Η ταινία Casablanca γυρίστηκε το 1942 και ανήκει στις κλασικές ταινίες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Casablanca την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ο Ρικ είναι ένας απόμακρος και ψυχρός άνθρωπος ο οποίος είναι ο ιδιοκτήτης του πιο φημισμένου καφέ στην πόλη. Στη Casablanca φτάνει η Ίλσα, ο μεγάλος έρωτας του Ρικ που τον παράτησε χωρίς λόγο, μαζί με τον άντρα της ο οποίος είναι μέλος της αντίστασης κατά του τρίτου ράιχ. Ο μόνος τρόπος να σωθούνε είναι να φύγουν στη Λισσαβόνα και από εκεί στην Αμερική. Επειδή όμως η Γκεστάπο έχει επιρροή στις εκεί αρχές ο μόνος τρόπος να φύγουν από την Casablanca είναι κάποιες άδειες διακίνησης που είναι στα χέρια του Ρικ. Ο Ρικ, βάζοντας τον εγωισμό του πιο πάνω, δε προτίθεται να τους βοηθήσει λόγω του παρελθόντος. Μόλις όμως συνειδητοποιεί ότι η Ίλσα τον αγαπούσε και τον αγαπάει ακόμα τους βοηθάει και φεύγουν προς τη Λισσαβόνα. Ενώ όμως η Ίλσα θέλει να μείνει μαζί του αυτός, βάζοντας τώρα τον εγωισμό του πιο κάτω, της λέει ότι η θέση της είναι με τον άντρα της.
Αυτή η ταινία θεωρείται κλασική. Είναι μία μίξη ρομαντικής και κοινωνικοπολιτικής ιστορίας με πολλά στοιχεία προπαγάνδας κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Η ταινία θεωρείται film noir λόγο του μυστηριώδη τρόπου ανάπτυξης της ιστορίας. Το κοινό σε μεγάλο μέρος της ταινίας βρίσκεται σε άγνοια. Βέβαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αισθηματική αλλά και πολιτική περιπέτεια. Η ιστορία της κυλάει βάσει των χαρακτήρων και όχι των δευτερευόντων παραγόντων. Όλα τα ''αποτελέσματα'' οφείλονται σε ''αιτίες'' που προέρχονται από τον ψυχικό κόσμο και τις πράξεις του χαρακτήρα. Ξεκινώντας η ταινία μας δίνει κάποια ιστορικά στοιχεία εκείνης της εποχής τα οποία θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση της δράσης. Μας λέει την πολιτική κατάσταση την τότε χρονική περίοδο και τον δρόμο που ακολουθούσαν οι πρόσφυγες της Ευρώπης με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δηλαδή μία αιτία εκτός χαρακτήρα (οι κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες της εποχής) αρχίζει κατά κάποιο τρόπο την πλοκή της ταινίας και από κει και πέρα όλα είναι στα χέρια των χαρακτήρων.
Τον χαρακτήρα του Ρικ τον γνωρίζουμε μέσα στο καφέ, αφού πρώτα έχουμε ακούσει πολλά για αυτόν. Σε πολλές δράσεις που προηγήθηκαν μέσα στο καφέ αναφέρονται στοιχεία του Ρικ με κορυφαία δράση αυτή ακριβώς πριν τον δούμε. Ο σερβιτόρος μιλάει με πλούσιους πελάτες και τους εξηγεί ότι το αφεντικό του δεν ενδιαφέρεται πόσο πλούσιος ή επιφανής είναι κάποιος. Το πρώτο πλάνο του Ρικ μας δίνει ένα στοιχείο του χαρακτήρα του, ότι είναι απόμακρος. Και με τον περίεργο φωτισμό που υπάρχει σε αυτόν, ο σκηνοθέτης δίνει την εντύπωση στον θεατή ενός μυστηριώδους χαρακτήρα. Στη συνέχεια τα λόγια και οι πράξεις του Ρικ μας επιβεβαιώνουν την εντύπωση που υπήρχε για τον χαρακτήρα του. Είναι ένας απόμακρος άντρας ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους. Έπειτα όμως δέχεται να βοηθήσει τον Ουγκάρτε και να κρύψει τις άδειες διακίνησης. Αυτό παραξενεύει τον θεατή γιατί έχει σχηματίσει μια άλλη γνώμη από αυτή του ανθρώπου που βοηθάει τους υπολοίπους. Αυτή η αντιφατική κίνηση του χαρακτήρα θα διαμορφώσει την πλοκή της ταινίας. Όσο προχωράει η ιστορία και γνωρίζουμε καλύτερα τον χαρακτήρα, μέσω της συζήτησης του με τον αστυνόμο Ρενώ, μας δίνει την εντύπωση του ευαίσθητου ανθρώπου που θέλει να δείχνει σκληρός. Και όπως του είπε ο αστυνόμος Ρενώ <<Κάτω από τον κυνισμό σου, είσαι αισθηματίας.>>
