Συνέντευξη/ Φωτογραφίες: Γιάννης Σιφνιός
Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης είναι ένας άνθρωπος με συνεκτικό λόγο και διεισδυτική ματιά στα πράγματα. Ηθοποιός με πολλά «χιλιόμετρα» σε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά, αφήνει έντονο στίγμα σε όποια καλλιτεχνική δημιουργία υπηρετεί και διαθέτει την ηρεμία εκείνου που δε χρειάζεται να αποδείξει πλέον κάτι. Στην κουβέντα που είχαμε λίγο πριν την παράστασή του, το «Εκτός Ύλης Reloaded» όπου υποδύεται έναν πρώην υπουργό σε κρίση ειλικρίνειας, συζητήσαμε για τον χρόνο που περνά, τη σημασία της παιδείας, την ελπίδα για κάτι καλύτερο και το όνειρο που φαίνεται ότι μας στερούν. Παρότι, όπως αναφέρει, αντιλαμβάνεται μια στροφή στον συντηρητισμό, μιλάει με μια πραότητα η οποία εκπέμπει αισιοδοξία. Άλλωστε, όταν το κοινό αναγνωρίζει την προσφορά σου και σου χαρίζει απλόχερα την αγάπη του τόσα χρόνια, μάλλον δικαιούσαι να είσαι, έστω συγκρατημένα, αισιόδοξος.
Κύριε Σκιαδαρέση, είστε πάνω από 40 χρόνια ενεργός σε αυτό τον χώρο. Πώς τα πάτε με τον αδυσώπητο χρόνο που περνάει τόσο γρήγορα;
Ομολογώ ότι λίγο με πονάει που περνάει και το βιώνω και σωματικά, συνειδητοποιώντας, αν θέλετε, και ότι κάποια πράγματα δεν πρόκειται να τα ξαναζήσω. Λίγο αυτό με ενοχλεί. Από την άλλη το ισορροπώ, λέγοντας ότι τουλάχιστον τα έζησα, τα πέρασα και πάλι καλά που είμαι σε θέση να κάνω αυτό τον απολογισμό και που δε μου έχει συμβεί κάτι να σταματήσει αυτός ο απολογισμός. Προσπαθώ να το ηρεμήσω. Δεν μπορώ να πω ότι κατευνάζεται πλήρως.
Τι έχει αλλάξει από τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση της Λούφας & Παραλλαγής του Περάκη, στα πρώτα σας βήματα στις αρχές της δεκαετίας του 80’, και τι παραμένει ίδιο;
Ευτυχώς, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Απέκτησα λίγο παραπάνω αυτοπεποίθηση που δεν την είχα τότε. Ωστόσο, τα υπόλοιπα μπορώ να πω ότι είναι σχεδόν τα ίδια. Έχω την ίδια αγάπη για αυτό που κάνω. Έχει μειωθεί λίγο το τρακ και η ανασφάλεια για αυτό που κάνω. Η ανασφάλεια εξακολουθεί να υπάρχει, το τρακ έχει μειωθεί αρκετά. Έχω περισσότερη σιγουριά ότι τα βήματα που κάνω είναι στον δρόμο που εγώ ήθελα. Αυτό που έμεινε ίδιο είναι η αγάπη για αυτή τη δουλειά – και μάλλον μεγάλωσε, γιατί συνειδητοποίησα περισσότερο το πόσο όμορφη είναι και τι χαρές μπορεί να σου δώσει. Η αγάπη για τη δουλειά και η νεανική τρέλα που είχαμε τότε, την οποία προσπαθώ όσο μπορώ να τη διαφυλάττω.
