Το πρώτο πράγμα που μου
έκανε εντύπωση, όταν πρωτοήρθα στη
Θεσσαλονίκη, είναι ότι οι ίδιοι οι
κάτοικοί της δεν της είχαν αφιερώσει
τον χρόνο που της αξίζει. Ανακάλυπτα
μέσα από συζητήσεις με τους ντόπιους,
ότι η καθημερινότητα και το άγχος κρατάνε
τα δικά τους ηνία, με τα γραφικά στενά
και τα γκαλντερίμια της Άνω Πόλης να
παραμένουν για καιρό στο μυαλό τους ως
κάτι μακρινό. Κάτι μακρινό που απείχε
μόλις λίγα λεπτά από τη ζωή τους. Δεν
είναι μόνο η «ανεξερεύνητη» Άνω Πόλη –
η πλειοψηφία της ομορφιάς της πόλης
παραμένει άγνωστη στα παιδιά της. Αυτή
τη βδομάδα θα ξεχάσεις τους ενδοιασμούς
σου και τα άγχη σου και θα αγναντέψεις
την πόλη από ψηλά. Θα τα δεις όλα πιο
απλά. Πιο μικρά. Τώρα, δα, μου ήρθαν στο
μυαλό τα στιχάκια του Χατζή: «…όταν
κοιτάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά
– κι εσύ την πήρες σοβαρά…»
Ανηφορίζοντας την Άνω
Πόλη και περνώντας μέσα από την Πορτάρα
των Αγίων Αναργύρων, το στενό ανηφόρι
της οδού Ι. Παπαρέσκα θα σε οδηγήσει
στην θρυλική πλατεία της Ακρόπολης της
Θεσσαλονίκης, όπου δεσπόζει το Επταπύργιο
(Γεντί Κουλέ). Εκεί στο νούμερο 13 θα
συναντήσεις το στέκι- ουζερί «Το Γεντί».
Θα σε εκπλήξει με τις ποιοτικές, γευστικές
του προτάσεις εμπνευσμένες από ολόκληρη
την ελληνική παράδοση, μοναδικά μεζεδάκια,
χαμηλές τιμές και καταπληκτική ζωντανή
μουσική.
Γιώργος Κύρου, ιδιοκτήτης
«Γεντί»:
«Το Γεντί ξεκινάει την
ιστορία του στα μέσα της δεκαετίας του
’30, τότε που η μοναδική του πραμάτεια
ήταν ψωμί, καφές και ξερολούκουμα. Στη
δεκαετία ’60-’70 μεγάλωσαν οι δουλειές
και πουλούσε κι άλλα πράγματα εκτός από
μπατιρόσπορα, όπως τυρί, λάδι, πατάτες
και όσπρια. Ώσπου, στη δεκαετία του ’80
ανακάλυψαν οι ισοβίτες κι οι συγγενείς
τους το σαλαμάκι και, που και που «στη
ζούλα», κανένα εικοσιπενταράκι. Έτσι,
τρανώθηκε, ενηλικιώθηκε κι ήρθε εκείνη
η ιστορική απόφαση της συγχωρεμένης
της Μελίνας να κλείσει η φυλακή και να
γίνει μουσείο! Ωχ, συμφορά μας! Και τώρα
τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους; Τότε,
στα τέλη του ’91, πιάσαμε δουλειά. Βρε
παιδιά, πεινάει ο κόσμος. Η ζωή δεν είναι
μόνο σπίτι, δουλειά, σπίτι. Θέλει και
καύσιμο το κομπρεσέρ για να δουλέψει.
Βάλε κροκέτες, βάλε ντολμαδάκια, βάλε
μπουγιουρντί, φέρε ψάρια, βάλε και κανένα
σουβλάκι, φέρε μας κάπαλα κρασί και τα
ρέστα… καζάν ντιπί.»
Ίσως φταίει η καταγωγή
μου από την Ξάνθη, ίσως οι μυρωδιές από
τα μπαχαρικά της γιαγιάς, ίσως οι ιστορίες
για την Πόλη, ίσως, γενικότερα, οι όμορφες
παιδικές αναμνήσεις από μία περιοχή
όπου Ανατολή και Δύση αγκαλιάζονται
σφιχτά και γίνονται, αρμονικά, ένα. Ό,τι
κι αν κρύβεται από πίσω, «Το Γεντί» νιώθω
σαν να μ' αγκαλιάζει κι αυτό σε κάθε μας
επίσκεψη. Είναι η παράδοση που σε
υποδέχεται διάχυτη και σε κερνά αγάπη
και ζεστασιά. Μακριά από την ακατάσχετη
βαβούρα του κέντρου, τα περιττά μας άγχη
κι όλα αυτά που μας κλέβουν το χαμόγελο.
Το μαγαζάκι αυτό, στο λέω, θα σου χορτάσει
την ψυχή.