Γράφει ο Τάσος Γέροντας
μιχάλης μακρόπουλος «…άμμος». Εκδόσεις Κίχλη 2025.
Ένα μικρό εκδοτικό κόσμημα 72 σελίδων σε υποκίτρινο εξαιρετικό χαρτί palatina 120 γραμμαρίων, με άψογη επιμέλεια στο πολυτονικό και με πανέμορφη εκτύπωση. Μόνη μου ένσταση είναι το μικρό μέγεθος του βιβλίου, δεν ταιριάζει με σχεδόν όλα τα υπόλοιπα βιβλία του Μακρόπουλου στην Κίχλη. Έχω και μια απορία: γιατί γράφονται με πεζά γράμματα τα πρώτα γράμματα του ονοματεπώνυμου του συγγραφέα στο εξώφυλλο;
Memento mori, memento vivere.
Μια οικογένεια σε ένα παραθαλάσσιο μέρος. Ο τόπος είναι έρμαιο των διαθέσεων του ανέμου. Όταν φυσάει βοριάς, όλα είναι όμορφα. Όμως πιο συχνά φαίνεται να φυσάει νοτιάς, οπότε όλα γεμίζουν άμμο. Κάθε γωνιά όλων των σπιτιών, τα τρόφιμα, κάθε εξάρτημα των αυτοκινήτων, τα μάτια των ανθρώπων.
Κέντρο της νουβέλας είναι η οικογένεια. Αφηγητής είναι ο πατέρας. Είναι η μητέρα Αθανασία, τα παιδιά Μανόλης και Ερατώ, ο Βασίλης, επίσης παιδί του ζευγαριού, και ο Βασίλης, το σκυλί της οικογένειας. Τραβά την προσοχή ο τρόπος που αναφέρεται ο πατέρας στα παιδιά του. Λέει «τα παιδιά και ο Βασίλης». Τα παιδιά πηγαίνουν στο Δημοτικό, ο Βασίλης στο δικό του σχολείο. Επειδή «[…] ο Βασίλης ήταν έτσι κι αλλιώς ό,τι ανέκαθεν ήταν και θά ‘ταν». Παρότι πρωταγωνιστεί η άμμος και μετά τα παιδιά, το καθένα με τον τρόπο του και τις πράξεις του, αξίζει να αναφέρω και τη σχέση των συζύγων. Παρότι δεν είναι συχνές οι αναφορές σ’ αυτήν, οι λίγες σκηνές δείχνουν το βάθος των αισθημάτων και την ένταση της εκτίμησης που δένει τους δύο. «Η δική μου σχέση με τα πράγματα ήταν γνώση. Η δική της ήταν ένστικτο». «[…] λες κι έκλεινε μέσα της η Αθανασία έναν απόηχο προσευχής που εισακούστηκε». «Και η Αθανασία, που είχε άλλη σχέση με τον χρόνο, τον εσωτερίκευε σαν κάτι ανύπαρκτο. Δεν κοιτούσε ποτέ το ρολόι, κι είναι γνωστό πως οι δείκτες γυρνούν μόνο εάν κάποιος τους κοιτά». Όμως μια σκηνή δίνει μιαν άλλη εικόνα της σχέσης των: «”Όχι” της φώναξα, δίχως νά ‘χω ακούσει τι είπε». Πιστεύω πως η σχέση αυτή των δύο συζύγων είναι ο κορμός, στον οποίο στηρίζεται, παίρνει δυνάμεις η οικογένεια για να αντιμετωπίσει όσα της τυχαίνουν ή της έχουν τύχει.
Παρακολουθούμε την καθημερινότητα της οικογένειας, την αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους κατοίκους του οικισμού. «Ζούμε» τα προβλήματά τους, και όχι μόνο λόγω της άμμου. Τους χαιρόμαστε σε χαρούμενες, ξέγνοιαστες οικογενειακές στιγμές στην παραλία.
Οι φράσεις memento mori και memento vivere μνημονεύονται μερικές φορές, λες και θέλουν να προϊδεάσουν τον αναγνώστη για το εντελώς απρόσμενο τέλος.
Προφανώς πρωταγωνιστεί η άμμος. Αυτή ορίζει κάθε στιγμή κάθε ανθρώπου του οικισμού. Ακόμα κι όταν δεν είναι εκεί λόγω του ανέμου, οι άνθρωποι ξέρουν πως δεν μπορούν να τη αποφύγουν, πως οπωσδήποτε στο τέλος θα φανεί. Κάπως σαν τον αναπόφευκτο θάνατο.
Μια μικρή νουβέλα 56 σελίδων αρκεί στον Μακρόπουλο για να ξεδιπλώσει το μοναδικό ταλέντο του στη χρήση της γλώσσας. Διαλέγοντας προσεκτικά κάθε μία λέξη, «ρουφάει» τον αναγνώστη στον κόσμο που πλάθει. Και μετά, πολύ εύκολα αλλάζει τα συναισθήματα του αναγνώστη όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επιθυμεί. Εκείνο που μένει σταθερό είναι η γοητεία. Μας έδωσε ένα γοητευτικό κείμενο, γεμάτο πλούσιες εικόνες και έντονα συναισθήματα. Και μας έκανε κοινωνούς μιας διαφορετικής ματιάς στον χρόνο, στη μέτρησή του, στη σημασία του.
«Φτάσαμε πάνω στο σβήσιμο του ηλιοβασιλέματος, όταν δεν υπήρχε πια ήλιος στον ορίζοντα, παρά μόνο η αιμάτινη ανάμνησή του».
«Πέρασαν ημέρες, χωρίς να κυλήσει καθόλου χρόνος».
«Το βλέμμα μου κι η θάλασσα αντάλλαξαν διαστάσεις, καθώς αυτό απλωνόταν πάνω της κι εκείνη μέσα του».