Σε ένα από τα πρώτα μου κείμενα στον εξώστη, όπου έθιγα το πρόβλημα μου με το νέο κύμα ελληνικού σινεμά είχα κλείσει με την φράση πως είναι ακόμα πολύ νωρίς για να κρίνουμε τους συγκεκριμένους σκηνοθέτες και πως αναμένουμε να δούμε τι υπόσχονται για το μέλλον. Το μέλλον ήρθε και μάλιστα πολύ δυναμικά. Η πορεία του Λάνθιμου είναι αξιοθαύμαστη από οποιονδήποτε σκηνοθέτη, αφού είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις δημιουργών που κάνουν ακριβώς αυτό που θέλουν και έχουν πρόσβαση σε εξαιρετικές παραγωγές. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για ατυχήματα με τον Αστακό. Βλέπουμε ξεκάθαρα το επόμενο βήμα του Γιώργου Λάνθιμου και είναι… καλύτερο από το πρώτο, αλλά όμοιο του.
Ύστερα από μία ευφυέστατη και δημιουργική προωθητική εκστρατεία, ένα άψογο trailer, τις γνωστές διεθνείς διακρίσεις, αλλά και την νέα παραγωγή στην οποία πέρασε ο σκηνοθέτης, μπορώ να πω πως μου δίνονταν όλα εκείνα τα στοιχεία για λατρέψω αυτήν την ταινία. Ήταν η στιγμή που είπα ναι, επιτέλους. Εν ολίγοις, ήθελα να μου αρέσει πολύ.
Φεύγοντας από το σινεμά ήμουν άναυδη. Με κάθε ειλικρίνεια δεν ήξερα πως να την κρίνω, τι να πω για αυτήν και το τι εντύπωση πραγματικά μου άφησε. Θα ξεκινήσω λέγοντας με κάποια βεβαιότητα πως σε όποιον άρεσε ο Κυνόδοντας, μάλλον δεν πρόκειται να απογοητευθεί από τον Αστακό. Σε όσους δεν άρεσε και περίμεναν κάτι διαφορετικό από το διεθνές ντεμπούτο του Λάνθιμου, ίσως να απογοητευθούν.
Ας ξεκινήσουμε με τα θετικά: Να θέσω εξ' αρχής πως χαίρομαι που υπάρχει αυτή η ταινία, διότι από πλευράς παραγωγής ακολουθεί έναν δρόμο που χάραξε ο Τρίερ και έλειπε πολύ από το σύγχρονο διεθνές σινεμά: την ιδέα των μεγάλων παραγωγών και ονομάτων στην υπηρεσία ανεξάρτητων δημιουργών. Το έργο σίγουρα έχει κάποιες δυνατές στιγμές που σου μένουν και σίγουρα είναι κάτι ιδιαίτερο. Χτίζει ένα γερό κλίμα γεμάτο ενέργεια και ξέρει ακριβώς την αίσθηση που επιθυμεί να σου περάσει όταν περνά από χώρο σε χώρο – στην συγκεκριμένη περίπτωση ξενοδοχείο – δάσος. Το δίδυμο των πρωταγωνιστών Colin Farrel και Rachel Weisz κάνει μία εξαιρετική δουλειά, χειριζόμενοι ένα πολύ δύσκολο και ιδιαίτερο κείμενο και ρόλους, καταφέρνουν να μεταφέρουν την ιστορία και την όποια ψυχολογία των χαρακτήρων τους με επιτυχία που ξεχωρίζει από τους συμπρωταγωνιστές, αλλά και από ο,τι έχουν κάνει μέχρι στιγμής. Εκείνο δε που είναι πλέον αξιοσημείωτο είναι η χημεία τους, η οποία κατά τις κατευθύνσεις της σκηνοθεσίας και του σεναρίου δεν ωθεί προς την υπέρμετρη τρυφερότητα, αλλά τίθεται αντίθετα με το ψυχολογικό καθεστώς που τους περιτριγυρίζει και αποπνέει αμεσότητα. Αντίστοιχα, όπως είχαμε ήδη υποψιαστεί, η φωτογραφία και ο χειρισμός της κάμερας κολακεύουν άψογα το έργο, παρά το γεγονός ότι κάποια πλάνα σου προκαλούν μία εντύπωση σε ο,τι αφορά την επιλογή του κάδρου, κάτι το οποίο όμως ύστερα εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη αισθητική που αναδεικνύει το σύνολο. Είναι