γράφει ο Γρηγόρης Ριζάκης
Όπως έχουμε δει μέχρι στιγμής το Ιαπωνικό Νέο Κύμα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα τολμηρό περιεχόμενο και σκηνές. Στο μέρος αυτό συμπεριλαμβάνονται οι φιλμ και σκηνοθέτες των οποίων το περιεχόμενο και η γενικότερη αισθητική έχει πάρα πολλά κοινά σημεία.
Το Funeral Parade of Roses (1969) του Toshio Matsumoto είναι ταινία με LGBT περιεχόμενο. Πρωταγωνιστές της είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί που ανήκουν στην LGBT κοινότητα του Τόκυο.
Ο Matsumoto συνδυάζει δυο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την κύρια αρχιτεκτονική του όλου φιλμ: α) τις συνεντεύξεις ομοφυλόφιλων και τρανσέξουαλ του Τόκυο οι οποίο περιγράφουν τη ζωή τους και τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες βρέθηκαν όντας άνθρωποι τέτοιας φύσης, άρα έχουμε τη χρήση ντοκουμέντου · β) την ιστορία δυο φίλων τραβεστί (κυρίως) οι οποίοι ακολουθούν το επάγγελμα της πόρνης ώστε να επιβιώσουν. Η Eddie, η οποία είναι η κύρια πρωταγωνίστρια, έχει σκοτώσει στο παρελθόν την μητέρα της και τον εραστή της και έχει φύγει από το σπίτι της (κάτι το οποίο μαθαίνουμε αρκετά αργότερα). Η σχέση της με τον βιολογικό της πατέρα είναι ανύπαρκτη καθώς οι γονείς της έχουν χωρίσει όταν η ίδια βρίσκεται σε μικρή ηλικία και δεν τον έχει ξαναδεί έκτοτε. Αυτό όμως εντέλει συνιστά και το αποκορύφωμα της ταινίας. Μετά τη συνεύρεση με έναν πελάτη της η Eddie πηγαίνει στο μπάνιο. Καθώς ο πελάτης της ψάχνει κάποια από τα συρτάρια της, ανακαλύπτει μια παλιά φωτογραφία με την ίδια, τη μητέρα της και έναν άντρα του οποίου το πρόσωπο είναι μαυρισμένο.
Ο πελάτης της αμέσως αντιλαμβάνεται πως ο ίδιος είναι το πρόσωπο που βρίσκεται στη φωτογραφία, πως είναι ο πατέρας της Eddie. Καθώς η Eddie βγαίνει από το μπάνιο, ρωτάει τον πελάτη της αν θέλει να κάνει και εκείνος ένα ντους. Ο ίδιος κατευθύνεται προς τα εκεί και ανοίγοντας ένα ντουλάπι βρίσκει ένα μαχαίρι με το οποίο δίνει τέλος στη ζωή του. Η Eddie χωρίς να έχει ακόμη αντιληφθεί πως πρόκειται για τον πατέρα της, ακούγοντας τον θόρυβο πηγαίνει προς το μπάνιο και τελικά βλέπει τον άντρα να κείτεται στο γεμάτο αίμα πάτωμα κρατώντας τη φωτογραφία. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο μπορεί να θυμηθούμε την τραγωδία του Οιδίποδα καθώς η Eddie χρησιμοποιώντας το ίδιο μαχαίρι αυτοτυφλώνεται και βγαίνει έξω στο δρόμο ενώ οι περαστικοί σταματούν και την κοιτάζουν.
