(ένα μικρό αφήγημα…)
Άδειος τόπος. Η καρδιά μου άδεια. Το μυαλό μου άδειο. Περπατάω με τα χέρια στις τσέπες του κόκκινο παλτό. Είμαι ντυμένη στα κόκκινα και τραβάω την προσοχή των περαστικών. Εγώ δεν τους βλέπω όμως. Κρατάω το βλέμμα στο κενό, απλανές πίσω απ' το κόκκινα γυαλιά ηλίου. Όλη μου η ζωή μέσα στο κόκκινο.
Βαδίζω αργά κι εμποδίζω τους βιαστικούς ανθρώπους με τα γκρίζα ρούχα και τις γκρίζες ψυχές. Πέφτουν πάνω μου. Παρ' όλο που με βλέπουν. Ίσως με κοιτάζουν απλώς, χωρίς να με βλέπουν…Δεν με νοιάζει, όμως, ας πέφτουν. Έτσι με κάνουν να στροβιλίζομαι σαν να χορεύω με αόρατη μουσική.
Στρίβω στη γωνία. Σηκώνω το σκυμμένο μου κεφάλι και κοιτάζω το όνομα της οδού. Εδώ είσαι. Κι είμαι κοντά σου. Νιώθεις, άραγε, την παρουσία μου; Σηκώνω το κεφάλι να βρω λίγο ουρανό. Γκρίζα και τα σύννεφα. Εγώ στις ζωγραφιές μου τα κάνω πάντα άσπρα. Άλλο μη-χρώμα αυτό…
Κάθομαι στο παγκάκι απένατι απ' το σπίτι σου κι ανάβω τσιγάρο. Δάκρυ και ρουφηξιά. Το τσιγάρο δεν σου παίρνει τον πόνο, μα σου κάνει παρέα χωρίς να θέλει πολλά- πολλά. Τα μάτια καρφωμένα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιτάω το ρολόι. Είναι η ώρα που φεύγεις για τη δουλειά. Ή μήπως είναι η ώρα να φύγω εγώ απ' τη ζωή σου;
Κλείνω τα μάτια και σε φαντάζομαι. Έχεις γίνει γκρι κι εσύ. Θα κατεβείς και θα με κοροϊδεύσεις για τα κόκκινα. Για τα κόκκινα αισθήματά μου που σε τρόμαξαν. Δεν θα σ' αφήσω. Φεύγω. Στο δρόμο κλαίω. Οι άνθρωποι με κοιτούν σαν εξωγήινη. Πόσο καιρό έχουν να κλάψουν και δεν αναγνωρίζουν στα δάκρυά μου το πρόσωπό τους;
Κατεβαίνω στην παραλία. Ο χειμωνιάτικος ήλιος μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με παρηγορεί. Κοκκινίζω. Ίσως και να μ' αγαπάει…