ομολογουμένως πολύ αναζωογονητικό να βλέπεις ηθοποιούς αυτού του βεληνεκούς σε μία καλοστημένη παραγωγή που είναι αισθητικά στυλιζαρισμένη και παράλληλα αστυλιζάριστη, δίχως μακιγιάζ, να τρέχουν μέσα στο δάσος ή να τραγουδούν αμήχανα στην σκηνή του ξενοδοχείου, πράγμα που επίσης αποπνέει αμεσότητα και κάποια πρωτοτυπία. Η μουσική επένδυση είναι πολύ καλή, όπως είναι εξίσου αναζωογονητικό να ακούς μουσική σε ταινία του Λάνθιμου. Ανά στιγμές τοποθετείται σε μη ταιριαστά σημεία ή φαίνεται υπερβολική εξ επί τούτου, δίνοντας έναν ιδιαίτερο ειρωνικό τόνο στην ταινία, ο οποίος πετυχαίνει τον σκοπό του.
Προχωράμε στα αρνητικά ή τουλάχιστον σε εκείνα που μας προκάλεσαν μία κάποια αμηχανία. Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι το έργο δεν είναι κωμωδία, ή είναι κωμωδία στο σημείο που ήταν και οι Άλπεις. Το γεγονός ότι γελάς κάποιες στιγμές μέσα στο μαύρο χιούμορ του έργου και έχει ειρωνικό τόνο δεν το καθιστά κωμωδία – σάτιρα ναι, κωμωδία όχι. Ούτε ρομάντζο είναι (όπως επισήμως κατατάσσεται στο IMDb) είναι αυτό που είναι τα χαρακτηριστικά έργα του Λάνθιμου, μία ειρωνική ματιά πάνω σε διογκωμένα στοιχεία της πραγματικότητας με έναν ιδιαίτερα δραματικό τόνο ο οποίος στην προκειμένη αρνείται να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά. Το να γράφεις άλλο genre και να κατατάσσεις το έργο σε άλλο είναι μία μόδα, η οποία διακριτικά έχει κάνει την εμφάνιση της τα τελευταία χρόνια σε όμοια έργα διογκώνοντας την αίσθηση του παραλόγου από το οποίο επιθυμούν να διακατέχονται.
Ας ξεκινήσουμε με το θέμα του έργου. Πρόκειται για μία δριμύτατη κριτική πάνω σε δύο αντίθετα ιδεολογικά καθεστώτα, εκείνο της κοινωνίας που απαιτεί να βρεις ταίρι και εκείνο των αντιστασιακών που απαιτούν να μείνεις ανέραστος. Ενδιαφέρον θέμα, το οποίο όμως με την ιδιαίτερη διόγκωση με την οποία παρουσιάζεται, είναι λίγο δύσκολο να μην το αντιληφθείς ως μία πιθανόν εμμονική κριτική. Το πρόβλημα παρουσιάζεται ως μάστιγα της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς όμως να θίξει επαρκώς τις ρίζες του για να μας κάνει να το θεωρήσουμε όντως τόσο σημαντικό πρόβλημα. Αλλά ας πούμε ότι αυτό σαν θεατές δεν μας απασχολεί, εφόσον η σκηνοθεσία και το σενάριο μπορούν να μας πείσουν πως αυτός είναι ο κόσμος και εντός του θα πορευτούμε, άλλωστε βρισκόμαστε στον κόσμο του παραλόγου. Και πάλι όμως, επειδή σκηνοθεσία και σενάριο δεν επιδιώκουν να δικαιολογήσουν εμπράκτως σχεδόν τίποτα, το θέμα εν τέλει σε αφήνει αμέτοχο. Ο προβληματισμός του έργου σε έναν ισχυρό βαθμό δεν μας αφορά, όχι διότι το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να είναι αντιπροσωπευτικό, αλλά διότι η εκτέλεση δεν το κάνει να μας αφορά, παρά μόνο στην λύση του. Βέβαια καθώς φαίνεται τον σκηνοθέτη δεν τον αφορά αυτό, αλλά χρησιμοποιεί την κατάσταση ως σκεύασμα για να εξερευνήσει την ανθρώπινη φύση, αλλά κυρίως να θέσει τα βασικά ερωτήματα του έργου, θα φτάσουμε και σε αυτά παρακάτω.
