Την Πέμπτη, ο Μισέλ ντε Σιλ,
φωτορεπόρτερ της Washington Post που κέρδισε τρεις φορές το βραβείο Πούλιτζερ για τις
συγκλονιστικές εικόνες του ανθρώπινου
πόνου και θριάμβου που αιχμαλώτισε, πέθανε στη Λιβερία σε ηλικία 58 ετών, ενώ
βρισκόταν σε αποστολή για την καταγραφή της επιδημίας του Έμπολα μέσα από τις
μορφές των ασθενών αλλά και των θεραπευτών τους.
Κατέρρευσε καθώς επέστρεφε από το
χωριό Σάλαλα της ευρύτερης περιοχής της Μπονγκ Κάουντι, όπου δούλευε ένα project. Μεταφέρθηκε μέσω
επαρχιακών δρόμων στο νοσοκομείο δύο ώρες μετά αλλά διαπιστώθηκε ότι ήταν ήδη
νεκρός από ένα προφανές καρδιακό επεισόδιο.
Ο κύριος ντε Σιλ κέρδισε δύο
βραβεία Πούλιτζερ για φωτογραφία με την εφημερίδα Maimi Herald τη
δεκαετία του 1980 και εντάχθηκε στην Washington Post το 1988. Το
2008, απέκτησε το τρίτο του Πούλιτζερ μαζί με τους ρεπόρτερ Ντάνα Πριστ και Αν
Χουλ για μία σειρά ερευνών για τη θεραπεία των παλαίμαχων στο στρατιωτικό
νοσοκομείο του Γουάλτερ Ριντ.
«Ο Μισέλ είχε επιστρ’εψει στη
Λιβερία την Τρίτη έπειτα από ένα διάλειμμα τεσσάρων εβδομάδων, μέσα στις οποίες
έδειξε τις φωτογραφίες του στο Φεστιβάλ Φωτογραφιών Άντις στην Εθιοπία»,
δηλώνει ο Μάρτιν Μπέιρον, αρχισυντάκτης της Washington Post, στο προσωπικό.
«Μας ράγισε την καρδιά»,
συνεχίζει. «Χάσαμε έναν αγαπημένο συνεργάτη και ένα από τους πιο καταξιωμένους
φωτογράφους στον κόσμο.»
Ο κύριος ντε Σιλ εργάστηκε ως
διευθυντής φωτογραφίας και ως βοηθός αρχισυντάκτη για αρκετά χρόνια πριν
επιστρέψει στο πόστο του εικονολήπτη, τη δουλειά η οποία αισθανόταν ότι τον
αντιπροσώπευε και περισσότερο. Ήταν φημισμένος ανάμεσα στους φωτογράφους για
την ικανότητά του να βλέπει μέσα από την κρίση και να εντοπίζει ευπρεπή πορτραίτα
θλίψης, αξιοπρέπειας και καρτερικότητας.
Οι αποστολές του συχνά τον οδηγούσαν σε μέρη έντονων διαμαχών
και εξαθλίωσης, από το Σουδάν μέχρι το Αφγανιστάν, όπου και βρέθηκε κάτω από τη
φωτιά το 2013. Κάλυψε τους εμφύλιους πολέμους στη Λιβερία και στη Σιέρα Λιόνε
τη δεκαετία του 1990, μέχρι που επέστρεψε στη δυτική Αφρική αυτή τη χρονιά για
να καλύψει την εξάπλωση του Έμπολα.
Στη Λιβερία ο κύριος ντε Σιλ
φορούσε ολόσωμη προστατευτική φόρμα και χειριζόταν τις φωτογραφικές του μηχανές
με τα σκληρά από καουτσούκ γάντια του. Φωτογράφιζε τους πληγέντες, ενώ
κατάφερνε ταυτόχρονα να αποδώσει το συναισθηματικό φόρτο των οικογενειών των
θυμάτων.
«Είναι εμφανώς πολύ δύσκολο να
μην συναισθάνεσαι αυτούς τους ανθρώπους, όταν καλύπτεις το ξέσπασμα του
Έμπολα», έγραψε ο κύριος ντε Σιλ στη Washington Post τον
Οκτώβριο.
«Κάποιες φορές η σκληρότητα των φρικτών σκηνών δεν μπορεί να
εξευγενιστεί… Αλλά πιστεύω ότι ο κόσμος πρέπει να δει τις απαίσιες και
απάνθρωπες επιπτώσεις του Έμπολα. Η ιστορία πρέπει να ειπωθεί, έτσι κάποιος
πρέπει να κινηθεί σε αυτό το χώρο με ιδιαίτερη φροντίδα, επιφυλακτικότητα και
χωρίς βίαιη εισβολή.»
