Συνέντευξη στην Αριάδνη Καραταράκη
“Εξευγενίζοντας τον Ήχο: Η Underground Σκηνή της Θεσσαλονίκης και η Απειλή του Gentrification” – Το Ντοκιμαντέρ του Κωστή Βελουδάκη.
Για πάνω από 40 χρόνια, τα βιοτεχνικά κτίρια στα άνω Λαδάδικα αποτέλεσαν καταφύγιο για μπάντες και καλλιτέχνες, φιλοξενώντας μια ανατρεπτική καλλιτεχνική σκηνή που συνδέθηκε με την πολιτιστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το φαινόμενο του gentrification απειλεί αυτή τη δημιουργική έκφραση.
Το ντοκιμαντέρ “Εξευγενίζοντας τον Ήχο” του Κωστή Βελουδάκη εξετάζει τη δυναμική της underground μουσικής σκηνής της πόλης, εστιάζοντας στους ανθρώπους και τα στέκια που την απαρτίζουν. Μέσα από μαρτυρίες μουσικών και δημιουργών, το έργο αναδεικνύει την ιστορία αυτής της σκηνής και την αντίσταση απέναντι στην αλλοίωση του αστικού τοπίου.
Το “Εξευγενίζοντας τον Ήχο” είναι μια ματιά στο μέλλον της Θεσσαλονίκης και στους ανθρώπους που κρατούν ζωντανή την underground σκηνή της πόλης. Μέσα από τις ιστορίες μουσικών και δημιουργών, ο Κωστής Βελουδάκης καταγράφει τη δυναμική αυτής της μοναδικής καλλιτεχνικής ταυτότητας, την οποία απειλεί η διαδικασία του gentrification. Το ντοκιμαντέρ υπενθυμίζει πως η μουσική δεν είναι απλώς νότες και στίχοι, αλλά οξυγόνο για την πόλη, που ζει και αναπνέει στους δρόμους της. Έτσι,καλούμαστε να αναλογιστούμε αν θα αφήσουμε αυτό το κομμάτι της ιστορίας να χαθεί ή αν θα αγωνιστούμε για τη διατήρησή του – μιλάμε μαζί του λίγες μέρες μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ.
Πώς προέκυψε η ιδέα για το «Εξευγενίζοντας τον ήχο»;
Η ιδέα για το ντοκιμαντέρ γεννήθηκε από μια προσωπική εμπειρία 11 χρόνια πριν, όταν τυχαία ανακάλυψα το Sharp 9 σε ένα σκοτεινό στενό της Βαλαωρίτου. Μπαίνοντας σε αυτόν τον χώρο, ένιωσα πως βρήκα ένα κρυμμένο μουσικό καταφύγιο. Με τα χρόνια, όμως, η περιοχή άλλαξε. Η τουριστικοποίηση και τα Airbnb μεταμόρφωσαν τους δρόμους, εκτοπίζοντας σταδιακά τη μουσική σκηνή.
Ως αρχιτέκτονας, άρχισα να αναρωτιέμαι προς τα πού οδηγεί αυτή η αλλαγή. Ερευνώντας το φαινόμενο, μιλήσαμε με μουσικούς, ιδιοκτήτες στούντιο και παλιούς θαμώνες. Όλοι επιβεβαίωσαν το ίδιο: τα live stages μειώνονται, οι χώροι κλείνουν και η underground μουσική χάνει το έδαφός της. Έτσι, γεννήθηκε η ανάγκη να καταγράψουμε αυτή τη μετάβαση, να δώσουμε φωνή σε όσους τη βιώνουν και να διασώσουμε την ιστορία μιας σκηνής που κινδυνεύει να χαθεί.
Ένα από τα βασικά θέματα του ντοκιμαντέρ είναι το gentrification. Πώς πιστεύεις ότι επηρεάζει την καλλιτεχνική σκηνή και τις μουσικές κοινότητες της Θεσσαλονίκης;
Το gentrification δεν επηρεάζει απλώς τη σκηνή, αλλά τη συρρικνώνει. Δεν θα έλεγα ότι τη «σκοτώνει», γιατί πάντα θα υπάρχει μουσική δημιουργία, αλλά δυσκολεύει πολύ την ύπαρξή της. Όταν οι χώροι μειώνονται ή γίνονται οικονομικά ασύμφοροι για τους μουσικούς, η παραγωγή νέας μουσικής γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.
Για να δημιουργήσεις, δεν φτάνει να έχεις μόνο δύο ώρες σε ένα προβάδικο· χρειάζεται χώρος και χρόνος. Αν αυτοί οι χώροι μετατρέπονται σε τουριστικά καταλύματα, τότε οι μουσικοί δεν έχουν πού να δουλέψουν. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι η ανεξάρτητη μουσική σκηνή της πόλης έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Πλέον, ο βασικός «αντίπαλος» δεν είναι άλλοι μουσικοί ή το κοινό, αλλά το Airbnb και η τουριστική εκμετάλλευση των χώρων.
Η underground μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης φαίνεται να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης. Πώς πιστεύεις ότι αυτή η μουσική σκηνή διαμορφώνει και επηρεάζει την πολιτιστική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης;
Νομίζω ότι η σύνδεση είναι πολύ ισχυρή. Η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζεται από τη ζωντάνια της, και ένα μεγάλο μέρος αυτής της ζωντάνιας προέρχεται από τη μουσική της. Η πόλη έχει τη μοναδική ικανότητα, λόγω της γεωγραφικής και πολεοδομικής της δομής, να συγκεντρώνει καλλιτέχνες και δημιουργούς σε κοντινές αποστάσεις, διευκολύνοντας έτσι την άμεση αλληλεπίδραση και παραγωγή μουσικής. Αυτή η εγγύτητα συμβάλλει στην ταχύτατη ανάπτυξη της μουσικής σκηνής και στη συνεχή δημιουργία πολιτιστικού κεφαλαίου. Αν αυτό το κεφάλαιο χαθεί, το μόνο που θα απομείνει θα είναι μια επιφανειακή εικόνα της σκηνής, περιορισμένη σε λίγα live και ελάχιστους χώρους έκφρασης.
Όσον αφορά το ντοκιμαντέρ, ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες στην αποτύπωση μιας μουσικής σκηνής τόσο στενά συνδεδεμένης με την τοπική κουλτούρα;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η μεταφορά του μηνύματος που ήθελαν να επικοινωνήσουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Η ανάγκη τους για μουσική έκφραση, η αγωνία τους για τις αλλαγές στην πόλη και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν έπρεπε να παρουσιαστούν με τρόπο που να είναι κατανοητός και άμεσος στο ευρύ κοινό. Θέλαμε να πετύχουμε μια αφήγηση που δεν θα ήταν απλώς ενημερωτική, αλλά θα δημιουργούσε μια συναισθηματική σύνδεση με τους θεατές, ώστε να κατανοήσουν και να νιώσουν τη σημασία της underground σκηνής για τη Θεσσαλονίκη.
Στο τέλος του ντοκιμαντέρ, τι είδους συναισθήματα και σκέψεις θέλεις να αφήσεις σε όσους έρχονται να το παρακολουθήσουν και ποιο είναι το μήνυμα που προσπαθείς να περάσεις;
Το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε ,είναι πως ότι και να γίνει, η μουσική θα παράγεται, οι δημιουργοί θα υπάρχουν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε και να αγωνιστούμε για να διατηρηθούν αυτοί οι χώροι. Από εκεί και πέρα αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε είναι να νιώσει ο κόσμος τα «ντεσιμπέλ», να αφουγκραστεί δηλαδή τους χώρους, τους ανθρώπους και τη μουσική τους.