Ένας υπουργός σε κρίση ειλικρίνειας & αυτοκριτικής, αποφασίζει να μιλήσει ανοιχτά στον λαό και στους συναδέλφους του και να πάρει την ευθύνη που του αναλογεί πριν παραιτηθεί από το αξίωμά του. Δεν περιγράφω κάποια ταινία επιστημονικής φαντασίας αλλά την υπόθεση της παράστασης «Εκτός Ύλης Reloaded» στην οποία πρωταγωνιστείτε. Τι φταίει και η παραπάνω περιγραφή φαντάζει τόσο αδιανόητη;
Ζούμε σε μια χώρα που, δυστυχώς, η παραίτηση και η ανάληψη ευθυνών είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα. Γιατί έχει συμβεί αυτό… είναι πάρα πολλές οι αιτίες. Το σίγουρο είναι ότι η ίδια η εξουσία, το σύστημα, θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του από τέτοια πράγματα. Έχει φτιάξει έναν τέτοιο μηχανισμό, ένα πλαίσιο, ώστε να αποφεύγει δημόσια τέτοιες τοποθετήσεις, τέτοιες εξομολογήσεις. Εάν έχουν συμβεί κάποιες – και υποθέτω ότι έχουν συμβεί – γίναν λίγο σιωπηλά, ώστε να μη δίνουν και το κακό παράδειγμα, το προηγούμενο ότι «να ο τάδε τα είπε εσύ γιατί δεν τα λες, ο τάδε είχε συνείδηση, εσύ δεν έχεις» κ.λπ. Να μην υπάρχουν αυτού του είδους τα θέματα. Αισθάνομαι ότι αυτοπροστατεύεται κάπως το σύστημα και σε περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν μια κρίση συνείδησης, τους οδήγησε σε έναν δρόμο πιο σιωπηλό, ώστε να μην πάρει έκταση το πράγμα, να «θαφτεί» και δεν πήρε τη διάσταση που έπρεπε να έχει πάρει. Απ’ την άλλη, δεν είναι και πολλοί αυτοί, δε συνέβη και πολλές φορές.
Διαβάζοντας το Σημείωμα του Συγγραφέα της παράστασης, Κώστα Λεϊμονή, στάθηκα σε ένα σημείο που αναφέρει ότι με το «Εκτός Ύλης Reloaded» «θα δοθεί ξανά στο θεατρικό κοινό η ευκαιρία να δει τους κυβερνώντες όπως θα έπρεπε να είναι, ή, έστω, όπως την τελευταία στιγμή θα μπορούσαν να γίνουν». Οι κυβερνώντες, όμως, δεν είναι και ο καθρέφτης του κοινού; Νιώσατε τον κίνδυνο ότι μπορεί να πέσετε στην παγίδα του να «χαϊδέψετε» τα αφτιά του κόσμου για τις επιλογές του;
Καταρχάς, να πούμε ότι [το έργο] μιλάει και για τις ευθύνες των πολιτών. Υπάρχουν σημεία τέτοια, που μιλάει για τις ευθύνες τους, ξεκινώντας από το ότι φτάσαμε ως εδώ γιατί εσείς πρώτοι μας διαλέξατε, μας ψηφίσατε, γιατί δέχεστε τις πελατειακές σχέσεις, γιατί ανέχεστε τη διαφθορά και δε φοβάστε ότι όλα αυτά φθείρουν τη δημοκρατία μας και το πολίτευμά μας. Αυτό είναι ένα μερίδιο ευθυνών που αναλογεί στους πολίτες. Και η συνείδησή τους, να μην επαναπαύονται σε πράγματα, να μη βολεύονται στο προσωπικό τους συμφέρον και να βάζουν μπροστά το συλλογικό. Αυτές οι αναφορές υπάρχουν.
Βεβαίως, μια παράσταση δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα πάντα και να δώσει παντού απαντήσεις. Προσπαθεί να κάνει μια γενική τοποθέτηση, κρατώντας μια ισορροπία στο ποιοι φταίνε. Πρώτα απ’ όλα θεωρεί ότι φταίει ο ίδιος [ο ήρωας-υπουργός], στη συνέχεια φταίνε οι κυβερνώντες και αμέσως μετά φταίνε αυτοί που τους επιλέγουν.
