HomeCinemaΚριτική ταινίαςΗμέρες Φεστιβάλ | Chevalier της Αθηνάς Ραχήλ...

Ημέρες Φεστιβάλ | Chevalier της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, ειδικές προβολές

Ένας (παραδόξως) απολαυστικός φόρος τιμής στην ανασφάλεια.




Καθώς δεν έχω κρύψει στο παρελθόν, ότι προσωπικά δεν είμαι λάτρης του επονομαζόμενου Νέου Κύματος ελληνικού κινηματογράφου και των εκπροσώπων του, προφανώς οι προσδοκίες μου για το νέο πολυβραβευμένο έργο της Αθηνάς Τσαγγάρη ήταν εξαρχής χαμηλές.

Παρακολουθώντας την κινηματογραφική πορεία του δίδυμου Λάνθιμος -Τσαγγάρη (ταυτισμένοι τόσο στην συνεργασία όσο και στο στυλ), οι εντυπώσεις μου ήταν πάντα ανάμεικτες, με αποκορύφωμα την πρόσφατη προβολή του The Lobster, το οποίο ανυπομονούσα να δω και να αγαπήσω για να καταλήξω πάλι να αποχωρώ από το σινεμά με διφορούμενα συναισθήματα και μην καλύπτωντας τις προσδοκίες μου.

Στο Chevalier, όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Εισερχόμενη στον χώρο της δημοσιογραφικής προβολής και έχοντας ήδη δει ένα διόλου κολακευτικό τρέιλερ, ήμουν έτοιμη στις 11 το πρωί να δεχθώ άλλο ένα χαστούκι, αντιπροσωπευτικό του Greek Weird Wave για να ξαναξυπνήσουν μέσα μου συναισθήματα των δύο άκρων. Αντ' αυτού παρακολούθησα μία καλοστημένη ταινία, σκηνοθετικά ώριμη με σχετικά φυσικές ερμηνείες, καλό παλμό και αντιπροσωπευτικότητα. Η μεγαλύτερη έκπληξη όλων: ήταν απολαυστική.

Έξι άνδρες, ενός εμφανούς κοινωνικού στάτους βρίσκονται στην μέση του Αιγαίου. Για να σκοτώσουν τον χρόνο τους προς την επιστροφή στην Αθήνα, επιχειρούν να παίξουν ένα παιχνίδι που θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις και διάρκεια από αυτό που εξ'αρχής όριζε, για να καταλήξουν προς το τέλος να μεταμορφώνονται σε κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως…παιδιά.

Ο παλμός της ταινίας λειτουργεί σε γενικά πλαίσια αρκετά καλά, χτίζοντας ένα κλίμα στο οποίο εισχωρεί ο θεατής και που κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Όλοι οι ηθοποιοί στάθηκαν στο ύψος τους, η ερμηνεία δε του Ρουβά ήταν εντυπωσιακή σε έναν ρόλο που του ταίριαζε γάντι.

Από τις περισσότερες κριτικές που διάβασα, το έργο χαρακτηριζόταν ως μία κριτική σάτιρα πάνω στον ανδρικό εγωισμό και παρότι όντως θίγει κάποια θέματα του ανδρικού εγωισμού (όπως το ζήτημα του ανδρικού μορίου που σαφώς θα συμπεριλαμβανόταν), προσωπικά στο σύνολο δεν εξέλαβα ότι το έργο στοχεύει προς το ένα ή το άλλο φύλο αλλά αποτελεί έναν συνολικό φόρο τιμής στην ανασφάλεια των κοινωνικών σχέσεων, πράγμα που θα αναπτύξω έπειτα.

Δύο στοιχεία είναι αυτά που κάνουν την ταινία να είναι συνολικά πετυχημένη: ότι καταρχάς δεν επιδιώκει να σοκάρει, αντιθέτως κυλάει με τις ιδιαιτερότητες της εντός σταθερού πεδίου. Και κατά δεύτερον πως αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που την κάνει να διαφέρει από τα λοιπά έργα του Νέου Κύματος: αποπνέει ειλικρίνεια. Είναι ειλικρινής, τόσο με τον εαυτό της, όσο και με τον θεατή και αυτό είναι εξαιρετικά αναζωογονητικό, διότι επιτέλους τα έργα μεταφέρονται από το μυαλό του σκηνοθέτη και γίνονται αντιπροσωπευτικά για το κοινό τους.

Αρχίζουν να μας αφορούν και έτσι αποκτούν δύναμη χωρίς να προδίδονται.

Όλοι παίζουμε στο Chevalier. Δεν είναι μόνο οι πρωταγωνιστές, δεν είναι μόνο οι καμαρότοι, είναι η ανθρώπινη κοινωνία που γυρνάει γύρω από τον εαυτό της μετρώντας τα πάντα σε έναν ατελείωτο ανταγωνισμό εντός της. Από τα μικρά έως τα μεγάλα, από τους καλλιτεχνικούς κύκλους έως τις φιλικές ή αδερφικές σχέσεις, κάτω από την βέβαιη επιφάνεια της ώριμης ηλικίας μας βρίσκεται μία γελοία παιδικότητα που πολεμάει για τον κάτοχο της, κάθε φορά, σε κάθε τι, να αναδειχθεί ως ο καλύτερος γενικότερα. Σαφώς – και το μεταφέρει πολύ όμορφα αυτό το έργο, το Chevalier είναι ένα παιχνίδι όπου όλοι βρισκόμαστε χαμένοι.