Δεύτερον, η υποτονική υποκριτική που διακατέχει τα έργα του Λάνθιμου είναι άκρως ιδιαίτερη και είναι ένα στοιχείο το οποίο είτε θα σε κερδίσει, είτε θα λειτουργεί τελείως αποσπαστικά. Ευτυχώς σε αρκετά σημεία οι πρωταγωνιστές, ξεφεύγουν από αυτήν την υποκριτική λούπα προσφέροντας μία πιο συγκροτημένη, αλλά φυσική προσέγγιση. Σε ο,τι αφορά τους υποστηρικτικούς ρόλους, όμως, τόσο το σενάριο όσο και η ερμηνευτική σκηνοθετική προσέγγιση του σκηνοθέτη τους ωθούν ενίοτε σε σημεία τελείως αφύσικα έως ενοχλητικά που παραπέμπουν σε έναν κόσμο που υποφέρει από το σύνδρομο Asperger. Σε έναν βαθμό είναι κατανοητή αυτή η καλλιτεχνική επιλογή, πρώτον διότι είναι πλέον σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη και κατά δεύτερον εξυπηρετεί στο να κάνει την οποιαδήποτε συναισθηματική ή βίαιη στιγμή του έργου μακράν ισχυρότερη. Αλλά γιατί χρειάζεται το σύνδρομο του Asperger για να το καταφέρεις αυτό, αντί να ακολουθήσεις μία γενική εσωτερικότητα; Υποθέτω πως αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που δημιουργούν τον ιδιαίτερο ειρωνικό τόνο στον οποίο αποσκοπεί ο Λάνθιμος. Για μερικούς λειτουργεί, για μένα προσωπικά είναι απλά ένα ακόμη τέχνασμα που με αποσπά από την δράση διότι γίνεται κουραστικό.
Στην γενικότερη φιλμογραφία του Λάνθιμου παρατηρεί κανείς μία γενική επαναληπτικότητα σε κάποια μοτίβα, θεμιτό δεδομένου ότι πλήθος σκηνοθετών διακατέχονται από στοιχεία που τους ενδιαφέρουν και τους ξεχωρίζουν. Μας έχει γίνει φανερό ότι ο Λάνθιμος έχει μία ιδιαίτερη σχέση με τον χορό, το shock value και τα walkman. Για τον χορό και τα walkman δεν μπορώ να πω κάτι, οι στιγμές σοκ όμως είναι από τα κυριότερα στοιχεία που με απωθούσαν στο έργο του εξ' αρχής, διότι όσο και αν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι πρόκειται για μία μέθοδο η οποία εντάσσεται στην γενικότερη γλώσσα του παραλόγου που χρησιμοποιεί ο Λάνθιμος και εξυπηρετεί κάποιον ουσιαστικό σκοπό στο έργο, δελεάζομαι να σκεφτώ πως αυτός ο σκοπός είναι τόσο απλός όσο απλά το να προκαλέσει σοκ.
