Είμαι τυχερός που δεν μπορεί να είναι υποψήφιος ο Μότσαρτ αυτή τη χρονιά σχολίασε ο Μορίς Ζαρ λαμβάνοντας το Όσκαρ μουσικής για το Πέρασμα στην Ίνδια το 1984. Η ταινία του Φόρμαν, υποψηφία για 11 αγαλματίδια, κέρδισε τελικά οκτώ, επενδύοντας στις εξωφρενικότητες και τις υπερβολές του πιο ευφυή και επιδέξιου συνθέτη της ιστορίας
Amadeus (1984) του Μίλος Φόρμαν
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα πλήρως ανακριβούς κινηματογραφικής βιογραφίας (ή καλύτερα σκιαγράφησης ενός ιστορικού προσώπου) που κατάφερε να μαγέψει κοινό και κριτικούς κερδίζοντας πλήθος διακρίσεων, αποτελεί το φιλμ Αμαντέους του Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν (Στη Φωλιά του Κούκου, Υπόθεση Λάρι Φλιντ). Βασισμένο στο ομώνυμοθεατρικό του σεναριογράφου Πίτερ Σάφερ -το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από έργο του Αλέξανδρου Πούσκιν- το φιλμ περιγράφει με μάλλον κωμικό και σχετικά ανάλαφρο τόνο την υποτιθέμενη έχθρα ενός από τους μεγαλυτέρους συνθέτες που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, του αυστριακού Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ με τον διευθυντή της Βασιλικής Ορχήστρας της Βιέννης και της ιταλικής όπερας της αυλής Αντόνιο Σαλιέρι. Μια υπόθεση καθ’ όλαφανταστική αφού η θανάσιμη έχθρα των δύο προέρχεται μόνο από τα γραπτά του Πούσκιν και από καμία άλλη ιστορική πηγή. Είναι προφανές λοιπόν ότι οι καλλιτεχνικές ελευθερίες τόσο του σεναρίου όσο και της σκηνοθεσίας, θα μπορούσαν να κατατάξουν το φιλμ σε ένα ξεκάθαρα φιξιονικό δημιούργημα, το οποίο διατηρώντας ίσως κάποια στοιχεία ιστορικής αλήθειας, αποπειράται να ζωγραφίσει με αδρές (και πολλές φορές χοντροκομμένες) γραμμές τη ζωή του πρώτου μουσικού σταρ, του παιδιού-θαύματος που διαμόρφωσε τη μουσική πραγματικότητα, χτίζοντας κάτι που σήμερα θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως καλλιτεχνικό αριστούργημα.
Οδηγημένος από την παράλογη (από ιστορική σκοπιά) πλοκή του Σάφερ, ο Φόρμαν σκηνοθετεί με σχεδόν ανέμελη παιδικότητα εκτονώνοντας συνεχώς την επιδεικτικά ρομαντικοποιημένη υπόθεση με αρκετά χοντροκομμένα κωμικά στοιχεία, παρουσιάζοντας τον Μότσαρτ ως έναν αλαζόνα και αλλοπρόσαλλο νεαρό, ο οποίος μοιάζει να ενδιαφέρεται μονάχα για την καλοπέραση και την κοινωνική του ευημερία. Η γραφή εμποτίζεται από μια ελάχιστα σοβαρή ματιά, αφήνοντας πολλές φορές να εννοηθεί ότι οι ταλαντούχοι μουσικοί χλεύαζαν τις μουσικές απαιτήσεις των αξιωματούχων της αυλής. Η αλήθεια είναι ότι το φαινόμενο Μότσαρτ (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω συνέθεσε για πρώτη φορά στα έξι του χρόνια) αντιμετώπιζε τη μουσική από το θρόνο της καλλιτεχνικής του διάνοιας, όμως η συγγραφή συμφωνιών χωρίς την παραμικρή προσπάθεια και χωρίς προετοιμασία (είναι γνωστό ότι ο Μότσαρτ αντιμετώπιζε προβλήματα με τις τεχνικές της σύνθεσης π.χ. την αντίστιξη) αποτελεί μάλλον υπερβολή.
Πέρα από τη φημολογούμενη θανάσιμη έχθρα που ποτέ δεν υπήρξε (ο Μότσαρτ έξαλλου είχε καλέσει προσωπικά τον Σαλιέρι στην πρεμιέρα του ‘Μαγικού Αυλού’ και στο προσωπικό του ημερολόγιο βρέθηκαν λόγια μεγάλης συμπάθειας) το σκιτσάρισμα της προσωπογραφίας του Ιταλού μουσουργού είναι σχεδόν ολότελα κατασκευασμένο. Ο ορκισμένος εργένης (έδωσε μέχρι και όρκο αγνότητας σε αντάλλαγμα της απόλυτης μουσικής ευφυΐας) στην πραγματικότητα ήταν πατέρας οκτώ παιδιών, ενώ φημολογείται ότι είχε πολλές ερωμένες. Ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς τα ιστορικά λάθη κάνουν την εμφάνισή τους αφού ο Σαλιέρι κατά πάσα πιθανότητα δεν αυτοκτόνησε, ενώ η μικρή τομή στο λαιμό του φαίνεται ότι είχε προέλθει μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα, ύστερα από έναν κλονισμό το 1823.