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και αλλά και αξιοσημείωτες μορφές του Ιαπωνικού Νέου Κύματος είναι ο Seijun Suzuki. Καθότι ιδιαίτερα παραγωγικός κατάφερε μέσα σε διάστημα 40 περίπου ετών να διαμορφώσει μια αισθητική η οποία χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέπεια. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του: τα yakuza films τα οποία φυσικά αποτελούν B-movies καθώς παρήγαγε ταινίες ιδιαίτερα χαμηλού κόστους. Όμως πετυχαίνει τα μέγιστα δίνοντας σε πολλές ταινίες αριστοτεχνικά αποτελέσματα κάτι για το οποίο έχει εξυμνηθεί άλλωστε. Το Branded to Kill (1967) – αν και πριν από αυτό έχει δημιουργήσει πολλά άλλα αξιόλογα φιλμ – είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Τυπικό γιακούζα φιλμ, αφηγείται την ιστορία ενός πληρωμένου δολοφόνου ο οποίος στο χρόνο του φιλμ βρίσκεται στην τρίτη θέση στη λίστα με τους καλύτερους δολοφόνους του υποκόσμου στην Ιαπωνία.
Καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται, στην όλη αφήγηση εμπλέκεται η σύζυγος του πρωταγωνιστή (Hanada) η οποία πέφτει θύμα απαγωγής άλλων πληρωμένων δολοφόνων, οι οποίοι έχουν στόχο να προκαλέσουν τον Hanada σε μάχες. Τελικά μετά από πολλές περιπέτειες και θανάτους ο Hanada καταφέρνει να την βρει, έχοντας σκοτώσει τους δυο δολοφόνους οι οποίο κατέχουν τις 2 πρώτες θέσεις στη λίστα και ο ίδιος βρίσκεται πλέον ο ίδιος στην πρώτη θέση. Όμως ένα συμβάν και ένα λάθος στο τέλος του φιλμ θα δώσει άλλη τροπή – μια τροπή που τοποθετεί όλους τους χαρακτήρες στη θέση του ηττημένου.
Αν και όχι τυπικό παράδειγμα του Ιαπωνικού Νέου Κύματος και δημιουργημένο τη δεκαετία του ’80, το Zigeunerweisen αποτελεί ίσως την απόδειξη για το πόσο ευρηματικός και πειρατικός έχει υπάρξει ο Suzuki. Αποτελώντας το πρώτο κομμάτι της ονομαζόμενης τριλογίας του Taisho Roman Trilogy, διηγείται την ιστορία ενός Ιάπωνα καθηγητή Γερμανικών ο οποίος κάνει διακοπές σε ένα μικρό χωριό κοντά στη θάλασσα. Εκεί βρίσκεται ένας πρώην συνάδελφός του ο οποίος έχει παραιτηθεί από την εργασία του και ακολουθεί μια σχεδόν ερημική ζωή.
Η ταινία εντέλει έχει επίκεντρο έναν δίσκο μουσικής του Sarasate ο οποίος φέρει και τον τίτλο της ταινίας. Το στοιχείο του φανταστικού είναι ιδιαίτερα έντονο με στιγμές οι οποίες μπορεί να μπερδέψουν τον θεατή, ενώ στυλιστικά οι ικανότητες του Suzuki γίνονται για ακόμη μια φορά εμφανείς.
Το Go, Go, Second time Virgin (1969) του Koji Wakamatsu είναι ίσως μια από τις πιο σκληρές ταινίες του Νέου Κύματος. Ο τίτλος ήδη προδιαθέτει για το περιεχόμενο ενώ το τέλος του φιλμ μάλλον αποτελεί κάτι το απροσδόκητο. Η Poppo, μια ανήλικη κοπέλα, βιάζεται στην οροφή ενός κτηρίου από τέσσερα αγόρια. Ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να αποτρέψει το βιασμό της βρίσκει παρηγοριά σε ένα αγόρι το οποίο έρχεται στο μέρος αρκετά αργότερα, τον Tsukio. Καθώς συζητάνε, η Poppo αποκαλύπτει πως δεν είναι η πρώτη φορά που βιάζεται. Ο Tsukio αρχίζει και ο ίδιος να της αποκαλύπτει λεπτομέρειες από τη ζωή του με αποτέλεσμα και τελικά δημιουργείται μια σχέση μεταξύ τους η οποία εμπεριέχει και το ερωτικό κομμάτι. Στη συνέχεια αποφασίζουν να σκοτώσουν τα αγόρια τα οποία βίασαν την Poppo συμπεριλαμβανομένων και των κοριτσιών τα οποία βρισκόταν στην παρέα, καθώς οι ίδιες προτίμησαν να χλευάσουν και να κακοποιήσουν λεκτικά την Poppo αντί να προσπαθήσουν να την προστατέψουν.
