Η αίσθηση που αποπνέει το
The Handmaiden (2016) του Chan-wook Park μπορεί να συμπυκνωθεί σε τρεις λέξεις: λυρισμός, αισθησιασμός και ποίηση. Μια ιστορία ερωτισμού, η οποία απεικονίζεται τόσο καλαίσθητα και λεπτεπίλεπτα, που προκαλεί και αφυπνίζει τις αισθήσεις. Ένα ερωτικό έπος που ξετυλίγεται, όπως του αρμόζει, με έμφαση στη λεπτομέρεια και πλάνα που αποδίδουν την ερωτική και συναισθηματική φόρτιση των χαρακτήρων.
Η ταινία σε σκηνοθεσία του Κορεάτη Chan-wook Park και σενάριο του ίδιου και του Seo-Kyung Chung αποτελεί μεταφορά του βιβλίου της Sarah Waters,
Fingersmith (2002) που διαδραματίζεται στη Βικτωριανή Αγγλία. Κατά την κινηματογραφική μεταφορά του, οι δημιουργοί επέλεξαν ως ιστορικό πλαίσιο την εποχή της ιαπωνικής αποικιοκρατίας. Η προσπάθεια εκδυτικισμού της Κορέας αυτήν την περίοδο μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη αστικής τάξης και το δυτικού τύπου ψυχιατρείο, στοιχεία που όφειλαν να ενσωματωθούν ομαλά στην ταινία. Το φιλμ επιλέχθηκε να διαγωνιστεί για το Palm d'Or του φεστιβάλ των Καννών το 2016.
Στην Κορέα της δεκαετίας του 1930, ένας πλαστογράφος έργων τέχνης, ο Κόμης Fujiwara (Jung-woo Ha) προσλαμβάνει μια νεαρή μικρό-απατεώνισσα, τη Sookie (Kim Tae-ri), για να υποδυθεί την υπηρέτρια στο σπίτι της Lady Hideko (Min-hee Kim). Στόχος της Sookie είναι να ωθήσει τη μοναχική Lady Hideko να ερωτευτεί τον Κόμη, ώστε εκείνος να παντρευτεί την αρχόντισσα και να μπορέσει να καταχραστεί την περιουσία της. Οι δύο γυναίκες, ωστόσο, αρχίζουν να αναπτύσσουν η μία για την άλλη μια τρυφερότητα ερωτικής χροιάς μέχρι που
αυτή εξελίσσεται σε μια βαθιά συναισθηματική και σεξουαλική σχέση.
Η κατασκευή της αφήγησης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού το ίδιο γεγονός εξιστορείται από τις διαφορετικές οπτικές των χαρακτήρων με κυρίαρχες τις δύο ηρωίδες. Στο πρώτο μέρος, ακολουθούμε τη Sookie, όταν προσλαμβάνεται στο τεράστιο αρχοντικό. Στο δεύτερο μέρος, συντελείται μια μεγάλη ανατροπή και η ιστορία ξετυλίγεται από την πλευρά της Hideko. Απρόσμενες αποκαλύψεις πραγματοποιούνται συνέχεια και αναιρούν την αλήθεια που πιστεύαμε ως εκείνη τη στιγμή. Εντούτοις, είναι πιθανό ένα μέρος θεατών να προβλέψει πώς θα ολοκληρωθεί η πλοκή, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό δεν αναιρεί την καλλιτεχνική αρτιότητα του φιλμικού κειμένου. Η αφήγηση εστιάζει στην ανάγκη για εκδίκηση, θέμα που εντοπίζεται κατά κόρον στη φιλμογραφία του Park, αλλά, παράλληλα, δίνεται έμφαση στις επιθυμίες των χαρακτήρων (πλούτος, ερωτική επιθυμία, σεξ) και τα κίνητρα που τους/τις ωθούν σε συγκεκριμένες πράξεις.