Παρότι o Αστακός αποτελεί σίγουρα ένα βήμα πάνω από τον Κυνόδοντα και φαίνεται αρκετά πιο ώριμο, δεν διαφέρει ουσιαστικά σε κάποια στοιχεία και την δομή του και αυτό δεν το θεωρώ αρνητικό, διότι συνήθως αυτά τα στοιχεία που θίγει είναι ενδιαφέροντα. Δύο αντίθετοι ακραίοι πόλοι, (οικογένεια – κοινωνία στο ένα, γαμική κοινωνία – ανεξάρτητη ομάδα στο άλλο) ένα άτομο – ή στην προκειμένη δίδυμο – επαναστατικό στοιχείο που προσπαθεί να επιβιώσει εντός τους. Και όπως στον Κυνόδοντα η απάντηση δίνεται με ένα μεγάλο ερωτηματικό: η λύση είναι η επανάσταση; Μπορεί να επιτευχθεί; Αντίστοιχα εδώ η λύση είναι η αγάπη; Μπορεί να επιτευχθεί; Και κυρίως τι είναι η αγάπη; Στο συγκεκριμένο ερώτημα ο Λάνθιμος τοποθετεί το μοτίβο της αυτοθυσίας ως το αποφασιστικό στοιχείο της πραγματικής αγάπης αλλά και της ανθρώπινης φύσης. Αυτοθυσία να μετατραπείς σε ζώο από το να είσαι με κάποιον που δεν θες, αυτοθυσία το να ανεχτείς τα πάντα από το ταίρι σου προκειμένου να μην μείνεις έκθετος και το κρίσιμο ερώτημα του έργου: αυτοθυσία για κάποιον που αγαπάς.
Πολύ ωραία ζητήματα στην περιγραφή, όπως είναι πολύ ωραίο και το trailer της ταινίας, στην εκτέλεση όμως υπάρχει τέτοιος αποπροσανατολισμός όπου ακόμα και τα ερωτήματα αυτά – που έστω δεν χρειάζεται να απαντηθούν – βγαίνουν ξινά και ο λόγος είναι πως για κάθε λύση τίθεται ένα νέο ερώτημα με πεσιμιστικό τόνο. Το πρόβλημα είναι πως αν το πάμε έτσι τα ερωτήματα δεν τελειώνουν ποτέ και καταλήγεις με μία αίσθηση όχι διάθεσης να τα εξερευνήσεις αλλά ματαιότητας, διότι ακριβώς στο τελευταίο λεπτό βλέπεις πως ο σκηνοθέτης δεν θέλει να αφήσει περιθώριο για λύση, συνεπώς φτάνεις για άλλη μία φορά στο σημείο να αναρωτηθείς Γιατί;. Όπως κάνουν σε όλη την διάρκεια των δύο αυτών έργων, σκηνοθέτης και σεναριογράφος δημιουργούν μία πρόταση και απευθείας την αναιρούν, σαν να μη θέλουν να πάρουν τον εαυτό τους στα σοβαρά, που θα ήταν στοιχείο θετικό υπό άλλο χειρισμό, στην προκειμένη όμως φαίνεται ως μία επιθυμία να αγγίξουν βάθη, χωρίς να βουτήξουν εντός τους.