Ο κύριος ντε Σιλ άθελά του
συνεπλάκη σε δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το θέμα του Έμπολα, όταν το
πανεπιστήμιο του Συρακουσών στην πολιτεία της Νέας Υόρκης ακύρωσε την πρόσκληση
που του είχε γίνει, ώστε να μιλήσει στους φοιτητές δημοσιογραφίας. Είχε
εκτελέσει εθελοντικά μία περίοδο 21 ημερών για τον Έμπολα χωρίς να εμφανίζει
κανένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας.
Σε ένα άρθρο του στην Washington Post είπε
ότι εκνευρίστηκε από αυτή την απόφαση, την οποία αποκάλεσε μια «χαμένη
ευκαιρία» για τους μαθητές.
«Ιδιαίτερα τώρα», έγραψε, «είμαι
ενήμερος για το τι θα μπορούσα να τους είχα πει σχετικά με τη δύναμη και την
αναγκαιότητα των τραβηγμένων εικόνων, που ερμηνεύουν την ανθρώπινη εμπειρία,
όπως ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα κάτω από το πλήγμα του Έμπολα.»
Νωρίτερα στην καριέρα του στην Post, ο κύριος ντε Σιλ πέρασε
ολόκληρους μήνες καλύπτοντας την τραγωδία της θεραπείας των παλαίμαχων που
επέστρεφαν από το Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Ο Πριστ, ένας ρεπόρτερ στον οποίο
ανατέθηκε η έρευνα της Γόλτερ Ριντ, αρχικά ανησύχησε ότι ένας φωτογράφος,
φερόμενος φωτογραφικών μηχανών και άλλου τύπου εξοπλισμού, μπορεί να «φόβιζε
τους στρατιώτες και τις οικογένειές τους που ρίσκαραν πολύ με το να συζητάνε με
μας.» Αντίθετα, ο φιλικός του τρόπος έβαλε στην άκρη κάθε προβληματισμό και
αρκετοί ξεκίνησαν να του ζητάνε επακόλουθες επισκέψεις.
«Θυμάμαι που τον σύστησα σε ένα
δειλό στρατιώτη, στο δωμάτιο του οποίου έπρεπε να συζητήσουμε και του ζήτησα να
αποθανατίσει τη μαύρη μούχλα που έβγαινε στον τοίχο», είπε ο Πριστ. « Ήμαστε
όλοι στο εστιατόριο και μετά από 10 μόλις λεπτά συζήτησης οι δυο τους μιλούσαν
σαν φίλοι από τα παλιά. Δε νομίζω ότι έχω ξαναδουλέψει με κάποιον σαν αυτόν.
Ήταν τόσο δοτικός και υπομονετικός με τους ανθρώπους και αγαπούσε τόσο βαθιά
αυτό που έκανε. Μετέφερε την αγάπη του για τη δημοσιογραφία τόσο σε μένα όσο
και στους συναδέλφους του.»
Ο κύριος ντε Σιλ ήταν μόλις 16
χρονών και στο γυμνάσιο ακόμη, όταν ξεκίνησε την καριέρα του στη φωτογραφία στο
Gainesville Times στη Τζόρτζια. Είχε κάνει πρακτική άσκηση στο Louisville Courier-Journal και στο Miamai Herald πριν αποφοιτήσει από
το πανεπιστήμιο Indiana
το 1981. Το μεταπτυχιακό του τίτλο τον απέκτησε από το πανεπιστήμιο Ohio το
1994.
Εντάχθηκε στο προσωπικό του Herald το 1981 και κέρδισε το
πρώτο του Πούλιτζερ, μαζί με την Κάρολ Γκάζι που επίσης βρέθηκε στην Washington Post αργότερα,
για την κάλυψη της έκρηξης του ηφαιστείου της Κολούμπια το 1985.
Δυο χρόνια αργότερα, ο κύριος ντε
Σιλ πέρασε μήνες φωτογραφίζοντας τη ζωή μέσα σε ένα ρημαγμένο σπίτι στο Μαϊάμι,
αιχμαλωτίζοντας τις καταστροφικές συνέπειες των ναρκωτικών στην περιοχή. Η
δουλειά αυτή του προσέφερε το δεύτερο Πούλιτζερ καλύτερου φωτογραφικού
αφιερώματος.
Ο αρχισυντάκτης του project ήταν
η Τζιν Βαϊνγκάρτεν, η οποία υπήρξε αργότερα διπλά βραβευμένη με Πούλιτζερ
αρθρογράφος της Post.
«Μετά από μερικές εβδομάδες»,
είπε η Βαϊνγκάρτεν, «τον ρώτησα πώς πήγαιναν οι λήψεις και μου είπε: «Δεν έχουν
βγει ακόμα φωτογραφίες. Δεν κουβαλάω μαζί μου την κάμερα. Πρώτα έρχεται η
εμπιστοσύνη και ύστερα η εργασία.»
