Σκηνοθεσία:
Julius Avery
Ηθοποιοί:
Ewan McGregor,Alicia Vikander, Brenton Thwaites
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τζούλιους Έιβερι έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα των εγκληματικών, δραματικών θρίλερ που η Αυστραλία έχει δώσει στο κοινό τα τελευταία χρόνια. Άλλες πιο αξιοπρόσεχτες (βλέπε το ζοφερό Animal Kingdom), άλλες λιγότερο ολοκληρωμένες. Δυστυχώς το συγκεκριμένο φιλμ, αν και σίγουρα δεν αποτελεί προϊόν χαμηλότατης ποιότητας, αρκείται σε πολύ λίγα, κινούμενο χωρίς πολλές εξάρσεις σε τετριμμένα και από καιρό εξαντλημένα μονοπάτια. Μπορεί να μην δημιουργεί την αίσθηση μιας αβάσιστης φιλοδοξίας, κάτι που το δίχως άλλο θα το κατέστρεφε ολοσχερώς, ωστόσο τα πράγματα που μπορεί κάποιος να σώσει στο τέλος είναι λίγα, διάσπαρτα και ταλαιπωρημένα από φλυαρίες και ανυπόστατες επεξηγήσεις.
Η πλοκή, ακαδημαϊκά σχεδόν χωρισμένη σε δύο βασικά κεφάλαια, περιγράφει την σχέση που δημιουργείται σε μια Αυστραλιανή φυλακή υψίστης ασφαλείας, ανάμεσα στον νεαρό JR, ερμηνευμένο από τον φωτογενή και ανερχόμενο Μπρέντον Θουέιτς (Ο φύλακας της μνήμης, Maleficient) που μπαίνει στη φυλακή για ένα αδιευκρίνιστο παράπτωμα, και τον σκληροτράχηλο άλλα εξωπραγματικά όμορφο για το σκηνογραφικό υπόβαθρο Μπρένταν Λιντς, (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, επιβλητικός άλλα όχι μεγαλοπρεπής), ο οποίος αφού βοήθα τον πρώτο να επιβιώσει στο ανελέητο επιβάλλον, ζήτα τη συμβολή του σε μια ληστεία ράβδων χρυσού. Καθώς τα περιθώρια όλο και στενεύουν, αυτό που στην αρχή άγγιζε τα όρια της πατρικής ταύτισης, μετατρέπεται σε μια καταναγκαστική συσχέτιση εκμετάλλευσης, περιπλεγμένη στην καχυποψία μιας επισφαλούς τελικά απόφασης.
Ο σκηνοθέτης δίνει την εντύπωση, ανατρέχοντας σε γνωστές και αποδεδειγμένα αξιόπιστες τεχνικές κινηματογράφησης, ότι θέλει να εκφράσει την απόγνωση και τον τρόμο αυτών που στέκονται αναποφάσιστοι στο χείλος του γκρεμού. Την αξιόλογη αφήγηση των στιγμών στη φυλακή όμως, διαδέχονται τυποποιημένες σκηνές που παρατούν οποιαδήποτε περίπτωση αποφασιστικού ρεαλισμού, καθώς οι χαρακτήρες συνεχίζουν να μένουν ανολοκλήρωτοι, προσπαθώντας μάταια να πείσουν ότι αποσκοπούν σε μια διαφορετική ζωή, μακριά από τη βια και το έγκλημα. Η αναμασημένη υπόθεση, όπως και η εξέλιξή της μοιάζουν να απευθύνονται σε ένα λιγότερα απαιτητικό κοινό, παρότι τα γεγονότα διαδραματίζονται πάντοτε με έναν -κυρίως τεχνικά- αξιοπρεπή βαθμό αποδοτικότητας. Βέβαια, τα αφελή σημεία της δεν λείπουν, όπως οι απίθανοι διάλογοι περί χιμπατζήδων και μπονόμπο που σχηματίζονται προς το τέλος, χωρίς κάνεις να μπορεί να καταλάβει πραγματικά την εννοιολογική σχετικότητά τους, καταλήγοντας έτσι γρήγορα στο συμπέρασμα ότι πέρα από την άγαρμπη απόπειρα στιλιστικού χρωματισμού των σκηνών, δεν αποκτούν καμία απολύτως αξία. Δυστυχώς, σχεδόν ποτέ δεν μπορείς να βιώσεις το αδιέξοδο, ο κόσμος δεν καταρρέει μπροστά στα μάτια των ηρώων και η θηλιά δεν σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από το λαιμό. Η δε δραματική ανατροπή του φινάλε μοιάζει οφειλόμενη περισσότερο σε αδέξια σεναριακή ανάπτυξη, παρά σε οποιαδήποτε συνειδητοποιημένη απόφαση ψυχολογικής πολυπλοκότητας των χαρακτήρων που την απαρτίζουν.
Προσπαθώντας να μας πείσει για τις καλές (ετεροσεξουαλικές) του προθέσεις, το φιλμ περίπου στη μέση στρατολογεί την Αλίσια Βικάντερ ως τη ρομαντική πινελιά της πλοκής, σε έναν ρόλο κακογραμμένο και άκρως υποβαθμισμένο, διατηρώντας παράλληλα το στερεοτυπικό, σχεδόν υποχρεωτικό μείγμα της αντρικής φαντασίωσης: τη βασανισμένη ύπαρξη με το υπέροχο σώμα και την τρυφερή καρδιά. Εντούτοις, οι δυο βασικοί ρόλοι καταφέρνουν να πουν αυτό που θέλουν (κυρίως με τις σιωπές τους και όχι με αυτά που εκφωνούν) με τον ΜακΓκρέγκορ -παρά το αταίριαστο φιζίκ- να παραθέτει έναν στέρεο, αγχωτικό και τελειομανή αντιήρωα, που όμως δεν κατορθώνει να ανεβάσει το φιλμ ψηλά.
Επηρεασμένο εμφανέστατα από τον ζοφερό και στιλιζαρισμένο εγκληματικό κόσμο του Μάικλ Μαν (και κατά δεύτερο λόγο του πρόσφατα εκλιπόντος Τόνι Σκοτ), το Ο Νόμος της σιωπής δεν επιβεβαιώνει τις όποιες κάλες προθέσεις της σκηνοθεσίας, εμμένοντας σε κοινότοπες και ξεπερασμένες γραμμές. Στενογραφημένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε κάνει διαρκώς να αναρωτιέσαι πώς, που και γιατί, το φιλμ ρέει άτονο και υπνωτισμένο, αναμένοντας άλλα αποτυγχάνοντας οριστικά να κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο την άγρια ταινία δράσης που μοιάζει να μαίνεται γύρω του. Ένα όχι ακριβώς ολοκληρωμένο θρίλερ- προϊόν μαζικής κατανάλωσης, δίχως στιβαρό κέντρο βάρους και τόσο τυποποιημένο, όσο μια σκηνή θορυβώδους, φανταχτερής και σχεδόν αναίμακτης αυτοκινητιστικής καταδίωξης.
αναδημοσίευση από cine.gr