Ο ήρωας που υποδύεστε είναι ένας άνθρωπος που δεν ξεκίνησε με κακές προθέσεις. Σε ποιο σημείο της διαδρομής ενός ανθρώπου με εξουσία θεωρείτε ότι οι προθέσεις αντιστρέφονται;
Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει αυτό το σημείο. Μπορεί να είναι πιο θολό, να μην είναι ορατό. Γιατί αν ήταν ορατό ίσως να μπορούσες να το συνειδητοποιήσεις και να το αποφύγεις. Νομίζω ότι είναι οι καθημερινοί, μικροί συμβιβασμοί οι οποίοι σε κάνουν να αισθάνεσαι λίγο άβολα και λίγο άσχημα, αλλά δεν αισθάνεσαι ότι «τώρα αυτό με βυθίζει μες στα σκατά». [Λες] «όχι εντάξει είμαι ακόμα απ’ έξω» ή ότι «έχω συνείδηση και δεν θα το ξανακάνω» ή «ας το κάνω τώρα γιατί θα κερδίσω κάτι άλλο και θα δούμε αργότερα πώς θα γίνει», να το ισορροπήσω και αρχίζουν αυτού του είδους τα παζάρια και σιγά σιγά γίνεται αυτό.
Δημιουργείται μετά το δεδικασμένο, το έκανες τη μία, θα το κάνεις και την άλλη και λίγο πιο πολλή την άλλη φορά. Από τη στιγμή που κάποια στιγμή έκανες μια εξυπηρέτηση, έκανες μια χάρη, υπέγραψες κάτι για χάρη κάποιου, μετά θα το ξανακάνεις και θα το ξανακάνεις.
Οπότε θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας σε μια τέτοια θέση.
Εννοείται. Δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς. Αφορά οποιονδήποτε έχει εξουσία και πώς τη χειρίζεται.
Και στον χώρο τον δικό σας υπάρχει αυτό.
Βεβαίως. Μα εμένα κυρίως αυτό με ενδιέφερε, γιατί δεν έχω πολιτική καριέρα. Αλλά το ’χω δει να συμβαίνει στη δουλειά μου.
Αν η «ύλη» που μας έχουν ετοιμάσει περιλαμβάνει γυναικοκτονίες, διαφθορά και ανθρώπινες τραγωδίες όπως τα Τέμπη που έχουν κάνει τους ανθρώπους να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο κράτος, τότε ποια είναι τα «Εκτός Ύλης» που μπορούν να μας λυτρώσουν;
Κατά τη γνώμη μου, όλα ξεκινούν από το σύστημα της παιδείας, έτσι όπως εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Δηλαδή όλο το σύστημα της παιδείας είναι να δημιουργήσει παπαγαλάκια, να περάσεις σε μια σχολή, χωρίς καμία γνώση ουσιαστική. Όλα τα «εκτός ύλης» λοιπόν, είναι αυτά που θα σε έκαναν έναν ενεργό, σκεπτόμενο πολίτη, με δικιά σου κρίση και που στόχος θα ήταν να αναπτύξουν τα δικά σου κριτήρια, τη δικιά σου αισθητική, τη δικιά σου βούληση και όχι αυτά που θα σου πουν τα βιβλία.
Εδώ το σύστημα δουλεύει με βάση αυτό. Δηλαδή μάθε αυτά, που δε θα σου χρειαστούν ποτέ στη ζωή σου, για να περάσεις και να πας παρακάτω. Και κάποια στιγμή – όλοι θυμάμαι λέγαμε από τα νεανικά μου χρόνια – όταν θα πας στο Πανεπιστήμιο, τότε θα έχεις την ευκαιρία, που κι αυτό τις περισσότερες φορές είναι μια πλάνη.
