Για να αντιληφθεί κανείς την πόλη της Θεσσαλονίκης θα χρειαστεί σίγουρα την μουσική. Νομίζω η μουσική της αποτελεί καταλυτικό παράγοντα στην αντίληψη της πολιτισμικής της ταυτότητας.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη φαινόμενο που περνά μια βαριά σκιά. Έχουμε στα αυτιά μας μια ποντιακή λύρα. Εντελώς τυχαία, γιατί θα μπορούσε να ήταν ένας αραβικός αμανές ή ένα μικρασιατικό ρεμπέτικο, παρόλα αυτά είναι μια ποντιακή λύρα. Μόνο και μόνο για να μας ταξιδέψει στο μαγικό κράμα της Ανω πόλης της Θεσσαλονίκης. Το παροντικό αλλά και το παλιότερο.
Ο πληθυσμός της είναι που έχει σημασία.
Πέρα από τα άναρχα σοκάκια που είναι σε σημεία μαχαιρωμένα αναγκαστικά για να διανοιχθουν δύο τρεις δρόμοι, η Ανω Πόλη είναι το μοναδικό σημείο της Θεσσαλονίκης που κρατά κάτι από την παλιότερη πολεοδομία και ιστορία της. Με σύγχρονους όρους οι περισσότεροι κάτοικοι της θα παραπονεθούν για την έλλειψη πάρκινγκ, για τη φασαρία από τους φοιτητές, για την ανομία των κατοίκων που κλέβουν τον δημόσιο χώρο. Όλοι φυσικά έχουν δίκιο.
Η ανομία πάντα ήταν χαρακτηριστικό μιας πόλης που δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την παρακμή που έρχεται από πάνω.
Αλλά η Aνω Πόλη είναι κι άλλα. Είναι καταφύγιο μεταναστών, αντιφρονούντων και λογής λογής ταξιδιωτών. Από αρχιτεκτονικής σκοπιάς θα ήταν εγκληματικό να μην αναφερθεί κανείς στην όσιο Δαυίδ και στον Άγιο Νικόλαο τον ορφανό, όπως και στις λιγοστές εναπομένουσες κρήνες που δυστυχώς ρημάζουν.
Η παροντική Θεσσαλονίκη μάλλον δεν τα εκτιμάει αυτά, ας είναι. Είναι μεγάλη η ιστορία της και σχεδόν μαγική. Ο πληθυσμός της αλλάζει συνεχώς δεκάδες αιώνες οπότε ίσως έρθουν κάποιοι που θα αλλάξουν αυτά που εκείνοι πάλι θα νομίζουν σημαντικά. Κάθε παρόν θεωρεί σημαντικά κάποια δικά του ιδεώδη.
Το δικό μας από ότι φαίνεται δε θεωρεί σημαντική τόσο της διάσωση της πολιτιστικής της κληρονομιάς, ιδίως όταν αυτή έχει οθωμανικό χρώμα.
Λες και τα κτήρια ή η αρχιτεκτονική θα μας σώσουν ή θα μας αλλοιώσουν από τον άνθρωπο. Η άνω πόλη είναι πυκνοκατοικημένη, παρόλ’αυτα βρίσκει χώρο για μερικά πανέμορφα ταβερνάκια που ιδίως την άνοιξη και τα καλοκαιρινά βραδάκια γίνονται οάσεις στην βαριά πόλη.
Έχει μέσα στα τόσο στενά της σοκάκια χώρο για ιδέες, για κινήματα, για οργανώσεις εικαστικές και κινηματογραφικές και πολλά μικρά τέτοια που δίνουν λίγη ανάσα στην πόλη. Δεν ξέρω ακόμα πόσο θα την αγαπώ γιατί μεγαλώνω και η ηλικία της μικραίνει όρος το παρόν, ζω και χαμηλά, οπότε μεγαλώνοντας γκρινιάζω και ‘γω σιγα σιγά με τη φασαρία από τους νέους.
Ίσως το τωρινό πληθυσμιακό της κράμα να μη με σηκώνει και να πρέπει να φύγω σιγά σιγά. Παρόλ’αυτα η ίδια παραμένει ένα όμορφο μυστήριο.
Από τα δυτικά κάστρα, μέχρι το Γεντί Κουλέ και το πάλαι ποτέ “Μακεδονικό”, από το Τσαούς μοναστήρι μέχρι χαμηλά την αγία Αικατερίνη, έχει μια μοναδική γοητεία που την καθιστά την μοναδικη εντελώς αυτόνομη γειτονιά της Θεσσαλονίκης.
Ο Γιώργος Κόφτης είναι εικαστικός, και ζει στην Άνω Πόλη. Δες τη συνέντευξή του εδώ