Η γνωριμία με τον δεύτερο σημαντικό ήρωα έρχεται λίγο αργότερα. Η Ίλσα καταφθάνει στο καφέ με τον άντρα της, τον Λάζλο. Βλέποντας τα περίεργα βλέμματα με τον μουσικό, τον Σαμ και την μετέπειτα κουβέντα τους καταλαβαίνουμε ότι είναι σημαντική φυσιογνωμία στην ταινία. Τον χαρακτήρα της Ίλσα τον μαθαίνουμε και αυτόν μέσα από την ομιλία του και την εξωτερική του συμπεριφορά. Είναι μία ευαίσθητη και μυστηριώδης γυναίκα που όσο προχωράει η ιστορία λύνονται όλες οι απορίες του κοινού για αυτόν τον χαρακτήρα και την συμβολή του στην πλοκή. Η τυχαία συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών επηρεάζει την αφήγηση αλλά αυτό μπορεί να ενταχθεί όχι στην συνθετική αλλά στην ειδολογική αιτιολόγηση. Μπορεί βάσει της κλασικής συνθετικής αιτιολόγησης απρόσωπες αιτίες να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο αλλά μην ξεχνάμε ότι σε ταινίες μελοδράματος είναι συχνό φαινόμενο οι τυχαίες συναντήσεις δύο ερωτευμένων.
Η ταινία έπειτα κυλάει γύρω από την αναζήτηση των αδειών διακίνησης και των αισθημάτων του Ρικ και της Ίλσα. Τα συναισθήματα του Ρικ είναι μπερδεμένα. Μέσα του την αγαπάει αλλά ύστερα από αυτό που του έκανε θέλει να την μισεί. Τα συναισθήματα της Ίλσα, όπως και σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον χαρακτήρα, αποτελούν ένα μυστήριο, τουλάχιστον για την αρχή. Η απόφαση της Ίλσα να πάει να βρει τον Ρικ συμβάλει καταλυτικά στην ιστορία γιατί εκεί θα λυγίσει και θα εκφράσει τα συναισθήματα της προς αυτόν τα οποία είναι ενός ερωτευμένου ανθρώπου. Επίσης εκεί θα λυθούν και όλες οι απορίες του κοινού για το παρελθόν τους και τον λόγο που τον εγκατέλειψε. Αυτός ο λόγος ήταν ότι έμαθε ότι ο άντρας της ήταν ακόμη ζωντανός σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η απόφαση του Ρικ να τους βοηθήσει να φύγουν ακόμα και με κίνδυνο της δικής του ζωής δίνει νέα τροπή στο τέλος της ταινίας. Και βέβαια η κίνηση του να διώξει την Ίλσα για να πάει μαζί με τον άντρα της μας δίνει να καταλάβουμε πλήρως τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του Ρικ.
Όλοι οι χαρακτήρες αυτής της ταινίας, ανεξαρτήτου ρόλου, ανοίγονται στο κοινό μέσω των πράξεων τους, όπως σε κάθε κλασικό φιλμ. Από τα πρώτα λεπτά του κάθε ήρωα έχουμε σχηματίσει μία άποψη η οποία, στην πλειοψηφία, θα είναι η ίδια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τα προσωπικά κίνητρα των ανθρώπων λειτουργούν καταλυτικά στην ιστορία της ταινίας και συμβάλουν στην εξέλιξη της. Οι συμπτώσεις μπορεί να δίνουν άλλη τροπή στην πλοκή αλλά ποτέ δεν είναι αυτές που θα την καθορίσουν. Μία σύμπτωση που δίνει άλλη τροπή στην υπόθεση είναι η τυχαία συνάντηση των πρωταγωνιστών μας, του Ρικ και της Ίλσα. Άλλα την ιστορία την καθορίζουν οι προσωπικές επιλογές αυτών των δύο ηρώων. Η ιστορία είναι δηλαδή χαρακτηροκεντρική.