Σε ένα σημείο του έργου ο ήρωας παραδέχεται πως «θέλαμε τη νεολαία αμόρφωτη για να μην ξεσηκωθεί ποτέ». Πώς αντιλαμβάνεστε τα αντανακλαστικά των νέων ανθρώπων σήμερα, υπάρχει ελπίδα;
Δεν μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Θα ήταν πολύ μηδενιστικό και ισοπεδωτικό. Εγώ πιστεύω γενικά στους νέους, ότι μπορούν να διατηρήσουν μια κάποια ελπίδα. Το σίγουρο είναι ότι το σύστημα δουλεύει, βέβαια, για το αντίθετο. Προσπαθεί να τα πνίξει όλα αυτά. Ζήσαμε τη σταδιακή απώλεια της ελπίδας. Νομίζω τα τελευταία 15-20 χρόνια, από την κρίση και μετά. Εγώ θυμάμαι ότι, ξεκινώντας τη δεκαετία του ’80, πιστεύαμε ότι κάθε μέρα όλο θα πηγαίνουμε και καλύτερα. Τώρα λένε τα παιδιά «εδώ τι θα κάνω, δε βλέπω τίποτα μπροστά μου» ή «και να μείνω εδώ τι δουλειά να κάνω».
Αυτό δεν τό’χαμε τότε. Δεν υπήρχε ή τουλάχιστον εγώ δεν το είχα ζήσει. Σ ’εμάς θυμάμαι ότι υπήρχε το «εντάξει, κάνε υπομονή, δεν έχεις λεφτά τώρα αλλά αύριο κάτι θα γίνει θα τα φτιάξεις ή δούλεψε λίγο ακόμα και θα δεις» και όντως τα καταφέρναμε σιγά σιγά. Είχαμε το δικαίωμα στο όνειρο, που δεν το έχουμε πια. Εγώ έλεγα θα ταξιδέψω, θα κάνω πράγματα στη ζωή μου και έβλεπα ότι όλο και κάτι μπορούσα να κάνω κάθε χρόνο, παραπάνω από τον περασμένο.
Όταν χάνεται, λοιπόν, το όνειρο υπάρχει πρόβλημα.
Είναι μεγάλο πρόβλημα. Το όνειρο νομίζω ότι είναι η κινητήρια δύναμη, δεν μπορείς να μας το στερήσεις, να το στερήσεις από τη νεολαία, είναι εγκληματικό. Και γίνεται δυστυχώς και βλέπω μια νεολαία η οποία μη βλέποντας αύριο, μην έχοντας ελπίδα, μην έχοντας όνειρο καταφεύγει σε βία, σε ουσίες, σε χιλιάδες άλλα πράγματα και γενικά δεν έχει τι να περιμένει, οπότε αυτό είναι καταστροφικό.
Πριν κάποιο διάστημα, βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, εισέβαλε στην Εθνική Πινακοθήκη και βανδάλισε κάποια έργα τέχνης. Ως άνθρωπος της τέχνης, πώς τις βλέπετε αυτές τις ενέργειες;
Με τρομάζουν. Μου θυμίζουν παρελθόντα προβλήματα που θεωρούσαμε ότι τα έχουμε ξεπεράσει, αλλά δυστυχώς τα ξαναβλέπουμε μπροστά μας. Βλέπω μια στροφή στον συντηρητισμό, η οποία με φοβίζει, διότι θεωρούσα ότι αυτά έχουν λυθεί. Δεν έχουν λυθεί δυστυχώς. Το χάσιμο της ελπίδας και όλα αυτά που λέγαμε πριν, συντελούν ώστε να φουντώσουν όλα αυτά τα πράγματα πάλι.
Πώς αντιλαμβάνεστε όλη αυτή τη συνεχιζόμενη κουβέντα για τα όρια στην τέχνη; Αν υπάρχουν, ποιος θα τα βάλει;
Είναι ένα τεράστιο ζήτημα αυτό. Έχω την εντύπωση ότι ο πρώτος που τα βάζει [τα όρια] είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Από τη στιγμή που κάνεις κακό σε κάποιον άλλον, σε μια άλλη ύπαρξη (δεν είναι απαραίτητα άνθρωπος, μπορεί να είναι και ζώο)… που και πάλι εγώ δε θα’ θελα να επεμβαίνει η λογοκρισία.
