Και να! Ξερνάω πάλι δυο τρεις σάχλες θερινές-ό,τι απέμεινε απ' το θέρος μάλλον. Βότσαλα που μου 'γδαραν τα πόδια μα δεν τα μίσησα. Άνθρωποι που μου' γδαραν τα σωθικά μα μήτε κι εκείνους σκότωσα.
Καγχάζω κάτω από τον ήλιο μα τον αφήνω να κάνει τη δουλειά του. Ξέχασα πάλι τι σημαίνει καλοκαίρι. Με πρόλαβε ο χειμώνας στη στροφή. Ανάθεμα τον.
Πρόλαβα όμως και έζησα τον αμοραλισμό-όχι, όχι περί φιλοσοφίας ο λόγος, μα σαν την απουσία των φραγμών που με δέρνουν στη ρουτίνα. Τον έζησα πλάι σ' ένα κύμα. Πλάι σε ανθρώπους που συνταιριάζουν με τη θάλασσα και τα χρώματά της. Πλάι σε εκείνους που καταπίνουν ανάσκελα τον απέραντο ουρανό, δίχως να νυστάζουν.
Εμένα δε, καθόλου δε μου πάει δαύτη. Η θάλασσα ντε. Με όλα τα ωραία της. Είμαι παιδί του χειμώνα εγώ. Τότε μόνο με πιάνει εκείνη η φυματιώδης φλυαρία, το ακατάσχετο καιξερωγω και σουπαμουπες. Μου αρέσει οι θύμισες να έρχονται με μπαγκράουντ σκούρο, μελαγχολικό. Τότε παίρνει στροφές ο νους. Τα καλοκαίρια είναι ωραία. Είναι εύκολα, τι τα θες;
Μα ποιος σου 'πε ξεροκέφαλε να πάψεις να ονειρεύεσαι; Δες! Ακόμα χτίζω ένα όνειρο εδώ. Κι εκεί. Παντού τα σκόρπισα και από παντού τα δόλια βάλλονται. Ε και; Τι έγινε;
Βούτηξα σε θάλασσες αλμυρές-του νου, και των δακρύων, έσβησα με την ψεύτικη γλώσσα μου αναστεναγμούς και ούρλιαξα με στεντόρεια φωνή:
I'm a dreamer. Oh, yes! I am a fuckin' dreamer.