γράφει ο Τάσος Γέροντας
Γιάννης Δενδρινός «Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους». Εκδόσεις Διόπτρα 2024.
128 σελίδες σε εξαιρετικής ποιότητας λείο, υποκίτρινο χαρτί, με άψογη επιμέλεια, με εξαιρετική εκτύπωση και βιβλιοδεσία. Υποθέτω πως στο χαρτί και στο δέσιμο οφείλεται το ότι το βιβλίο μυρίζει όμορφα.
Το βιβλίο εκτείνεται σε δύο άνισα μέρη. Στο πρώτο και μεγαλύτερο μέρος έχουμε δέκα αφηγήσεις, από πέντε εναλλάξ ο Ορέστης και η Φωτεινή, εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους. Άγνωστοι όμως δεν σημαίνει και κατ’ ανάγκην και ξένοι…
Αμφότεροι αφηγούνται σε έναν αστυνόμο. Σήμερα, το 1986. Όμως και οι δύο ταξιδεύουν πίσω, στο παρελθόν. Ο Ορέστης στο 1949. Η Φωτεινή πολύ αργότερα, αρχές της δεκαετίας του 70. Ο ένας ήταν μάρτυρας αυτοκτονίας στις γραμμές του μετρό. Η άλλη περιγράφει την οικογένειά της, με έμφαση στη μητέρα της.
Τον Ιανουάριο του 1949, στο νησιωτικό χωριό που ζούσε ο δωδεκάχρονος Ορέστης, εμφανίστηκε ξαφνικά μια Κυριακή ξημερώματα ένα δεκάχρονο κορίτσι. Κανείς δεν τη γνωρίζει, κανείς δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί. Κι εκείνη παραμένει εντελώς αμίλητη. Ποια μπορεί να είναι η τύχη της στους ταραγμένους εκείνους καιρούς; Τι μέλλον μπορεί να έχει ένα πεντάρφανο που δεν μιλάει; Πώς θα επηρεάσει το χωριό, πέρα από την καρδιά του Ορέστη; Πώς τα απόνερα του Εμφυλίου που τελειώνει θα διαμορφώσουν την εξέλιξη της υπόθεσης; Νικητές και ηττημένοι θα ανακατευτούν, τα πράγματα θα αλλάξουν, αθώοι θα σκοτωθούν. Όμως, τι σχέση έχει αυτή η ιστορία με την αυτοκτονία;
Μητέρα της Φωτεινής είναι το σιωπηλό κορίτσι που περιγράφει ο Ορέστης. Σιωπηλός και ο πατέρας της, τον βαραίνει το ένοχο παρελθόν. Η Φωτεινή, έχοντας μεγαλώσει στη σιωπή, γίνεται φλύαρη, μπερδεύει τον αστυνόμο. Όμως κι ίδια είναι μπερδεμένη. Η σιωπή της μητέρας της, το άγνωστό της παρελθόν, η αντιπάθεια των γειτόνων λόγω του παρελθόντος του πατέρα της, η λαχτάρα της να δουλέψει. Πώς θα πάει η γνωριμία της με τον Ορέστη; Άραγε θα μάθει τη σχέση του με τη μητέρα της;
Στο δεύτερο και πολύ μικρότερο μέρος θα γίνουν πολλές απρόσμενες αποκαλύψεις. Πολλοί κρυμμένοι σύνδεσμοι θα βγουν στο φως. Κάποιοι ξένοι θα αποδειχθεί πως δεν ήσαν και τόσο ξένοι. Κάποιες φορές η μοίρα έμοιαζε να καθοδηγεί. Και, όπως συνήθως γίνεται στην πραγματικότητα, όλη την εικόνα, όλη την αλήθεια θα τη μάθει μόνον ο αναγνώστης. Κάθε ήρωας, κάθε πρωταγωνιστής θα μείνει με μια στρεβλή, με μια λειψή εικόνα των συμβάντων.
«Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους» λέει ο Ε. Χ. Γονατάς στο ποίημά του «Η ουλή». «Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό και τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν, τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους».
Με εξαιρετικά καλοδουλεμένη γλώσσα, με γραφή που προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή, ο συγγραφέας τονίζει τον σιωπηλό και χαμηλόφωτο βίο κάποιων ταπεινών και βασανισμένων ανθρώπων. Φωτίζει τις διαφορές διχόνοιας-φιλίας, ενδιαφέροντος-κακίας, μέσα στους δύσκολους καιρούς του Εμφυλίου και της χούντας, τότε που ήταν εύκολο να κάνεις το κακό, να αποκαλύψεις τον κακό μέσα σου. Μου άρεσε πολύ ο «φιλόσοφος» λαχειοπώλης, ο Μίμης. Πολύ μου άρεσε και το ρήμα «υπομονεύω»!
Ο Δενδρινός στι λίγες σελίδες της νουβέλας του θέτει ερωτήματα, χωρίς ο ίδιος να δίνει απαντήσεις. Πόσο μπορεί να αντέξει η αγάπη; Πόση δύναμη έχει η μνήμη; Πόσο εύκολα ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί να επηρεάσει μια ολόκληρη ζωή; Μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του;
Οι απαντήσεις αφήνονται στον αναγνώστη.
«Συμπεριφερόταν όπως οι έφηβοι που βιάζονται να μεγαλώσουν, καταπίνοντας τον χρόνο τους αχώνευτο, αταίριαστο».
«Πιο καλά μιλάει ο άνθρωπος με το βλέμμα και το χάδι».
«[…] αναλογιζόμουν αν το επώδυνο βίωμα είναι προϋπόθεση της καλής λογοτεχνίας»