Όσο αναφορά την ρεαλιστική αιτιολόγηση αυτή υποτάσσεται στην συνθετική. Υπάρχουν κάποια στοιχεία που αποδίδουν ρεαλισμό στην ταινία αλλά αυτά δεν επηρεάζουν την ιστορία. Αυτά τα ρεαλιστικά στοιχεία είναι καταρχήν ο τόπος και ο χρόνος. Βρισκόμαστε στην εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και σε μια πόλη η οποία είναι μία ελεύθερη αποικία της Γαλλίας. Όλα αυτά βοηθάνε στην ύπαρξη των αδειών διακίνησης που βάσει αυτών προχωράει η πλοκή. Χωρίς αυτές μπορεί οι δύο χαρακτήρες ή να μην συναντιόντουσαν ή να βρίσκονταν μόνο μια φορά. Άλλο στοιχείο είναι το voice-over της αρχής. Χωρίς αυτά τα στοιχεία που μας δίνονται στην αρχή δύσκολα κάποιος θα κατανοούσε την ιστορία. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλιστικό στοιχείο και η «γη της επαγγελίας» της ταινίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εκείνη την εποχή ήταν το όνειρο του κάθε πολίτη κατεχόμενου εδάφους να πάει στις ΗΠΑ που ήταν η μόνη χώρα που δε συμμετείχε στον πόλεμο μέχρι τότε και ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από τις εξελίξεις. Όλα αυτά συμβάλουν στην καλύτερη ρεαλιστική αναπαράσταση της πραγματικότητας εκείνης της εποχής βάζοντας μας στο κλίμα. Καλλιτεχνική αιτιολόγηση δεν υπάρχει σε αυτήν την ταινία. Αυτό είναι λογικό γιατί σε κλασικές ταινίες είναι πολύ σπάνιο να συναντηθεί καλλιτεχνική αιτιολόγηση επειδή χρησιμοποιείται περιορισμένα.
Ο χώρος της ταινίας γίνεται το όχημα της αφήγησης ένα ακόμη στοιχείο του κλασσικού μοντέλου. Η Casablanca, και ειδικότερα το καφέ του Ρικ, συμβάλουν στην ροή της ιστορίας μας. Όλες οι σημαντικές εξελίξεις γίνονται στο καφέ του Ρικ και βέβαια η επιλογή της πόλης δεν είναι τυχαία. Αν ήταν άλλη πόλη η αφήγηση δεν θα ήταν η ίδια. Η σύνθεση του κάδρου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανθρωποκεντρική αλλά με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Οι άνθρωποι τοποθετούνται στο κέντρο του κάδρου δείχνοντας έτσι τη μεγάλη σημασία τους στην ιστορία. Δύο παραδείγματα αυτού του τύπου πλάνων είναι τα πρώτα πλάνα των πρωταγωνιστών μας, του Ρικ και της Ίλσα. Αυτά τα πλάνα είναι σημαντικά γιατί είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τους ήρωες μας. Έτσι ο σκηνοθέτης, ακολουθώντας την κλασική παράδοση των πλάνων, τους τοποθετεί στο κέντρο λέγοντας μας εμμέσως ότι αυτοί οι δύο χαρακτήρες είναι το κέντρο της ιστορίας μας. Στο πλάνο του Ρικ η κάμερα είναι σταθερή αλλά στο άλλο πλάνο, επειδή η Ίλσα μπαίνει εκείνη τη στιγμή στο καφέ του Ρικ, η κάμερα δε θα μπορούσε να είναι σταθερή γιατί τότε ο χαρακτήρας δε θα ήταν κεντροθετημένος στο πλάνο. Έτσι, όποτε υπάρχει κίνηση, η κεντροθέτηση του χαρακτήρα επιτυγχάνεται με την κίνηση της κάμερας.
