπεράσεις επικίνδυνες, τα μεσημέρια στην ησυχία, εκεί που κοιμούνται όλοι. Η μυρωδιά στο κέντρο είναι βαρύ καλοκαίρι. Μοιάζει λίγο με νοσοκομείο, λίγο με παλιό σούπερ μάρκετ, λίγο με τίποτα.
Η Θεσσαλονίκη δεν φωνάζει το καλοκαίρι. Ψιθυρίζει. Δεν διεκδικεί να την καταλάβεις. Απλώς κάθεται μαζί σου. Με ένα ποτήρι νερό, ένα κουταλάκι μαστίχα και τη βραδινή σιωπή που πέφτει σαν κουβέρτα.
Αν καταλάβεις κάτι, έχει καλώς. Αν όχι, θα περιμένει. Άλλωστε πότε βιαζόταν η πόλη;