Στην τελική όμως το πρόβλημα της ταινίας δεν βρίσκεται ούτε στην ιστορία καθαυτή ούτε ακόμα και στα προβλήματα που θίγει, βρίσκεται στο σενάριο και την ερμηνευτική προσέγγιση του σκηνοθέτη. Θα το πω παρότι δεν θα είναι καθόλου αρεστό, αλλά είναι δύσκολο να μην δελεαστείς να σκεφτείς πως με ένα καλύτερο σενάριο το έργο θα εκτοξευόταν, διότι όλα τα δυνατά του στοιχεία τα έχει ήδη εκεί, όπως επίσης και πολύ δυνατές σκηνοθετικές στιγμές, αλλά όπως είπα, σύντομα αναιρούνται απολαμβάνοντας το διαρκές teese που κάνουν στον θεατή. Το σενάριο κάνει κοιλιές, οι χαρακτήρες μας είναι σε έναν ισχυρό βαθμό αψυχολόγητοι, καθώς συμβαίνουν επιτυχημένες στροφές στην δράση, συμβαίνουν εξίσου άκυρες στιγμές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι γιατί; και το γιατί θα το αναρωτηθείς αρκετά εντός του έργου, καθώς με κάποιες εξαιρέσεις δεν θα λάβεις απάντηση. Το σενάριο επιδιώκει να ασχοληθεί με πολύπλοκα ζητήματα όπως τους δύο αντίθετους πόλους της κοινωνίας και το τι είναι η αγάπη, ενώ σπαταλά χρόνο σε άκυρες λεπτομέρειες που θεωρητικά προωθούν την πλοκή, πρακτικά όμως την κρατάνε πίσω. Παρόλα αυτά είμαι αρκετά βέβαιη πως αν είχε διαφορετικό σενάριο δεν θα ήταν Λάνθιμος και πιθανόν να μην είχε φτάσει τόσο ψηλά λόγο αυτού. Ο Λάνθιμος καταφέρνει επί δύο ώρες να χτίσει ένα τόσο άβολο και δυνατό κλίμα που να μην σε αφήσει να επαναπαυτείς και, κατά την γνώμη μου, να χαρείς πραγματικά την ταινία και πιστεύω πως αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που τον έχει εκτοξεύσει στην σύγχρονη κινηματογραφική ελίτ. Τα προβληματικά στοιχεία των έργων του είναι εκείνα που τον αναδεικνύουν, διότι όντως τον κάνουν ξεχωριστό.
Πολλοί κριτικοί εξυμνούν τον Λάνθιμο για το γεγονός ότι η μετάβαση σε μεγαλύτερο budget, ονόματα και στούντιο δεν έθιξε τον κινηματογραφικό του χαρακτήρα. Αυτό ισχύει, και αν μας είναι αρεστός ο αρχικός του χαρακτήρας τότε μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως χρησιμοποίησε αυτά τα νέα στοιχεία προς όφελος του. Σε όσους δεν άρεσε, από την άλλη, περιμέναμε περισσότερα.
Ίσως η σωστή κριτική στα έργα του θα ήταν εκείνη που θα τα προσέγγιζε βάσει του κόσμου που χτίζει και των δυναμικών του, ο οποίος δουλεύει με την γλώσσα του παραλόγου και του συμβολισμού. Εδώ όμως βρίσκεται και η παγίδα, ότι είναι δύσκολο να
μην δουλέψει κάτι όταν δουλεύει στην γλώσσα του παραλόγου και του συμβολισμού, ακριβώς διότι αποτελούν τόσο ευρύ πεδίο από μόνοι τους. Το κάθε τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι που το συνδέει με κάτι άλλο και τελειώνει στην άβυσσο. Ο μόνος τρόπος να κρίνεις αυτά τα στοιχεία σε ένα κινηματογραφικό έργο είναι βάσει του πως λειτουργούν εντός των κανόνων του σινεμά, της αφήγησης που στήνει το έργο, διότι επιλέγει να συνυπάρχει με αφήγηση, θέμα και πλοκή ή σημαντικότερα του στοιχείου που σπάει τους κανόνες του σινεμά: της αλήθειας του έργου, η οποία είναι όπως πάντα ακαθόριστη. Το αντίθετο καταλήγει ο σκηνοθέτης να απαιτεί ο θεατής να μπει στο μυαλό του και να αποδεχθεί την κατάσταση ως έχει. Συμβαίνει συχνά στον κινηματογράφο τέτοιου τύπου και λειτουργεί εφόσον ο θεατής στο τέλος κάπως ανταμείβεται.
Στο επόμενο βήμα λοιπόν που ήρθε με κάθε ειλικρίνεια ακόμα δυσκολεύομαι να αποφασίσω αν ο Λάνθιμος είναι όντως φοβερός σκηνοθέτης ή μας έχει ξεγελάσει όλους.
Συνεπώς μένω άναυδη.