του Γρηγόρη Ριζάκη
Γυρισμένο στις αρχές του 1960, αποτέλεσε το πρώτο κομμάτι της τριλογίας του Θεού· έπονται οι Winter Light (1962) και The Silence (1963). Η ιδιότητα της τριλογίας βέβαια είναι κάτι το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε πως ήταν προγραμματισμένο. Αυτό ήταν κάτι το οποίο οι κριτικοί πρόσαψαν στις συγκεκριμένες ταινίες, καθώς διέκριναν μια βασική ομοιότητα ως προς το περιεχόμενο: τα ερωτήματα γύρω από τον Θεό. Δημιουργημένο σε μια περίοδο που ο Bergman είχε θέσει στον ίδιο του τον εαυτό ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη και τη φύση του Θεού, περνώντας μια περίοδο προσωπικής κρίσης, το Through a Glass Darkly ενσωματώνει μια τέτοια αναζήτηση.
Βασικός χαρακτήρας η Karin (Harriet Andersson) η οποία μαζί με τον πατέρα της David (Gunnar Bjornstrand), τον σύζυγό της Martin (Max von Sydow) και τον 17χρονο αδερφό της Minus (Lars Passgard), βρίσκεται σε διακοπές σε ένα ερημικό νησί. Η Karin μόλις έχει πάρει εξιτήριο από ψυχιατρικό άσυλο στο οποίο νοσηλεύτηκε με σχιζοφρένεια. Το φιλμ είναι γυρισμένο σε αυτή την τοποθεσία, με τον Bergman να επιτυχάνει αυτό που ουσιαστικά έθεσε ως στόχο: την εντύπωση του δωματίου βασιζόμενο σε τεχνικές του Strindberg.
Ο Martin, γιατρός στο επάγγελμα, γνωρίζει πως η ασθένεια της Karin είναι ανίατη, κάτι το οποίο διευκρινίζει στον David. Ο David δείχνει να το αποδέχεται, καθώς η σύζυγός του και μητέρα της Karin, έπασχε από την ίδια ασθένεια. Ο Martin αγαπάει την Karin και προσπαθεί να τη βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο David, συγγραφέας στο επάγγελμα, φαίνεται πως προσπαθεί με ψυχραιμία να αποδεχθεί την κατάσταση της κόρης του. Αν και φροντίζει να μην το δείχνει, πονάει. Η Karin κληρονόμησε από τη μητέρα της την ασθένεια, κάτι το οποίο πάντα αποτελούσε τον φόβο του David. Εντέλει και με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο εξομολογείται στον Martin πως συναισθηματικά όλη του τη ζωή ένιωθε ένα κενό και πως στο παρελθόν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Εξάλλου ο Martin ο ίδιος του έχει επιτεθεί φραστικά λέγοντας του πως δεν έχει την ικανότητα να ζήσει. Όμως παραδέχεται πως μέσα από αυτό το κενό, προέρχεται μια αγάπη για τα παιδιά του και τον Martin τον ίδιο.
Η Karin όπως φαίνεται, έχει επίγνωση της κατάστασής της και γνωρίζει πως παραπαίει μεταξύ δυο κόσμων: αυτόν στον οποίο την ωθεί η ασθένειά της και τον πραγματικό. Έχοντας διαβάσει κρυφά το ημερολόγιο του πατέρα της μαθαίνει πως δεν πρόκειται να θεραπευτεί. Φυσικά εμφανίζει κάποια από τα τυπικά συμπτώματα ενός σχιζοφρενούς: οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, οξυμένες αισθήσεις, και κυρίως θρησκευτικό παραλήρημα το οποίο της δημιουργεί την ιδέα πως συνομιλεί με τον Θεό. Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ο λόγος της φαίνεται φυσιολογικός και την αμέσως επόμενη μιλάει για καταστάσεις και πράγματα τα οποία είναι προϊόν της νόσου της. Όμως και η σχέση της με τον ίδιο της τον αδερφό καταλήγει αιμομικτική, με τον Bergman να αφήνει να υπονοείται πως οι δυο χαρακτήρες έχουν συνευρεθεί ερωτικά, χωρίς όμως να μας δίνει τη σκηνή την ίδια.
Η σχέση του Bergman με την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση ήταν ιδιαίτερα στενή καθώς και ο ίδιος είχε υποβληθεί σε ψυχανάλυση · φυσικά αυτά είναι στοιχεία τα οποία είναι εμφανή στις ταινίες του. Μάλιστα σε συνέντευξή του στην τηλεόραση μίλησε για τις συνεδρίες που έκανε με ψυχαναλυτή, ενώ παρούσα ήταν και η Bibi Andersson (μια από τι ηθοποιούς με την οποία έχει συνεργαστεί σε πάρα πολλά φιλμ του), η οποία του υπενθύμισε τι του είχε πεί τότε ο γιατρός του: πως αν καταφέρει να απαλλαγεί από τις νευρώσεις του, θα πάψει να ασχολείται με τον κινηματογράφο και δεν θα ξανακάνει ταινίες.
