Από το Γιώργο Καρακασίδη
Πατρίκιοι και Πληβείοι. Τσιφλικάδες και Κολίγοι. Βιομήχανοι και Προλετάριοι. Θα έλεγε κανείς ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μία πάλη ανάμεσα στις τάξεις. Τουλάχιστον από τη στιγμή που κάποιος σκέφτηκε πρώτη φορά να οριοθετήσει ένα χώρο και να τον ονομάσει ‘δικό του’. Από κει και πέρα οι μεν πρώτοι προσπαθούν να διατηρήσουν τα (και κληρονομικώς) κεκτημένα τους οι δε δεύτεροι να παρεισφρήσουν σε αυτά. Το γεγονός ότι και στις δύο ομάδες υπάρχουν εξαιρέσεις σφυρηλατεί τη στοιχειώδη ηθική να έρθουν πιο κοντά οι άνθρωποι οικονομικά άρα και κοινωνικά. Τι πάει λάθος όμως, όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και πιο λίγους; Τόσο λίγους, ώστε το 1% να κατέχει σχεδόν το μισό πλούτο του πλανήτη;
Με ανθρώπους της ελίτ του 1% καταπιάνεται το White Lotus εδώ και τρεις σαιζόν. Με αυτούς στο κέντρο και δορυφόρους αυτούς που αναλαμβάνουν να τους (εξ)υπηρετήσουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους σε πολυτελή θέρετρα. Χαβάη, Σικελία και τώρα Ταϊλάνδη. Οι πλούσιοι τουρίστες καταφθάνουν περιχαρείς με σκάφος και οι ντόπιοι τους υποδέχονται καρτερικά, παρατεταγμένοι σαν στρατιώτες στην ακτή, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους, όσο το δυνατόν λιγότερο προσποιητό. Είναι δύσκολο να μην ταυτιστούμε μαζί τους σε συλλογικό επίπεδο, καθώς εξελισσόμαστε σε αμιγώς τουριστική χώρα ( ή μήπως πάντα δεν ήμασταν; Πόσο εμβληματική ήταν η κωμικοτραγική υποδοχή στο νησί στο ‘Γοργόνες και μάγκες’ )
Από κει και πέρα ο δημιουργός της σειράς, Mark White, ξεδιπλώνει μια πανδαισία από απολαυστικά γραμμένους χαρακτήρες, οι οποίοι φαίνονται επιφανειακοί, κρύβουν όμως ένα μεγάλο βάθος τραυμάτων. Όπως στους τίτλους αρχής, όπου ο εκ πρώτης όψεως όμορφα ζωγραφισμένος πίνακας, όσο περνά η ώρα και η κάμερα ζουμάρει, αποκαλύπτει λεπτομέρειες τρομακτικές σχεδόν αποκρουστικές- με αντίστοιχη κλιμάκωση της μουσικής. Όλοι έχουν δύο όψεις και ο White τους αναποδογυρίζει μέσα από τραγελαφικές καταστάσεις, με την έπαρση να εναλλάσσεται με την αυτολύπηση. Πρώτη και καλύτερη η οικογένεια της σεζόν. Ο πάτερ φαμίλιας που αρχικά δε διανοείται να παραδώσει το κινητό του, αργότερα ως πηγή κακών νέων δε θέλει να το βλέπει. Η σύζυγος του σε πλήρη καταστολή λόγω ηρεμιστικών, φαίνεται πιο νηφάλια όταν χάνει τα χάπια της. Ο νάρκισσος μεγάλος γιος, όταν δεν ασχολείται με τα πρωτεϊνούχα shakes και την τέλεια εικόνα του, εξομολογείται ότι το μόνο πράγμα στο οποίο ελπίζει είναι η (υποσχόμενη) καριέρα του. Η μεσαία κόρη που τους φέρνει όλους στην Ταϊλάνδη στα πλαίσια της εσωτερικής της αναζήτησης, φαίνεται να θυσιάζει την πνευματικότητα στο βωμό του… φαγητού. Άλλωστε, η έλξη του μέσου δυτικού προς τον ανατολίτικο εξωτισμό και τον πιο πνευματικό τρόπο ζωής, εξαντλείται στα ταξίδια αναψυχής, αφού όσο και να προσπαθεί να τον εντάξει στη ζωή του, αυτός χάνεται στους φρενήρεις ρυθμούς του καταναλωτισμού και του φαίνεσθαι. Ο μόνος από την οικογένεια που σώζεται (ακόμα) είναι ο μικρός γιος, καθώς δεν έχει προλάβει να αλλοτριωθεί, βρίσκεται σε αναζήτηση (σεξουαλικής) ταυτότητας, ετεροπροσδιοριζόμενος από τα αδέλφια του. Βέβαια, η αναζήτηση ταυτότητας είναι κάτι που μπορεί να συνεχιστεί και στην ενήλικη ζωή, όπως θα γίνει αντιληπτό σε έναν αποκαλυπτικό μονόλογο του Σαμ Ρόκγουελ (η εμφάνιση έκπληξη στο 5ο επεισόδιο της σειράς) στον έκπληκτο φίλο του Γουόλτον Γκόγκινς. Ο τελευταίος είναι ένας τυχοδιώκτης που βρίσκεται μαζί με την αφελή αλλά στοργική πιτσιρίκα φίλη του στην Ταϊλάνδη, όχι για να χαλαρώσει, αλλά να ξορκίσει τους προσωπικούς του δαίμονες (ή τουλάχιστον έτσι νομίζει).