Ένα άλλο στοιχείο των κλασικών πλάνων που συναντάμε στην ταινία Casablanca είναι η μετωπικότητα των ηθοποιών και της δράσης ως προς την κάμερα. Το στήσιμο της δράσης γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε η κινηματογράφηση να γίνει ελαφρώς μετωπικά. Δε γίνεται απόλυτα γιατί οι ηθοποιοί θα κοιτούσαν τον φακό κατευθείαν και έτσι θα προδίδονταν η παρουσία της κάμερας και η ταινία θα έχανε τον πολυπόθητο ρεαλισμό της. Σχεδόν όλα τα πλάνα της ταινίας είναι έτσι για αυτό παραθέτω μερικά παραδείγματα. Το πρώτο παράδειγμα είναι όταν ο Ρικ θυμάται τις στιγμές που έζησε με την Ίλσα στο Παρίσι. Είναι σκεπτικός κοιτάζοντας προς το κενό αλλά δεν κοιτάει κατευθείαν μέσα στην κάμερα για λόγους ρεαλισμού. Το δεύτερο παράδειγμα είναι μία σκηνή με τους δύο πρωταγωνιστές μας, όταν η Ίλσα εξηγεί στον Ρικ γιατί τον παράτησε. Η όλη δράση είναι στημένη σαν μία σκηνή θεάτρου. Όλα τα πλάνα, εκτός του αρχικού που είναι έξω από το παράθυρο, είναι στημένα στη μια μεριά του σκηνικού δίνοντας τους μετωπικότητα. Ποτέ όμως δεν συναντιέται το βλέμμα του χαρακτήρα με το βλέμμα του θεατή. Ακόμη και στα κοντινά των ηρώων υπάρχει πάντα μία απόκλιση του βλέμματος από τον φακό.
Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Σε όλες τα πλάνα υπάρχει μετωπικότητα των ηθοποιών αλλά μερικές φορές τον σκηνοθέτη τον εξυπηρετεί η τοποθέτηση του ηθοποιού με πλάτη προς την κάμερα. Όταν ένας χαρακτήρας έχει πλάτη προς το κοινό τότε στον θεατή δημιουργείτε η αίσθηση του απόμακρου. Ένα τέτοιο παράδειγμα στην ταινία είναι στην αρχή όταν γνωρίζουμε τον Ρικ. Τα πιο πολλά πλάνα τον έχουν πλάτη ως προφίλ και σπάνια τον δείχνει μετωπικά. Έτσι στον θεατή δίνεται η αίσθηση ενός απόμακρου ανθρώπου.
Το τελευταίο στοιχείο του κλασικού μοντέλου αφήγησης που εντοπίζουμε μέσα στο κάδρο αυτής της ταινίας είναι το βάθος. Η επίπεδη οθόνη του σινεμά μετατρέπεται σε ένα παράθυρο που μέσα του υπάρχουν πολλά επίπεδα βάθους. Τα πολλά επίπεδα βάθους μας βοηθάνε συνήθως στην ρεαλιστικότερη απεικόνιση της ιστορίας. Ένα παράδειγμα αυτού του στοιχείου είναι όταν ο Ρικ μιλάει στον Ουγκάρτε. Ένα πρώτο επίπεδο βάθους είναι η συζήτηση αυτών των δύο. Αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο βλέπουμε πίσω ανθρώπους να κάθονται σε τραπέζια, να περπατάνε, να παίζουν και γενικά να συμπεριφέρονται όπως όλοι οι άνθρωποι σε ένα καφέ. Βέβαια με το νέτο η δράση περιορίζεται στην κουβέντα και απλώς το δεύτερο επίπεδο μας βοηθάει στην απόδοση του ρεαλισμού. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι όταν ο Ρικ μιλάει με τον αστυνόμο Ρενώ έξω από το καφέ. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε πάλι την κουβέντα δύο ανθρώπων αλλά σε δεύτερο επίπεδο βλέπουμε την πόλη και ένα αεροπλάνο να πετάει πάνω από αυτήν. Εδώ και τα δύο επίπεδα βάθους προσφέρουν στην ταινία. Το πρώτο, δηλαδή η κουβέντα, μας βοηθάει να καταλάβουμε τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή μας και το δεύτερο να μας εισάγει στην επιθυμία των ανθρώπων να φύγουν από την Casablanca και να πάνε στη Λισσαβόνα. Ένα τελευταίο παράδειγμα είναι όταν ο Ρικ πάει στο χρηματοκιβώτιο να βγάλει λεφτά και μαζί του είναι και ο αστυνόμος Ρενώ. Σε πρώτο επίπεδο βλέπουμε μόνο τον αστυνόμο Ρενώ γιατί τον Ρικ τον κρύβει ο τοίχος. Σε δεύτερο επίπεδο βλέπουμε την σκιά του Ρικ να ανοίγει το χρηματοκιβώτιο. Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμβολική όσο αναφορά τον χαρακτήρα του Ρικ. Η σκιά συμβολίζει πάλι τον μυστηριώδη χαρακτήρα του Ρικ.