Ο κύριος ντε Σιλ εντάχθηκε στην WashingtonPostως
αρχισυντάκτης φωτογραφίας το 1988 και έγινε γνωστός όχι μόνο για το αλάθητο
μάτι του μέσα από το φακό αλλά επίσης για την ικανότητά του να ξεχωρίζει το
ταλέντο. Προσέλαβε πολλούς φωτορεπόρτερ και προέβλεψε την φωτογραφική κάλυψη
της Postστο σεισμό στην Αϊτή το 2010, που κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ.
Συνεισέφερε επίσης στη μετάβαση
της κλασικής έντυπης φωτογραφίας στη φωτογραφία της ψηφιακής εποχής με τη
δημιουργία διαδικτυακών εκθέσεων και άλλων τρόπων προβολής του οπτικού υλικού
στο διαδίκτυο. Ήταν καθοριστική η συμβολή του στη λήψη και παραγωγή μιας σειράς
με τον τίτλο “Beinga Black Man”
και έγινε μέντορας των Αφρικανοαμερικανών και άλλων μειονοτικών φωτογράφων σε
όλη τη χώρα.
«Ήταν ένας θαρραλέος μάρτυρας και
ένας δυναμικός ιστοριογράφος», είπε ο Κένι Ίρμπι από το Ινστιτούτο Πόιντερ της
Φλόριντα. Ο Ίρμπι, που γνώριζε τον κύριο ντε Σιλ 35 χρόνια, είπε ότι έδωσε το
δικό του χαρακτήρα στις αποστολές και όπως λέγεται έδωσε φωνή σε όσους δεν είχαν
τρόπο να μιλήσουν και διατήρησε την αξιοπρέπεια αυτών που φωτογράφιζε.
Αργότερα στην καριέρα του, ο
κύριος ντε Σιλ συνέχισε να αναλαμβάνει απαιτητικές αποστολές σε όλο τον κόσμο.
Αφού επιβίωσε από τη μάχη του ενάντια στον καρκίνο και δύο επεμβάσεις στο
γόνατο, άδραξε την ευκαιρία να καλύψει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν το 2013. Αυτός
και ο Κέβιν Σιφ βρέθηκαν κάτω από μια φωτιά στην περιοχή που έλεγχαν οι
Ταλιμπάν.
«Η ανάπαυσή μας ήταν σύντομη,
καθώς ήχοι από ασταμάτητους πυροβολισμούς ξεκίνησαν να ακούγονται απότομα», ο
κύριος ντε Σιλ έγραφε σε μια προσωπική του μαρτυρία. «Φαινόταν τόσο μα τόσο
κοντά και όντως ήταν. Ο Αφγανός διοικητής Μοχάμεντ Ντάογουντ ξεπήδησε με το
πιστόλι στα χέρια του. Ξεκίνησα να τον ακολουθώ. Λίγα λεπτά μετά είπε ο Σιφ: «Πρέπει
να βρούμε καταφύγιο… και φόρεσε πάλι το κράνος σου.»
Ο πρώτος γάμος του κύριου ντε
Σιλ, με την Κρίστιν Κλαρκ, έληξε με διαζύγιο. Ανάμεσα στους επιζήσαντες είναι η
επί πέντε χρόνια σύζυγός του και φωτορεπόρτερ στην Post Νίκι Καν και τα δυο παιδιά από τον
πρώτο του γάμο, Λέιγκτον ντε Σιλ και Λέσλεϊ Αν ντε Σιλ.
Στο άρθρο που έγραψε για το
ξέσπασμα του Έμπολα στην Αφρική, ο κύριος ντε Σιλ έγραψε για την αμηχανία που
ένιωσε όταν αισθάνθηκε ότι στο μόνο που μπορούσε να βοηθήσει ήταν μέσω της
κάμεράς του.
Γράφοντας για την αδερφή ενός
ασθενή από Έμπολα, είπε: «Μου έκανε
κάποιες ερωτήσεις που δεν μπορούσα να καταλάβω πλήρως και δεν απάντησα… Για
μένα τα μάτια της έλεγαν: «Αυτό είναι το τέλος.» Την κοίταξα και είπα: «Ξέρεις
είναι πάρα πολύ άρρωστη» και μου είπε: «Ναι, το ξέρω.» Και καθώς προσπάθησα να
συνεχίσω την ανούσια συζήτησή μας, η φωνή μου άρχισε να τρέμει και χωρίς να το
θέλω έβαλα τα κλάματα. Από τότε, οι περισσότεροι ασθενείς έφταναν με το
ασθενοφόρο και αναλάμβανα να τραβάω φωτογραφίες.»