Ο Xavier Dolan, γεννήθηκε το 1989, στον Καναδά. Είναι δηλαδή 28 χρονών. Έκανε την πρώτη του ταινία το 2009. Έκανε την πέμπτη του το 2014. Δηλαδή πέντε ταινίες σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του μέσα σε πέντε χρόνια. Είναι κάθε χρόνο προτεινόμενος στις Κάννες. Για τις τέσσερις ταινίες του έχει κερδίσει κάποια από τα μεγαλύτερα βραβεία (Jury Prize, Un certain regard κ.α.) του Φεστιβάλ. Επίσης έχει κερδίσει βραβείο Cesar, καθώς και αρκετά στο Τορόντο, στη Βενετία και σε άλλες διοργανώσεις. Έχει την στήριξη της διεθνής κριτικής, σχεδόν άκριτα. Είναι δηλαδή, ένα από τα αγαπητά παιδιά (κίτς έννοια!) ή ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του σινεμά, από την δημιουργία του, σύμφωνα με τις στατιστικές (μεγαλοστομία!). Εφόσον, φυσικά, τα βραβεία σημαίνουν ποιότητα. Πλάι πλάι στους μεγάλους και ο Dolan. Είναι όμως έτσι; Ή τελικά οι ταινίες του είναι σε τέτοια βάθρα, στην βάση της σχετικότητας των μεγεθών; Ελλείψει δηλαδή ανταγωνισμού και παίρνοντας ως παράγοντα την χρονική περίοδο, μήπως τελικά ο Xavier Dolan, δεν κρύβει τέτοια ποιότητα αλλά παραμένει απλά άριστος στα πλαίσια της συμβατής κινηματογράφησης; O Godard, έχει στο ενεργητικό του 38 βραβεία, μέσα σε μια καριέρα 60 χρόνων. Οι ταινίες του αποτελούν σημείο αναφοράς για την γλώσσα του σινεμά και συζητιούνται ακόμη σε σχολές, σε δοκίμια, στα σινεμά, στα καφενεία. O Dolan έχει 55 μέσα σε πέντε χρόνια. Δεν άκουσα πουθενά να συζητιούνται, πέραν των λαμπρών μα και στεγνών τοίχων της κριτικής και των βραβείων. Κάτι γίνεται λοιπόν, εδώ. Η παρούσα σύγκριση δεν έχει καμία σημασία, πέραν αυτού. Τα βραβεία δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Πρέπει να μάθουμε να κρίνουμε το σινεμά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Με την ουσία του στο σήμερα, στο χθες και στο αύριο, την σύνδεση του με την εποχή και το κοινό, καθώς και με την υφολογική του υπεροχή. Ούτως ή άλλως, η ιστορία και μόνο αυτή είναι ο μεγαλύτερος κριτής.
Ας δούμε τώρα την τελευταία του ταινία. Το Mommy. Ένα βίαιος έφηβος, ο Steve, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κοινωνικό του περίγυρο (σχολείο, φίλους κτλ).
