Μυστηρίου, 1973, ΗΠΑ, 112 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Άλτμαν
Παίζουν: Eliott Gould, Sterling Hayden, Mark Rydell
Το σωτήριο έτος 1973, μια χρονιά μετά το (δυστυχώς δυσεύρετο) αδερφάκι της πολανσκικής «Αποστροφής» (βλ. Images) και τρεις μετά τον «τυφώνα» MASH, ο Άλτμαν καταπιάνεται με ένα από τα αρχετυπικά είδη του αμερικανικού κινηματογράφου, το φιλμ νουάρ, διασκευάζοντας τον σημαντικότερο λογοτεχνικό εκπρόσωπο του είδους, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, και αφηγούμενος κατά συνέπεια μια ιστορία του ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου.
Ο τελευταίος, παρότι είχε ενσαρκωθεί κι από άλλους ηθοποιούς στο πανί, είχε ταυτιστεί στη συνείδηση του θεατή με την φιγούρα του «Μπόγκι». Η επιλογή λοιπόν του κωμικού Έλιοτ Γκούλντ στον ομώνυμο ρόλο ήταν αναμενόμενο να ξενίσει το κοινό, ωστόσο συνάδει με τη νέα προσέγγιση που επεφύλασσε ο Άλτμαν στον χαρακτήρα. Ο Μάρλοου του Άλτμαν είναι αμοραλιστής, γκρινιάρης, βαριέται που ζει, δεν νιώθει καμία έλξη για τις γυμνόστηθες γειτόνισσες του και περιφρονεί τον περίγυρό του. Είναι ένας cool αλήτης με ιδιοσυγκρασία ταιριαστή στο πνεύμα των '70s.
Το αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε και για το φιλμ, το οποίο ξεκινά με μια χαριτωμένη σεκάνς, όπου ο Μάρλοου προσπαθεί να ξεγελάσει τη γάτα του με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Με τούτο το κωμικό στιγμιότυπο ο Άλτμαν προοικονομεί το πλέγμα εξαπατήσεων που πρόκειται να ακολουθήσει και ξεκινά μεθοδικά να ξετυλίγει την ιστορία του στο πανί.
Σε αντίθεση όμως με την πλειονότητα ανάλογων φιλμ της δεκαετίας του '40, ο αμερικανός δημιουργός δεν παραδίδεται στην πολυπλοκότητα της πλοκής, αλλά ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δημιουργία μιας χαλαρής, jazzy ατμόσφαιρας και, συνεπικουρούμενος από την εφευρετικότητα του ενός εκ των δύο Ούγγρων «Διόσκουρων» της φωτογραφίας και από το καλύτερο, ίσως, score που συνέθεσε ποτέ ο Τζων Γουίλιαμς, εισάγει τον θεατή σταδιακά στο ιδιόρρυθμο σύμπαν της ταινίας που κατοικείται από χαρακτήρες που η σύγχρονη Κριτική θα καλούσε κοενικούς.
Στο φινάλε ο ήρωας μας θα προβεί σε μια ενέργεια που συμβαδίζει με τον τρόπο που παρουσιάζεται στην ταινία, αλλά δεν ταιριάζει επ' ουδενί στον ηρωικό σταυροφόρο- αναζητητή της αλήθειας των φιλμ των 40's. Οι συνέπειες αυτής της τολμηρής καθαρτήριας επιλογής ήταν καταστροφικές. Οι κριτικοί υποδέχτηκαν το Long Goodbye κραδαίνοντας μπαλτάδες και το κοινό έστρεψε την πλάτη του στη νέα περιπέτεια του Φίλιπ Μάρλοου, ενοχλημένο από την «κατάντια» του αγαπημένου του ήρωα. Όπως η πλειονότητα του έργου του Άλτμαν, το Long Goodbye ήταν καταδικασμένο να επανεκτιμηθεί από τη σινεφίλ κοινότητα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στις αίθουσες.