Το φιλμ έχει όλη αυτή τη νιχιλιστική διάθεση που χαρακτηρίζει το πνεύμα των περισσοτέρων φιλμ του Ιαπωνικού Νέου Κύματος ειδικά μεταξύ των νέων. Το αποκορύφωμα έρχεται με μια πράξη του Tsukio η οποία ίσως τελικά να γίνεται αποδεκτή από τον θεατή καθώς έχει ήδη γνωρίσει την προσωπικότητά του. Η Poppo ακολουθεί ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα τέλος το οποίο αποτελεί το αποκορύφωμα της νιχιλιστικής διάθεσής του. Τα pink films είναι genre το οποίο περιγράψαμε σε προηγούμενο κομμάτι πάνω στο Ιαπωνικό Νέο Κύμα. To «Daydream (1964) του Tatsuji Takechi είναι ένα από αυτά.
Βασισμένο σε ένα σύντομο μυθιστόρημα του Tanizaki, παρακολουθούμε την ιστορία ενός καλλιτέχνη ο οποίος βρίσκεται σε ένα οδοντιατρείο. Καθώς του γίνεται αναισθησία προκειμένου ο γιατρός να προβεί σε μια μικροεπέμβαση, ο καλλιτέχνης φαντάζεται το γιατρό και μια άλλη ασθενή που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στον ίδιο θάλαμο να περιπτύσσονται ερωτικά. Σαδισμός, μαζοχισμός, ηδονοβλεψία αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της ταινίας και είναι κάτι το οποίο έχουμε δει και σε προηγούμενα φιλμ. Το φιλμ είχε λογοκριθεί έντονα στην Ιαπωνία και η κυβέρνηση το απαγόρευσε (αν και είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία), γεγονός το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις από άλλους σκηνοθέτες. Έπειτα από χρόνια, ο Takechi γύρισε δυο νέες εκδοχές του φιλμ με ακόμη πιο τολμηρές και αποκαλυπτικές σκηνές.
Αυτά ήταν μερικά από τα σημαντικότερα φιλμ και σκηνοθέτες του Ιαπωνικού Νέου Κύματος. Όπως είπαμε και στην εισαγωγή του πρώτου άρθρου του όλου αφιερώματος, το Ιαπωνικό Νέο Κύμα και το Ιαπωνικό σινεμά εν γένει αποτελούν έναν ολόκληρο κόσμο. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε επιλογή και να γίνει σε μια παρουσίαση δεν επαρκεί από μόνη της. Προχωρώντας σε έρευνα κανείς εμβαθύνει όλο και περισσότερο, ανακαλύπτει καινούργια κομμάτια και χαρακτηριστικά, εκτίθεται σε πληροφορίες οι οποίες ίσως πρωτύτερα του ήταν άγνωστες. Έτσι καταλαβαίνει καλύτερα έναν πολιτισμό ο οποίος είναι αρκετά μακριά από το Δυτικό, ταυτόχρονα όμως έχει πολλά κοινά στοιχεία, και όχι μόνο, αλλά μαθαίνει την ιστορία του. Γιατί το σινεμά (όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης) δεν μπορεί να παραμένει μόνο μια στιγμιαία διασκέδαση η απόλαυση – μπορεί να καταλήξει να έχει έναν πιο εκπαιδευτικό χαρακτήρα μεταφέροντας αυτό που μπορεί να μεταφέρει και ένα βιβλίο (χωρίς όμως να το αντικαθιστά): γνώση.