Έπειτα, έχουμε τις τρεις φίλες με τα πισώπλατα μαχαιρώματα εναλλάξ ανά δυάδα. Η σχέση τους δείχνει ότι κάποιες φορές οι παιδικές φιλίες σε κρατάνε πίσω αντί να σε βοηθήσουν να προχωρήσεις στη ζωή σου, βγάζοντας το χειρότερο εφηβικό σου εαυτό, αυτόν που έχεις θάψει μέσα σου. Το γκρουπ των επισκεπτών ολοκληρώνεται με μια παλιά γνώριμη, την Μπελίντα, υπάλληλο από το resort της Χαβάης που έχει έρθει για μετεκπαίδευση, η οποία αναγνωρίζει έναν επίσης παλιό γνώριμο, τον Γκάρι, χήρο και κληρονόμο της Τάνια (της εκπληκτικής Τζένιφερ Κούλιτζ – της ‘σταθεράς’ των πρώτων δύο σεζόν), τον οποίο υποπτεύεται για το θάνατο της τελευταίας. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται κάποια στιγμή, όποιος πάει στην Ταϊλάνδη είτε ψάχνει κάτι είτε κρύβει κάτι. Όσον αφορά τους ντόπιους, δύσκολα γίνεται να μην συμπαθήσει κανείς τον Γκάιλοκ που αποδεικνύει ότι όσο και να προσπαθείς να αλλάξεις για να αρέσεις σε κάποια (ή πιο σωστά να προσπαθεί αυτή να σε αλλάξει), αυτό δεν επιτυγχάνεται. Το δε αφεντικό του, η Σριταλά, αποδεικνύει ότι εύκολα μπορεί να την πατήσει κανείς, όταν μέσα στη ματαιοδοξία του, υποψιαστεί ότι μπορεί να πάρει λίγη από τη χολιγουντιανή λάμψη.
Το τέλος της σεζόν έρχεται λίγο βιαστικά και αμήχανα, όμως δεν αλλοιώνει τη συνολική εικόνα. Το (εθιμοτυπικό πλέον στο ξεκίνημα κάθε κύκλου) μυστήριο με τον ήχο του πυροβολισμού λύνεται και κάποιοι από τους επισκέπτες γυρίζουν σε… σακούλες. Οι υπόλοιποι επιστρέφουν χαμογελώντας, ανακουφισμένοι που δεν είναι στη θέση τους. Κάποιους τους περιμένουν δύσκολες αλλαγές, άλλοι είναι νεόπλουτοι εκατομμυριούχοι, το στάτους των οποίων άλλαξε εν μια νυκτί. Η εναλλαγή των ρόλων μέσα από την πάλη των τάξεων που αναφέραμε στην αρχή σπάνια γίνεται με ηθικό τρόπο, αφού ‘όλοι έχουν μια τιμή’. Μια μεσαία τάξη, αν και πιο δίκαιη, φαίνεται ανύπαρκτη.
Ο μεγάλος Φινλανδός Άρι Καουρισμάκι είχε πει ότι δε θα μπορούσε να γράψει διαλόγους για τη μεγαλοαστική τάξη, καθώς δεν ξέρει τι λένε οι πλούσιοι, τους βρίσκει βαρετούς. Ο Mike White βρήκε τρόπο να τους κάνει ενδιαφέροντες. Στη θέα του λευκού λωτού, συμβόλου της φαινομενικής -και για αυτό ακριβώς επικίνδυνης- αγνότητας, η τηλεοπτική απόλαυση βρίσκει το νόημα που της αξίζει.
Το White Lotus προβάλεται στο Vodafone TV