Η υπονόμευση της καριέρας του Μότσαρτ από τον σχετικά ατάλαντο και αντιπαθή Ιταλό μουσικό (στην πραγματικότητα ο Σαλιέρι υπήρξε μεγάλος συνθέτης και δάσκαλος των σημαντικότερων κλασικών όπως του Μπετόβεν, του Λιστ και άλλων) αποτελεί τον βασικό κορμό του φιλμ, με τον Φόρμαν να εμμένει στην αποδόμηση της προσωπικότητας του Μότσαρτ σε σχέση με την καλλιτεχνική του δημιουργία. Η επιμονή του όμως στην ασυνάρτητη και πολλές φορές εκνευριστική περσόνα του συνθέτη αποσυντονίζει και πολλές φορές σε κάνει να περιπλανάσαι στο υπόβαθρο χάνοντας την ουσία, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη λαμπρότερη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Άλλωστε, κανένας -ούτε ο Σαλιέρι ούτε κανείς άλλος- δεν κατάφερε να οδηγήσει τις όπερες του Μότσαρτ σε αποτυχία. Εκστασιασμένοι οι θεατές των Γάμων του Φίγκαρο (που στην ταινία παρουσιάζονται ως ένα βαρετό, μακρόσυρτο μαρτύριο) ζητούσαν συνεχόμενα encore, τα οποία τελικά διακόπηκαν μετά από παρέμβαση του Αυτοκράτορα. Ο δε Δον Τζιοβάνι που επίσης εντυπώνεται ως παταγώδης αποτυχία, στην πραγματικότητα υπήρξε εντυπωσιακά δημοφιλής.
Δεν μπορείς πάντως να μην αναγνωρίσεις το σκηνοθετικό όραμα του Φόρμαν στην (έστω και φανταστική) σκηνή της συγγραφής του μεγαλύτερου ίσως κλασικού έργου όλων των εποχών, του Ρέκβιεμ σε Ρε ελάσσονα. Παρότι το συγκεκριμένο έργο προφανώς δεν ανατέθηκε στον Μότσαρτ από έναν καμουφλαρισμένο Σαλιέρι αλλά από τον κόμη Βάλζεγκ-Στούπαχ, ο οποίος όντως προσπάθησε να κρατήσει την ταυτότητά του μυστική (αν και ο συνθέτης σχεδόν ευθύς εξ αρχής ήξερε ποιος ήταν), εντούτοις η κινηματογραφική ποιητικότητα της συγκεκριμένης σκηνής χαρίζει τελικά στο ημιτελές αριστούργημα του συνθέτη τον μύθο που του αξίζει. Καθώς ο Σαλιέρι προσπαθεί να πατήσει πάνω στις νότες ακολουθώντας τα αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια της σύνθεσης, ο Μότσαρτ στο κρεβάτι του θανάτου υπερβαίνει τα στερεότυπα, κορυφώνοντας τη δραματουργία και μεταβαίνοντας ουσιαστικά από το υλικό στο άυλο, από την φθαρτότητα στην αθανασία, υπό τους ήχους της δικής του επιμνημόσυνης δέησης. Η έκφραση στο βλοσυρό πρόσωπο του Φ. Μάρεϊ Έιμπραχαμ (βραβευμένου με Όσκαρ Ά ανδρικού ρόλου, και συνυποψήφιου με τον Τομ Χαλς στην ίδια κατηγορία) αντικατοπτρίζει υποδειγματικά την μοιραία αναγνώριση μιας από τις μεγαλύτερες μουσικές φυσιογνωμίες της ανθρωπότητας. Αν και τελικώς λίγες είναι οι σκηνές μεγαλείου και η ανυπέρβλητη μουσική επένδυση δεν μπορεί διαρκώς να εξιλεώνει τις γκροτέσκ αστοχίες, ωστόσο το φιλμ χαρακτηρίστηκε ως ένα γοητευτικό δημιούργημα, κωμικό αλλά γεμάτο τρυφερότητα κερδίζοντας την 53η θέση στoν κατάλογο με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Κινηματογράφου.
*Ο Ζαν Τόμας Φόρμαν, γνωστός ως Μίλος Φόρμαν έφυγε από την ζωή στις 13/4/2018