Το Through a Glass Darkly (το οποίο δανείζεται τον τίτλο από ένα απόσπασμα της Βίβλου), αποτελεί ένα αριστοτεχνικό φιλμ το οποίο όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, βασίζεται σε τεχνικές του Strindberg. Οι λήψεις, οι φωτισμοί και οι φωτογραφία δίνουν σε μόνιμη βάση πως όντως το φιλμ μοιάζει σα να έχει τραβηχτεί σε ένα δωμάτιο (ή έστω σε έναν κλειστό χώρο), δίνοντας μια ιδιαίτερα οικεία αίσθηση. Και φυσικά το φιλμ αποτελεί όχι μόνο μια σπουδή στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τη σχιζοφρένεια την ίδια. Φαίνεται πως ο Bergman πριν προχωρήσει στην ολοκλήρωση της ταινίας προέβη σε έρευνα · ή τουλάχιστον κάπως, με κάποιον τρόπο, κατάφερε να κατανοήσει την κλινική πλευρά της νόσου και τα συμπτώματά της, δημιουργώντας τον χαρακτήρα της Karin. Και η Harriet Andersonn, κατάφερε με τη σειρά της να πείσει ως σχιζοφρενής με αποκορύφωμα την τελευταία σκηνή πρίν το ελικόπτερο προσγειωθεί στο νησί για να την μεταφέρει στη κλινική, καθώς βρίσκεται σε παραλήρημα. Αν και ο Bergman δεν το συγκαταλέγει στις αγαπημένες του ταινίες, πρόκειται αναμφισβήτητα για μια από τις καλύτερές του.
Υπάρχει όμως και κάτι στο οποίο έχει ενδιαφέρον να σταθούμε. Παρά το γεγονός πως η αφήγηση είναι ιδιαίτερα συνεπής, υπάρχει μια σκηνή η οποία παραμένει αμφιλεγόμενη. Όπως ένας Σουηδός κριτικός, σύγχρονος του Bergman, παρατήρησε, το μόνο πρόβλημα που εντόπισε βρίσκεται στην τελευταία σκηνή. Ο ίδιος δήλωσε πως παρά το αψεδάγιαστο υπόλοιπο του φιλμ, η τελευταία σκηνή μοιάζει να έχει άλλη αφήγηση. Σε αυτή τη σκηνή και αφού η Karin έχει απογειωθεί με το ελικόπτερο, ο David και ο Minus έχουν μια στενή συζήτηση ως πατέρας και γιος. Ο Minus θέτει ερωτήματα γύρω από την αγάπη και τον Θεό καταλήγοντας στο ότι ο Θεός είναι η ίδια η αγάπη. Από τη στιγμή που ο Minus είναι πεπεισμένος πως η Karin έχει αρρωστήσει από έλλειψη αγάπης, πώς είναι δυνατόν τη στιγμή που η ίδια η Karin, η οποία βλέπει τον Θεό, συνομιλεί με τον Θεό, να είναι άρρωστη καθώς Θεός και αγάπη είναι ένα πράγμα;
Ο μπαμπάς μου μίλησε, είναι η τελευταία φράση του Minous πριν το τέλος του φιλμ. Και μας δίνεται έτσι μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σχέση του David με τα δυο παιδιά του. Όμως φαίνεται πως ο Σουηδός κριτικός είχε δίκιο (ανεξάρτητα από το αν η σκηνή έχει όντως άλλη αφήγηση ή όχι). Το περιεχόμενο του διαλόγου δίνει την εντύπωση πως το φιλμ θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο με περαιτέρω επεξεργασία της πλοκής. Πως η τελική φόρμα του θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Από την άλλη, αυτή η εξίσωση Θεού – αγάπης του Minous, μπορεί να λειτουργήσει ως μεταφορά με αρκετά αφηρημένο τρόπο, δίνοντας ένα πιο ανοιχτό σε ερμηνεία τέλος και μπορεί να εκληφθεί και ως η προσωπική παρακαταθήκη του Bergman και την αντίληψή του για τον Θεό. Βέβαια, πάλι, αυτό το υπονοούμενο που αφήνουν τα λόγια του Minous οδηγούν κατά κάποιον τρόπο στο συμπέρασμα πως η ασθένεια της Karin οφείλεται στην έλλειψη αγάπης και φροντίδας από τον πατέρα τους, δημιουργώντας άλλα ερωτήματα/προβληματισμούς, σεναριακά και μη. Η αλήθεια είναι πως ο Bergman δέχτηκε με θετικό τρόπο στο σχόλιο του Σουηδού κριτικού: έχει εν μέρει δίκιο ήταν η απάντησή του. Και φυσικά γνωρίζει και ο ίδιος τι ακριβώς συμβαίνει στο τελευταίο αυτό κομμάτι. Μπορούμε εντέλει να αναρωτηθούμε αν έχει και τόσο σημασία τελικά αυτό το, ας πούμε, ψεγάδι. Όπως και το πιο αυστηρά φορμαρισμένο, έτσι και το αφηρημένο έχουν και τα δυο την ομορφιά τους. Ακόμη και σε αυτή του τη μορφή προσφέρει πλούτο ιδεών και σκέψεων που δεν εξαντλούνται με μια μόνο θέαση. Και πώς μπορείς άλλωστε να κατηγορήσεις έναν δημιουργό ο οποίος ακόμη και στις λιγότερο καλές στιγμές του έχει κάτι να πεί. Που όπως και ο ίδιος έλεγε: Αν ο σκηνοθέτης δεν έχει κάτι να πει τότε πρέπει να ασχοληθεί με κάτι άλλο.