Αν μπαίνει θέμα νομικό, ας επέμβει το δικαστήριο. Ή μπορείς με την απαξίωση να απαντήσεις σε όλο αυτό. Υπάρχει, δηλαδή, και ένας άλλος τρόπος να βουλώσεις αυτά τα στόματα, χωρίς να τα βουλώσεις στην ουσία. Να μπουν στο περιθώριο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αν ανοίξουμε αυτό [με τη λογοκρισία], εκεί είναι πιο δύσκολο να βάλεις όρια. Δηλαδή οποιοσδήποτε θεωρεί ότι προσβάλλεται, θα έχει δικαίωμα να σου κλείνει οτιδήποτε. Το είδαμε στη συνέχεια με τον Ζαραλίκο, το είχαμε δει και στο παρελθόν. Αύριο μπορεί να έρθει ένας εδώ και να πει αυτό που λες με προσβάλλει. Οτιδήποτε μπορεί να σε προσβάλει. Δεν έχει, μετά, επιστροφή.
Ανήκετε σε μια γενιά ηθοποιών, της οποίας η πορεία συνέπεσε με τις χρυσές εποχές της ελληνικής τηλεόρασης. Έχετε πει, όμως, σε συνέντευξή σας ότι σήμερα πάσχουμε σε κάποιες ειδικότητες, όπως αυτή των σεναριογράφων. Πιστεύετε ότι πράγματι υπάρχει πρόβλημα ή μήπως οι παραγωγοί φοβούνται να ρισκάρουν;
Καταρχάς, δεν υπάρχει αυτό που χρόνια ζητάμε, μια ανώτατη σχολή καλλιτεχνικών επαγγελμάτων. Υπάρχει σχολή κινηματογράφου. Το σενάριο δε διδάσκεται έτσι όπως θα έπρεπε να διδάσκεται. Είναι ένας τομέας που έχουμε προβλήματα. Έχουμε εξαιρετικούς σεναριογράφους, έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν κάποιοι, όχι πάρα πολλοί. Ακόμα κι αυτοί βρίσκουν κλειστές πόρτες πολλές φορές. Εκεί μπαίνει το δεύτερο πρόβλημα που αναφέρατε κι εσείς.
Οι παραγωγοί, ας πούμε, οι οποίοι προτιμούν σε έναν καλό σεναριογράφο να του αναθέσουν να διασκευάσει ένα ξένο σενάριο, θεωρώντας ότι αφού πέτυχε έξω θα πετύχει κι εδώ, αντί να εμπιστευτούν μια φρέσκια, καινούργια ιδέα ενός Έλληνα σεναριογράφου, γιατί θεωρούν ότι δεν έχουν εγγυήσεις.
Τίθεται το στοιχείο της εμπορικότητας.
Αυτό καθορίζει πάρα πολλά πράγματα στις αποφάσεις τους. Εν τέλει, το χρήμα είναι αυτό που κινεί τα πάντα, το ξέρουμε. Βέβαια, έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι πάντα σωστό αυτό. Έκανε ο Καπουτζίδης ας πούμε το Παρά Πέντε, ήταν μια δικιά του ιδέα και αποθεώθηκε. Το Καφέ της Χαράς, ή άλλες σειρές που πήγανε πάρα πολύ καλά και ήταν ελληνικές. Αλλά δεν τολμάνε, δεν το ρισκάρουνε κάθε φορά. Προτιμούν τη σίγουρη λύση, που κι αυτή δεν είναι σίγουρη. Για να μην αδικήσω κάποιον, να προσθέσω κάτι, έχουν και μια τρομερή πίεση οι σεναριογράφοι: πίεση χρόνου. Όχι όσον αφορά τα κινηματογραφικά, αλλά όσον αφορά τα τηλεοπτικά, έχουν πίεση να παραδίδουν.
Όταν τελευταία στιγμή αποφασίζει το κανάλι και σου λέει θα μου γράψεις 150 επεισόδια και αρχίζει ο καημένος ο σεναριογράφος τον Αύγουστο να γράφει 150 επεισόδια, θα έρθει η στιγμή που θα χάσει τη μπάλα. Δεν πληρώνεται όσο θα’πρεπε, δεν έχει και μια ομάδα πίσω του, διαλογίστες κ.λπ., οι οποίοι να είναι 15-20 άτομα και να μοιράζονται τη δουλειά. Είναι 2-3, οι οποίοι προσπαθούν να βγάλουν δουλειά για 15 και με μια τρομερή πίεση, οπότε μοιραία χάνουν τη μπάλα. Ξεχνάνε τι είχε γραφτεί πριν από 30 επεισόδια. Είναι πολύ δύσκολο.