Παρότι η σκηνοθεσία της Αθηνάς Τσαγγάρη δεν έχει αλλοιωθεί στον βαθμό που να μην είναι αναγνωρίσιμη σε ταυτότητα, έχει μεσολαβήσει από το Attenberg μία εξέλιξη που αποπνέει ωριμότητα και σαφώς λιγότερη ανάγκη εντυπωσιασμού. Το σενάριο, παρότι φαίνεται πως το υπογράφει ο Ευθύμης Φιλίππου – διατηρώντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, κυλάει με μία πρωτοφανή ισορροπία, χωρίς να υποκύπτει σε dog eat dog τύπου ευκολίες. Οι χαρακτήρες είναι ενδιαφέροντες και όχι ιδιαίτερα τραβηγμένοι από τα μαλλιά, ενώ η απλή αφορμή του παιχνιδιού, λειτουργεί ως σκεύασμα αποκαλυπτικά για την ανθρώπινη κοινωνία αλλά και την κρυφή μας ψυχολογία. Συνολικά το σενάριο καταφέρνει να είναι διορατικό, απλό, τολμηρό, να κυλάει με λίγες εξαιρέσεις αβίαστα με αρκετό χιούμορ και όπως προείπα, να είναι ειλικρινές.

Το κυριότερο δε, είναι ότι αποτελεί στο σύνολο της μία ταινία που μπορεί να απολαύσει λίγο – πολύ οποιοσδήποτε. Μία καθαρή κωμωδία με ωραίο – παγκόσμιο θα έλεγε κανείς, χιούμορ που αποδίδεται σκηνοθετικά με επιτυχία. Καταφέρνει να ασχολείται με κάτι αντιπροσωπευτικό αλλά δεν βιάζεται να πιέσει τον θεατή να συμφωνήσει μαζί της ή να αναλωθεί στο μήνυμα της, αντίθετα το πρόβλημα του έργου με την φυσικότητα της πραγματικής ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων στέκεται σε πολύ καλή ισορροπία. Οι χαρακτήρες όντως βγαίνουν εκτός των ορίων τους, αλλά σε πλαίσια βατά, σε ένα κείμενο που είναι μεν σουρεαλιστικό – συμβολικό αλλά δεν θα ξεφεύγει απαραίτητα από την πραγματική ζωής και λειτουργεί ρεαλιστικά. Χαρακτηριστική η σκηνή του τέλους όπου γίνεται μία παράλληλη αφήγηση και η σκηνοθέτης φαίνεται να μας ειρωνεύεται ως προς τις προσδοκίες μας, με αρκετά πετυχημένο τρόπο μπορώ να πω, που σου προκαλεί μειδίαμα, διότι είναι σαν να αυτοσαρκάζεται αλλά και να απαντάει στους επικριτές της ταυτόχρονα.

Το μόνο αρνητικό που θα μπορούσα να προσάψω στο έργο, το οποίο όμως αντιστοιχεί γενικότερα στο σινεμά Λάνθιμου – Τσαγγάρη και στην προκειμένη μπορώ να πω υπάρχει λιγότερο, είναι ότι ανά στιγμές μπορεί να ξενίζει με τρόπο που δεν περνάει απαρατήρητο. Το χιούμορ του είναι κατά κόρων αγγλικό και οι αντιδράσεις των χαρακτήρων έχουν ενίοτε στροφές πιο ευρωπαϊκού- ουδέτερου χαρακτήρα. Παρότι το ελληνικό στοιχείο παραμένει εκεί, εναλλάσσεται με το αγγλικό. Αυτό το μπρος πίσω ενίοτε θα αποπνεύσει κάποια ουδετερότητα από τη μία ή και την αίσθηση ότι προσπαθεί να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι, αφού παντρεύονται δύο πολύ διαφορετικές νοοτροπίες. Παρόλα αυτά, σε όποιον αρέσει το αγγλικό χιούμορ και είναι Έλληνας, θα δει λίγο και από τα δύο.

Το φιλμ έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, για να κερδίσει λίγους μήνες αργότερα το Βραβείο Ερμηνείας για το σύνολο του καστ, μαζί με την Ειδική Μνεία της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σεράγεβο και να καταλήξει πολύ πρόσφατα να κατακτά την μεγαλύτερη διάκριση του μέχρι στιγμής, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η νέα ταινία της Τσαγγάρη συνοψίζεται σε μία λέξη: Επιτέλους. Το επιτέλους που περίμενα να δω στον Λάνθιμο, μου το έφερε η Τσαγγάρη.

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...