Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Αλέξανδρου Χατζηλιάδη
Τ
ι ώρα είναι; Τρέχει. Να προλάβει. Τον χρόνο. Πάλι βρέχει. Δεν κουράστηκε να βρέχει; Ούτε η λιακάδα του αρέσει αλλά… πάλι βρέχει; Ίσως για αυτό τρέχει. Να προλάβει. Τον χρόνο. Πριν μπει η άλλη για τα καλά. Εκείνη. Μες τα πράσινα ντυμένη, με λουλούδια φορτωμένη, πάνω στους ώμους της αηδόνια, πίσω της τρέχουν χελιδόνια. Εκείνη η τρελή η αναγελάστρα, σαν τη φουντωμένη γλάστρα. Να τον κάνει να ξεχάσει τα προβλήματα, να κάθεται να γράφει ποιήματα… όχι, όχι ακόμα. Δεν ήρθε ακόμη του έαρος η ώρα.
Προς το παρόν τρέχει. Τρέχει από συνήθεια. Μια λαχανιασμένη δικαιολογία είναι πάντα πιο πειστική. Βουτάει σε λίμνες, ποτάμια, χαράδρες με λασπόνερα. Απορροφά την υγρασία ως τα κόκαλα. Μουσκεύει κάλτσες, κορδόνια, μπατζάκια. Εσώρουχα και καταστάσεις. Μούσκεμα τα νεύρα κι οι αντιστάσεις. Τρέχει κι επιδεικνύει τα γερά του πόδια, το σφρίγος των αντοχών του, το «στέαρ των κολυμβητών στο σώμα»*. Κι ας πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Λίγο από 'δω λίγο από 'κει, τελικά όλα θα τα καταφέρει. Ακόμη και να πείσει τον εαυτό του ότι όχι δεν έχασε την μπάλα, ότι ναι έχει νόημα όλη αυτή η τρεχάλα. Έχει;
Κι αν δεν είναι ένας απλός μοναχικός αγώνας ταχύτητας; Αν το ονόμαζε σκυταλοδρομία; Κοιτάζει τα χέρια του. Δεν κρατάει κάτι για να χει να δώσει και αλλού. Τίποτα απολύτως. Τίποτα, τίποτα, τίποτα;
Ψάχνει ανάμεσα στα δάχτυλα, κάτω από τα νύχια, μέσα στις γραμμές της χούφτας… μήπως κάτι του 'χει διαφύγει. Βρίσκει:
Μια σακούλα καλημέρες, 4-5 καραμέλες, ένα πιάτο με ρεβίθια, ένα ράφι παραμύθια, «τι όμορφη που είσαι σήμερα», μια οδηγό ταξί να διαβάζει στην πιάτσα ένα βιβλίο,
ένα ζευγάρι παπούτσια στα σκουπίδια, μια κουβέρτα στο παγκάκι, ένα τρίψιμο σε μια πιασμένη πλάτη, έναν φίλο ευτυχισμένο, έναν άλλο να κλαίει από αγάπη, μια παρέα στριμωγμένη σε μια γωνία, ένα μωβ χαμόγελο να τους σερβίρει, το τραγούδι που επιμένουν οι γείτονες, την πόρτα που προσφέρθηκαν να του ανοίξουν, «θέλετε βοήθεια;», το καχύποπτο βλέμμα που μαλακώνει, ο στίχος που του αφιέρωσαν, η ταινία που του πρότειναν να δει, το πρόγραμμα ενός φεστιβάλ, ένα κουφό μήνυμα, μια καλή ιδέα, μια όμορφη ιστορία, ένα αληθινό ενδιαφέρον, «είσαι καλά;», «όχι», «αλλά ευχαριστώ που ρωτάς».
Ξανακοιτάζει τα χέρια του. Σφίγγει τη σκυτάλη και συνεχίζει να τρέχει. Γραφικός σαν ήρωας ταινίας, σαν παράλογος μπαξές, έστω σαν μισο-ανθισμένο μπαλκόνι.
Μετά από τόση βροχή ας ανθίσει επιτέλους κάτι.
Κι ας το λένε αλληλεγγύη.
*Στέαρ- Ανδρέας Εμπειρίκος