HomeMind the artΒιβλίοΗμερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, του Georges Bernanos

Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου, του Georges Bernanos

H ζωή και τα έργα του Γάλλου συγγραφέα δεν θα πρέπει να εκληφθούν αποκομμένα το ένα από το άλλο. Τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας καθόρισαν τη μορφή και το περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του ενώ η γραφή, όχι μόνο του εξασφάλιζε τα προς το ζην, αλλά λειτουργούσε ως μέσο διαφυγής από την αθλιότητα της καθημερινής ζωής. Ο Μπερνανός γεννήθηκε το 1888 στο Παρίσι από γονείς φιλομοναρχικούς. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουιτών και στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε αρκετές εφημερίδες της συντηρητικής δεξιάς. Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του φασισμού, του ναζισμού και του κομμουνισμού και καταδίκαζε απερίφραστα τον αντισημιτισμό. Παράλληλα, διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τον Γάλλο στρατηγό Ντε Γκωλ, αν και ποτέ δεν δέχτηκε να αναλάβει κάποιο πολιτικό αξίωμα.

Ο Μπερνανός επιθυμούσε πάντα να γράφει –σε εφημερίδες και βιβλία- και η γραφή τον απελευθέρωνε. Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή μυθιστορημάτων όπως τα Sous le soleil de Satan (1926), L' Imposture (1927), Les Grands Cimetières sous la lune, La Joie (1928), Nouvelle histoire de Muschette (1937), Monsieur Ouine (1943). Κανένα, παρόλα αυτά, δεν τον άγγιξε τόσο όσο το Journal d' un curé de champagne (Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου). Η συγγραφή του τελευταίου ξεκίνησε το 1935 και ολοκληρώθηκε έναν χρόνο μετά.

Το 1936 εκδόθηκε και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά στοχαστικό, πολιτικό, διαλογικό και θρησκευτικά «αιρετικό». Ο Μπερνανός επανέλαβε και σε αυτό το έργο την επιλογή ιερέων ως βασικών χαρακτήρων. Πρωταγωνιστής στην περίπτωση αυτή είναι ένας νεαρός εφημέριος –ηλικίας τριάντα ετών- της μικρής πόλης Αμπρικούρ, ο οποίος αφηγείται την καθημερινότητά του εκεί καθώς, επίσης, και τις ημερολογιακές σημειώσεις που κρατάει.

Παρατηρούμε την ανηφορική πορεία ενός ασκητικού ήρωα μέσα στην απέραντή του απλότητα. Το διάφανο modus vivendi του εκτίθεται με διάθεση αντιπαραβολής από τον δημιουργό του προς την αμαρτωλή κοινωνία του Αμπρικούρ. Ο ιερέας είναι το αυθεντικά αθώο πρόσωπο, που εκφράζει αμφιβολίες για τον εαυτό του· γράφοντας, ασκεί αυτοκριτική. Το ημερολόγιο επιδρά ως είδος εξομολόγησης απέναντι σε τρεις δυνητικούς αποδέκτες: τον φανταστικό αναγνώστη, τον Θεό και τον εαυτό του. Παράλληλα με το ευαίσθητο λεκτικό και κειμενικό ύφος του ιερέα αποκαλύπτεται η συγγραφική πολυπλοκότητα του Μπερνανός ενώ οι δώθε κείθε ιμπρεσιονιστικές περιγραφές διαποτίζονται από στιγμές της παιδικής ηλικίας.

Αποστρεφόμενος το επιτηδευμένο ύφος των διανοουμένων, ο Μπερνανός θα αναζητήσει στην πρώιμη ηλικία την ειλικρίνεια, την αγνότητα και τη γλυκύτητα που συνυπάρχουν στο κεντρικό πρόσωπο. Το ψυχοσωματικό οδοιπορικό του δημιουργεί στον αναγνώστη το αίσθημα της συγκίνησης· η φτώχεια, η εγκατάλειψη, η περιφρόνηση, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η μοναχικότητα, η σωματική εξασθένιση και ο καρκίνος τον τραβούν με επιμονή μακριά από τα φώτα της ζωής. Παρά την αναπόφευκτη ήττα, ο ίδιος συνεχίζει να επιτελεί αγόγγυστα το καθήκον του.