Είναι παντελώς στην «απ' έξω». Η χήρα και άνεργη μητέρα του, προσπαθεί ως μάνα να τον μεγαλώσει, χωρίς ίχνος απόρριψης Ανάμεσα τους επιζεί μια σχέση βαθιάς αγάπης, σχεδόν ερωτικής και εμμονικής, συνέπεια μιας υπερπροστατευτικής αντίληψης. Μέσα σε αυτό το κλειστό κύκλο, μπαίνει μια άλλη γυναίκα, όπου σχηματίζεται ένα ιδιότυπο τρίγωνο, που προσπαθεί να πορευτεί προς τα εμπρός και μέσα (ή έξω) στα κοινωνικά όρια. Η κοινωνία όμως έχει τους δικούς της νόμους και στενεύει τα περιθώρια της όποιας ελευθερίας. Με μια τέτοια πλοκή, γρήγορα αναγινώσκουμε, τα πλαίσια στα οποία μπορεί να πορευτεί το σύνολο της ταινίας. Και αυτά τα πλαίσια ορίζουν ένα εσωτερικό ανθρώπινο δράμα. Που το υλοποιεί περίφημα. Υπερβαίνει όμως τις όποιες ομφαλοσκοπικές αντιλήψεις των προσωπικών βιωμάτων – που μπορεί και πρέπει να παίζουν ρόλο βάσης – για να βγει θαρραλέα – και χρησιμοποιώ τούτη την λέξη, γιατί ο ίδιος ορίζει την ταινία ακριβώς ως αυτοβιογραφική – σε βαθύτερα ζητήματα κοινωνικής μελέτης; Δυστυχώς όχι και εδώ βρίσκεται το ζήτημα με την διεθνή κριτική. Ο Dolan επιβεβαιώνει την ηλικιακή του ανωριμότητα του – που δεν είναι κακό ως έχει – στη μελέτη των βαθύτερων ανθρώπινων καταστάσεων. Και αυτό είναι πασιφανές, οποτεδήποτε ο καθένας μας πάει να ερμηνεύσει τον αισθητικό όλον της ταινίας και την σύνδεση των επιμέρους στοιχείων με τις γενικές προθέσεις.
Είναι όντως χαρισματικός. Έχει μεγάλο ταλέντο. Γνωρίζει να αφηγείται εξαίσια κινηματογραφικά. Υπερβαίνει κάθε ύφαλο στην δραματουργική εικόνα των χαρακτήρων. Έχει φτιάξει χαρακτήρες με εσωτερικές διεργασίες, μόνιμα σε έξαρση και αντιθετικά συγκρουόμενες. Ρίχνει μεγάλο βάρος στην υποκριτική, πράγμα ουσιαστικό για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το σινεμά. Σινεμά ηθοποιοκεντρικό. Το σενάριο και οι διάλογοι βρίθουν υψηλής φυσικότητας και μεθοδικότητας. Το συναίσθημα ξεχειλίζει μέσα από τις δράσεις, τα συμβάντα και τις τελικές πράξεις των χαρακτήρων. Παίζει επίσης με την φόρμα. Από τετράγωνη, χαμηλού βάθους και πιεστικού κλίματος εικόνα, αναπροσαρμόζεται σε widescreen ανοίγματα, την στιγμή που λειτουργεί μια πιο αισιόδοξη και παραμυθένια αντίληψη της ζωής. [Παραμυθένια ακριβώς γιατί μοιάζει με αθώο και ρομαντικό αντίκτυπο της όποιας άσχημης κατάστασης, παρά με μελετημένη αντίληψη ανάμεσα στην διαλεκτική σχέση, μιζέρια – ευτυχία. Γάμος, σπουδές, επιτυχία vs βία, μοναξιά. Παρωχημένη αντίληψη, κλισέ και μπουρζουά.] Άρα βλέπουμε πως υπάρχουν σπουδαία στοιχεία στο έργο που υπάρχει έλλειψη σε πολλούς μεγαλύτερους ηλικιακά σκηνοθέτες, αποδεικνύοντας πως το σινεμά είναι το πεδίο δράσης του Dolan για να μεγαλουργήσει. Αλλά αυτά είναι απλά το ήμισυ του παντός. Σε αυτό το ήμισυ παίρνει άριστα. Γιατί το άλλο μισό, δηλαδή η ερμηνεία της ουσίας του έργου, μοιάζει με μια συμβατική αντίληψη πάνω στην σχέση γιου/μάνας, νέου/κοινωνίας, ελευθερίας/καταπίεσης/ανεξαρτησίας. Περισσότερο μοιάζει λοιπόν, με εξορκισμό των προσωπικών διαβόλων, παρά για μια γενικευμένη και ώριμη μελέτη πάνω στα κοινωνικά συμπλέγματα και τα όρια τους. Μπαίνει ένα ερώτημα. Μπορούμε απλά να δεχόμαστε από την τέχνη αυτά που ήδη ξέρουμε, ή πρέπει να περιμένουμε από τους δημιουργούς να μας πούνε κάτι που δεν γνωρίζουμε; Κατά την γνώμη μου, το δεύτερο ορίζει την μεγάλη τέχνη, κάτι που ο Dolan πέραν της γνώσης του μέσου, δεν αποτελεί τομή, αν και του το εύχομαι. Άρα είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, με την ετυμολογική έννοια της λέξης – μα βρίσκεται μακριά από το να μιλήσουμε για δημιουργό – auteur.
Καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας σιγοκαίει ένα κάποιο σχήμα. Το δομεί εξαίσια. Με ολόσωστο ρυθμό και διαυγή σκέψη. Γνωρίζουμε από την αρχή ότι ο γιος πρέπει να απαγκιστρωθεί, να ανεξαρτητοποιηθεί από την μητέρα, από την κοινωνικά status quo, να βαδίσει μόνος. Αυτό ξέρουμε ότι μπορεί να συμβεί είτε βίαια, είτε μεθοδικά και προοδευτικά. Όλη η χρονική διάρκεια του φιλμ αποτελεί την έσχατη προσπάθεια των δυο χαρακτήρων, να δώσουν και να πάρουν αγάπη μέχρι τον τελικό αποχωρισμό. Μοιάζει δηλαδή, σαν μια προσπάθεια, να κρατήσουν γερές και να σπάσουν παράλληλα οι αλυσίδες, να συγκρατηθεί και να κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Βλέπουμε αυτή την προσπάθεια σαν κινήσεις μπρος πίσω, σπασμωδικές, μέσα στα αρχικά όρια του σχήματος γονέα – παιδιού. Αυτές τις κινήσεις τις κάνει όμως αποκλειστικά το παιδί. Ο Steve είναι αντιπαθητικός και συμπαθητικός παράλληλα. Ανάλογα με την στάση του κάθε φορά μπρος στην μάνα, στο χώρο, στην τρίτη γυναίκα. Οι δυο γυναίκες (που αποτελούν το «είναι» και το «θέλω να είναι» της ίδιας γυναίκας), δεν μετατοπίζονται διόλου, αποτελούν σταθερή αξία, μόνιμο στήριγμα, σταθερή δομή, σε όλη την ιστορία. Έτσι έχει ενδιαφέρον, πως αν και πρωταγωνιστής μοιάζει ο Steve, τελικά πρωταγωνίστρια είναι η έννοια της μάνας, ως μια αξία που δεν αλλάζει στα όρια του χρόνου. Εξ' ου και ο τίτλος. Σε αυτόν αποτίθεται φόρος τιμής. Είτε ως αγάπη, είτε ως μίσος, είτε ως ένα ενιαίο συμπλεγματικό συναίσθημα. Η αγάπη και το μίσος όμως είναι μη μελετημένα υπερβατικά στην ταινία. Ούτε θεωρητικά, ούτε κινηματογραφικά.
Ορίζονται με την απόλυτα συμβατή τους έννοια. Η αγάπη μοιάζει ως ο μοναδικός στόχος κατάκτησης του ανθρώπου και το μίσος ως απλά ένα αντιθετικό του παράγωγο. Και η οπτική του Dolan, ενέχει στοιχεία νοσταλγίας, ματαιότητας και την άποψη του θεσφάτου. Δεν βάζει την άποψη του πάνω σε τούτη την έννοια κινηματογραφικά σε αμφισβήτηση. Δεν ερευνά. Δεν μας λέει, εν τέλει, κάτι νέο αν και το παλιό το λέει εξαίσια. Να συντηρούμε, λοιπόν, τον «μύθο» του μεγαλύτερου αν και μικρότερου ηλικιακά εν ζωή κινηματογραφιστή, ή πρέπει να το ξεπεράσουμε (όχι με κακεντρέχεια), πριν οι εταιρίες παίξουν το εκμεταλλευτικό του ρόλο, πριν τα βραβεία τονίσουν την όποια δημιουργική του υπεροψία, προστατεύοντας το σινεμά αλλά και τον ίδιο από την βιομηχανία του θεάματος;