Τα στοιχεία που αρθρώνουν το ηχητικό και οπτικό αποτέλεσμα έχουν διαμορφωθεί και συνδεθεί με μεγάλη μαεστρία και τέχνη. Τα κάδρα, άλλοτε κινούμενα ομαλά και άλλοτε σταθερά, δίνουν την αίσθηση ότι έχει ληφθεί υπόψη κάθε μικρή λεπτομέρεια του χώρου και του χρόνου. Η mise-en-scene έχει δομηθεί με ακρίβεια και το σκηνικό, τα κοστούμια, το μακιγιάζ δημιουργούν ιστορικά ρεαλιστικές και αισθητικά ονειρικές εικόνες, ενώ οι ηθοποιοί υποδύονται χωρίς εκφραστικές υπερβολές τους τραγικούς τους ρόλους. Για τη φωτογραφία έχει επιλεχθεί αναμορφικός cinemascope φακός που δίνει ευρεία πλάνα κι έχει ως αποτέλεσμα μία αναλογική αίσθηση. Εξάλλου, ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ότι βρίσκει ιδιαίτερη ομορφιά στο αποτύπωμα του φιλμ, μολονότι η συγκεκριμένη ταινία έχει γυριστεί ψηφιακά. Σε κάθε περίπτωση, τα φωτογραφικά στοιχεία, όπως η χρωματική παλέτα, η κίνηση ή ακινησία της κάμερας και το φως έχουν συντεθεί, ώστε να δημιουργούν εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς. Η μουσική της ταινίας υπογραμμίζει λειτουργικά και μινιμαλιστικά την καλαισθησία της εικόνας και μεταφέρει ακόμη πιο απτά το συναισθηματικό τέλμα των ηρώων.
(Spoiler Alert: η επόμενη παράγραφος)
Παράλληλα, το φιλμ αποτυπώνει τη θηλυκή ερωτική επιθυμία με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει. Ενώ συχνά η σεξουαλικότητα των γυναικών ορίζεται και εκφράζεται παθητικά μέσα από τον ενεργητικό αρσενικό παράγοντα, σε αυτήν την περίπτωση, η ερωτική επιθυμία εκφράζεται αβίαστα και χωρίς ταμπού από μια γυναίκα για μία άλλη. Ωστόσο, η φεμινιστική χροιά του εγχειρήματος δεν εντοπίζεται μόνο στην αναπαράσταση της σεξουαλικότητας των ηρωίδων, αλλά και στη γενικότερη στάση τους. Η σκηνή κατά την οποία οι δυο τους καταστρέφουν τα πορνογραφικά βιβλία του τυραννικού πατρικού προτύπου της Hideko (Jing-woong Jo) μεταφράζεται και από τον ίδιο τον δημιουργό ως άμεση επίθεση στην πατριαρχία.
Εν κατακλείδι, το
The Handmaiden είναι μια ταινία πολυμορφική και ικανοποιεί τις απαιτήσεις των διαφορετικών σινεφίλ. Συνδυάζει μοναδική αισθητική καλλιτεχνία, ανατροπές και suspence, αισθησιακές σεξουαλικές σκηνές και ένα ιστορικό υπόβαθρο που δεν εκφράζεται ρητά με ύφος ντοκιμαντερίστικης αυθεντίας, αλλά αφήνει ξεκάθαρα το στίγμα του στη συμπεριφορά των χαρακτήρων, τα ενδύματα και το ντεκόρ. Παράλληλα, το φιλμ δεν αναλώνεται σε στερεοτυπικές αναφορές των φύλων, αλλά εμπλουτίζει την αναμφίβολα περιορισμένη θηλυκό-κεντρική κινηματογραφία, καθώς θέτει στο πυρήνα του δύο ενεργητικές, πολυεπίπεδες και σύνθετες βασικές ηρωίδες. Μια ταινία που αξίζει να δείτε για πολλούς λόγους.