Η διαδικασία της γραφής, αφετέρου, δεν έχει μόνο εξαγνιστικό χαρακτήρα αλλά οριοθετεί τον πνευματικό κόσμο του εφημερίου σε σχέση με τα πάθη του κόσμου. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται μετέωρος μεταξύ δύο κόσμων: πρώτον, την εν Θεώ ζωή που συμπυκνώνεται στο εσχατολογικό αφορισμό «όλα είναι χάρις» και δεύτερον, τον εκπεσόντα κόσμο του διανοητικού βερμπαλισμού και της καζουιστικής ηθικής. Αντιλαμβάνεται τη ζωή του με πόνο δίχως, ωστόσο, να απομονώνεται. Αποζητά την αγάπη, τη φιλία και εκείνη τη ζωογόνο νεότητα. Ο δικός του πόνος αντιστοιχεί στην πλήξη που «κατατρώγει» την ενορία του θυμίζοντας εδώ την αντίληψη του Σοπενχάουερ για τη ζωή ότι «ταλαντεύεται όπως το εκκρεμές, από τα δεξιά προς τα αριστερά, από τα βάσανα στην ανία». Η δική του ηθική απαντά στην αγάπη: Η επίγεια κόλαση, η μέγιστη δυστυχία είναι ο εγωισμός, η απουσία της γενναιοδωρίας και της κατανόησης. Τα προσωπικά του αδιέξοδα τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον πειρασμό της αυτοκτονίας αλλά η απελπισία του υποχωρεί μπροστά στην ανυπέρβλητη δυναμική του θεϊκού στοιχείου. Η θρησκευτική πίστη νοείται εδώ ως το σωτηριολογικό θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης ή, όπως θα υποστήριζε ο Κίρκεγκωρ, η αυτοσυνείδητη θεμελίωση του ατόμου –που είναι και θέλει να είναι ο εαυτός του- στον Θεό. Ο απελπισμένος εφημέριος διαπιστώνει ότι η αγωνία και η απελπισία δεν είναι απλώς ψυχικά συμπτώματα αλλά ψυχή και αγωνία συνιστούν μια ταυτολογία.

Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος φέρει εγγενώς την αγωνία ως γνωσιολογικό μηχανισμό προκειμένου να γνωρίσει τον εαυτό του και την εξωτερική πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, δεν δύναται να έχει συνείδηση του εαυτού του παρά μόνο μέσω του Θεού. Στην αφήγησή του δεν θα βρούμε την εσχατολογία και την πνευματική προετοιμασία για τον αναπόφευκτο όλεθρο. Το περιεχόμενο των λόγων του εγγράφεται κυρίως στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας ενώ τα θεϊκά πρόσωπα –όπως η αρχετυπική εικόνα της Παναγίας που συμβολίζει την ειλικρινή αθωότητα- παρουσιάζονται ως οδικοί υπαρξιακοί άξονες.

Το βιβλίο του Μπερνανός αποτελεί ένα ειλικρινές βιβλίο που φωτίζει με θαυμάσιο τρόπο την ανθρώπινη απλότητα, την ταπεινότητα και την ειλικρινή αγάπη ως θεμελιώδεις πυλώνες της ατομικής και συλλογικής αυτογνωσίας. Αποκορύφωμα αυτής της επίπονης και λυτρωτικής συμπόρευσης με τον αφηγητή είναι η επιθανάτια εξομολόγηση προς τον εαυτό του λίγο πριν από το αναπόφευκτο τέλος. Μας μιλάει για τον θάνατο από τα μύχια της ψυχής του:

Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι αυτό το γεγονός δεν θα έχει τίποτα παράξενο, ότι χωρίς αμφιβολία θα είναι μέτριο όπως εμείς, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, κατ' εικόνα μας, κατ' εικόνα του πεπρωμένου μας. Δεν φαίνεται να ανήκει στον οικείο κόσμο μας, το σκεπτόμαστε σαν αυτά τα μυθικά μέρη που διαβάζουμε τα ονόματά τους στα βιβλία. Πριν από λίγο συλλογιζόμουν αυτό ακριβώς, ότι η αγωνία μου ήταν έκφραση βίαιης, στιγμιαίας απογοήτευσης. Αυτό που θεωρούσα χαμένο πέρα από φανταστικούς ωκεανούς, βρισκόταν μπροστά μου. Ο θάνατός μου είναι εδώ. Είναι ένας θάνατος σαν όλους τους άλλους, και θα εισέλθω σ' αυτόν με τα συναισθήματα ενός κοινού ανθρώπου, πολύ συνηθισμένου. Είναι μάλιστα σίγουρο ότι δεν θα τα καταφέρω και τόσο καλύτερα στον θάνατο απ' όσο τα καταφέρνω στη ζωή. Θα είμαι το ίδιο αδέξιος, το ίδιο άτσαλος. Μου επαναλαμβάνουν: «Να είστε απλός!» Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Είναι τόσο δύσκολο να είσαι απλός! Όμως οι άνθρωποι του κόσμου λένε οι «απλοί» όπως λένε οι «ταπεινοί» με το ίδιο συγκαταβατικό χαμόγελο. Θα έπρεπε να λένε: οι βασιλιάδες.

Η εξαιρετική αυτή έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις επενδύεται με τα προλεγόμενα του Gilles Philippe, τις σημειώσεις του Philippe Le Touzé, το χρονολόγιο του Gilles Bernanos και του επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Συγγραφέας: Georges Bernanos

Τίτλος πρωτοτύπου: Journal d' un cure de champagne (1936)

Τίτλος για την ελληνική γλώσσα: Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου

Εκδόσεις: Πόλις (2017)

Εξώφυλλο: Ο Βέλγος ηθοποιός Claude Laydu σε σκηνή της ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας του Robert Bresson, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1951.

Σελίδες: 602

Related stories

Η Βάσω Λασκαράκη πιστεύει στο μαγικό ραβδάκι της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη στη Χρύσα Πλιάκου/ Φωτογραφίες: Nekti Δεν νομίζω ότι υπάρχει...

Γιατί διαλύθηκαν αρχικά οι Simon and Garfunkel μετά το πρώτο τους άλμπουμ

Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη...

Το τραγούδι των REM που αρνήθηκαν να παίξουν live

Το βράδυ της άνοιξης του 1980, η πόλη Athens...