Μιας και αναφέρατε το Καφέ της Χαράς, μια σημαντική μερίδα του κοινού σας έχει ταυτίσει με έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στη συγκεκριμένη σειρά, αυτόν του Φατσέα. Σας τρόμαξε ποτέ η υπερβολική αμεσότητα και η επαφή με το πλατύ κοινό που δίνει η τηλεόραση;
Πάρα πολύ, στην αρχή πάρα πολύ. Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος ο οποίος χαιρόταν με την επωνυμία του. Ήμουν από τη φύση μου συνεσταλμένος και μ’ άρεσε να περνάω απαρατήρητος. Είδα τεράστια διαφορά μετά από αυτό τον ρόλο.
Ποια ήταν η διαχείρισή σας;
Μπορώ να πω ότι στερήθηκα πράγματα και ακόμη στερούμαι. Είχαμε πάει ας πούμε για παράσταση στη Δράμα και είχε την Ονειρούπολη. Μου λένε οι συνάδελφοι «πάμε να δούμε την Ονειρούπολη», λέω, εντάξει, εγώ θα υποφέρω, οπότε θα το στερηθώ. Από την άλλη, ομολογώ ότι με έχει συγκινήσει η αγάπη του κόσμου. Αλλά δεν μπορείς να το ισορροπήσεις αυτό. Ναι, εγώ θα προτιμούσα να βγω να πιω το καφεδάκι μου ήσυχα και να μη χρειαστεί να μιλήσω με κανέναν. Δεν μπορώ να είμαι αγενής με τους ανθρώπους που έρχονται και μου λένε πόσο με εκτιμούν ή πόσο μ’ αγαπάνε ή πόση χαρά τους δίνω, δε γίνεται. Μοιραία λοιπόν αυτό που θυσιάζω είναι το να βγω, να πάω να πιω έναν καφέ…
Τι σας συγκινεί; Είτε μιλάμε για την τέχνη είτε για τη ζωή;
Υπάρχουν πράγματα που εξακολουθούν να μου δημιουργούν την ίδια έντονη χαρά και ευτυχία. Από τη φύση και τα ταξίδια που τα λατρεύω, μέχρι το ότι εξακολουθώ να ανακαλύπτω σε αυτή τη δουλειά μια μαγεία, μια γοητεία, που ακόμη με κρατάει κεφάτο και ζωντανό. Στην πορεία διαπίστωσα, έμαθα και το πόσο σημαντικό είναι το να σέβεσαι κάθε μέρα το κοινό και να μη ρουτινιάζεις ή να μη βαριέσαι παίζοντας το ίδιο πράγμα. Κι αυτός είναι ένας μηχανισμός που μ’ έχει βοηθήσει πάρα πολύ και μου δίνει τη χαρά να το κάνω και να το ξανακάνω. Η αγάπη του κόσμου, επίσης είναι πολύ σημαντική γιατί όσο hate κι αν έχω από κάποιους, από τη μεγάλη πλειοψηφία εισπράττω αγάπη κι αυτό πραγματικά μου δίνει χαρά, με ικανοποιεί. Εισπράττω αγάπη και από τους συναδέλφους και από το κοινό.
Πληροφορίες παράστασης:
«Εκτός Ύλης reloaded» του Κώστα Λεϊμονή
Σκηνοθεσία/Κοστούμια/Φωτισμοί: Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Περού
Creative Agency: GridFox
Στον κεντρικό ρόλο ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης,
μαζί του οι: Πέτρος Ζαφειρίου, Ελένη Θεοχάρη, Δημήτρης Κωνσταντινίδης
Θέατρο Αυλαία
Ημερομηνίες: 16, 17, 18 Μαΐου & 23, 24, 25 Μαΐου
https://www.ticketservices.gr/event/theatro-avlaia-ektos-ylis-reloaded/?lang=el