Τη συναντάς σ’ ένα μπαρ,
παραγγέλνει κονιάκ. Δεν είναι το αγαπημένο της ποτό, δεν είναι καν το ποτό της.
Χρειάζεται κάτι δυνατό, έντονο, να την κάψει, να την ταρακουνήσει, να την
αγγίξει.
Έχει μαζέψει τα μαλλιά της,
άτσαλα, την ενοχλούν πολύ τελευταία. Μακριά ατίθασα μαλλιά. Βαριά ενίοτε. Τα
παρομοιάζει με σκέψεις, συναισθήματα ή υποχρεώσεις που επιθυμεί να ξεφύγει. Από
την άλλη, βρίσκει τραγικό τον εαυτό της που προβαίνει σε ψυχολογικές
υπεραπλουστευμένες αναλύσεις για τα μαλλιά της. Είναι κάτι ασήμαντο, τα
κουρεύεις, τα βάφεις, τα παρατάς. Ή μήπως είναι μια κρυφή δύναμη που θέλει να
αποτινάξει, να μη συνδέεται μαζί της;
Πίνει το κονιάκ, ξεροκαταπίνει.
Το αμήχανο κορίτσι που βρήκε το θάρρος να πάει μόνη της για ένα ποτό; Δεν είναι
δα και Παρίσι ή Λονδίνο να περιφέρεται με ένα βιβλίο, ήρεμη, σ’ ένα μπαρ. Είναι
Ελλάδα, με τις φτηνές απομιμήσεις συμπεριφορών. Δεν θέλει παρέα. Να πει τι
δηλαδή; Να της πουν τι; Να γελάσει με τι; Πρέπει να κορόιδεψε πολύ τον εαυτό
της, αλλά το’ χε τόσο ανάγκη. Κίνηση απελπισίας ή κίνηση ανεξαρτησίας; Ώρες-
ώρες είναι ένα αγρίμι.
Ο βαρετά εμφανίσιμος barmanτής
πιάνει τη συζήτηση.
’’Προβλήματα, έ; Χωρισμός;’’
Μα τι της λέει; Οι άντρες πώς
μπορεί να είναι τόσο μονοδιάστατοι; Γι’ αυτούς τα δυσεπίλυτα προβλήματα που
μπορεί να αφορούν το μυαλό μιας γυναίκας είναι ένας σκληρός γκόμενος και μια
ροζ χαζογκόμενα που λέει:’’ ουαου’’. Δεν χωράει καν σ’ ένα τέτοιο σκηνικό. Η
διανομή ρόλων είναι άδικη. Όπως και οι γενικεύσεις περί αντρών. Χαμογελάει που
τους αδικεί έτσι εύκολα και του απαντάει:
-Όχι’’
-‘’Κάτι πιο βαρύ;’’
-‘’Ίσως’’
-‘’Γιάννης, εσύ;’’
-‘’Α….Άννα’’
-‘’Το σκέφτηκες, άρα ψέμα.’’
-‘’Το σκέφτηκα επειδή ξεκινάει
από Α…Αρχή, μια καινούργια αρχή.’’
-‘’Ας πιούμε σ’ αυτή.’’
-‘’Πίνουμε’’
-‘’Δεν μιλάς πολύ, ε;’’
-‘’Μιλάω όταν μπορώ ή όταν έχω
κάτι να πω’’.
-‘’Μακάρι να ήταν όλες οι
γυναίκες έτσι, με συγχωρείς, επανέρχομαι, με καλεί το καθήκον’’.
Ανοίγει τη τσάντα. Βγάζει το
κινητό και στέλνει ένα μαιλ: ‘’Είμαι σ’ ένα μπαρ και πίνω κονιάκ.’’
Είναι τραγελαφικό σκέφτεται. Δεν
τον παίρνει τηλέφωνο, δεν του στέλνει μήνυμα, δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν τον
‘’συμπαθεί’’ ή αν τον ‘’εκτιμά’’, αλλά του στέλνει μαιλ. Του λέει κάτι
προσωπικό και οικείο μ’ ένα απολύτως επαγγελματικά αυστηρό τρόπο.
Κλείνει για δευτερόλεπτα τα
μάτια, θέλει να έρθει να της δώσει ένα φιλί στο σβέρκο, να την αγκαλιάσει έτσι
από πίσω δυνατά, χωρίς να προλάβει να τον δει. Αλλά εκείνη ακυρώνει αμέσως αυτή
τη τρυφερή σκέψη, την απορρίπτει με points:
1)
Δε θα το σκεφτόταν ποτέ.
2)
Θα της χαμογελούσε με κείνον τον παιδικό τρόπο, θα τον
συγχωρούσε και μετά θα εκνευριζόταν.
3)
Θα της έλεγε τα
δικά του πιο σοβαρά προβλήματα.
4)
Θα προσπαθούσε πάλι να βοηθήσει εκείνον και όχι τον
εαυτό της.
5)
Θα χτυπούσε συνεχώς το κινητό του.
6)
Θα περιφερόταν με μια βλακώδης σιγουριά και ισχύ. Είναι
τόσο φιλόδοξος και θα έβρισκε κάτι να του πει να τον διαλύσει.
7)
Την ενοχλεί που πίνει τόσο πολύ, την αγχώνει.
8)
Την θυμώνει που τη ρωτάει γιατί κοιτάει αλλού, αφού ο
ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ τη ματιά της.
9)
Θα ήθελε να του φωνάξει:’’Ρώτησέ με πώς είμαι μια φορά,
πόσο κομμάτια έχω γίνει’’
10) Θα
του έλεγε για ανούσια θέματα δουλειάς και όχι αυτά που ένιωθε για κείνον.
Όταν είναι
μαζί του βρίσκει τρόπους να ξεφύγει, να του κρυφτεί, όταν είναι μακριά του,
ζαλίζεται στην απουσία του.
Τι μέρα είναι
αναλογίζεται. Τρίτη ή Πέμπτη; Αν είναι Τρίτη έχει επαγγελματικό δείπνο, αν
είναι Πέμπτη έχει δουλειά. Αηδιάζει στη σκέψη ότι γνωρίζει ή θυμάται
λεπτομέρειες της ζωής του. Αυτός μπορεί ακόμα να μπερδεύει τη δουλειά της ή τα
πτυχία της.
Η απάντηση του
μαιλ : ‘’Πόσο θα πιεις; Σύνελθε.’’
Μια καθυστερημένη
απάντηση, αφού έχει ήδη ζαλιστεί και πάρει τις αποφάσεις της. Είναι έξω πολύ
έξω όχι από τη ζωή της αλλά από το μέσα της. Πληρώνει, βγαίνει από το μαγαζί,
τη χτυπά ένας κρύος αέρας, συνέρχεται. Η ζωή είναι εδώ ή κάπου γύρω μας,
αδύναμη κάποιες φορές, ζοφερή, σκληρή αλλά εδώ. Θα του χαρίσει το εκεί. Κρατάει
με δύναμη το εδώ της.