Βέβαια σε όλες τις ταινίες υπάρχει το μέσα στο κάδρο(in the frame) αλλά υπάρχει και το εκτός κάδρου(out of frame). Υπάρχουν πολλά πλάνα που επίτηδες κρατάνε κάτι εκτός κάδρου. Είτε γιατί κάτι είναι περιττό (που είναι και το πιο σύνηθες), είτε γιατί αυτό βοηθάει στην πλοκή είτε ακόμα για να μας εξάψει την περιέργεια. Παραδείγματος χάρη το πρώτο πλάνο του Ρικ είναι μόνο το χέρι του. Το κεφάλι του είναι εκτός κάδρου για να εξάψει κι άλλο την περιέργεια του κοινού για αυτόν. Επίσης και στη σκηνή με το χρηματοκιβώτιο επίτηδες δεν μας δείχνει πάλι τον Ρικ για να δημιουργηθεί η εντύπωση ενός μυστηριώδους ανθρώπου.
Τα κάδρα βέβαια εξυπηρετούν το μοντάζ συνέχειας που έχει κάθε κλασική ταινία. Κάθε κάδρο εξυπηρετεί την ομαλή μετάβαση στο επόμενο πλάνο. Για αυτό τον λόγο κάθε σκηνή πρώτα ξεκινάει με το πλάνο εδραίωσης (Establishing shot) και στη συνέχεια περνά στα πιο κοντινά πλάνα, δηλαδή γίνεται χρήση του αναλυτικού μοντάζ. Επίσης κάποιοι άλλοι κανόνες που ακολουθούνται είναι το σύστημα των 180 μοιρών που επιτρέπει την κάμερα να κινείται σε ένα ημικύκλιο, τα ρακόρ των βλεμμάτων, δηλαδή από πλάνο σε πλάνο οι ηθοποιοί να κοιτάνε σε σωστό μέρος, τα υποκειμενικά πλάνα των χαρακτήρων και τα αντίστοιχα πλάνα(shot/reverse-shot).
Ένα καλό παράδειγμα μοντάζ συνέχειας στην Casablanca είναι η σκηνή που η Ίλσα εξηγεί στον Ρικ γιατί τον παράτησε πριν χρόνια στο Παρίσι. Το πρώτο πλάνο είναι ένα μεσαίο κοντινό του Ρικ έξω από το παράθυρο. Όμως το πρώτο πλάνο μέσα στο δωμάτιο είναι ένα γενικό πλάνο του χώρου δηλαδή ένα πλάνο εδραίωσης(establishing shot) το οποίο περιηγεί τον θεατή στον χώρο της δράσης. Σε αυτό το πλάνο έχουμε επίπεδα βάθους και με τους ηθοποιούς αλλά και με τους όγκους(έπιπλα κ.τ.λ.). Μετά από αυτό το πλάνο ξεκινάνε τα πιο κοντινά στα οποία όμως τα ρακόρ των βλεμμάτων είναι προσεγμένα. Εκτός από τα ρακόρ βλεμμάτων που βοηθούν τον θεατή να μην αποπροσανατολιστεί υπάρχουν και άλλα ρακόρ όπως έπιπλα, αντικείμενα και άλλα πράγματα της mise en scene.
Έπειτα ξεκινάνε τα αντίστοιχα κοντινά πλάνα των δύο χαρακτήρων, του Ρικ και της Ίλσα. Σε όλα τα κοντινά που ακολουθούν, που είναι και πολλά, τα ρακόρ βλεμμάτων είναι πάντα εντάξει δηλαδή ο θεατής νομίζει ότι η ηθοποιοί κοιτιούνται μέσα στα μάτια. Έπειτα η σκηνή τελειώνει με ένα κοντινό και των δύο αγκαλιά. Όλα τα πλάνα υπακούουν τον κανόνα των 180 μοιρών. Η κάμερα κινείτε σε ένα ημικύκλιο του σκηνικού μόνο και δεν περνάει στο άλλο. Αν γινόταν αυτό ο θεατής θα έχανε τον προσανατολισμό του. Όσο αναφορά τα υποκειμενικά πλάνα, στην ταινία Casablanca δεν υπάρχουν υποκειμενικά αλλά μόνο ψευτοϋποκειμενικά δηλαδή πλάνα που βλέπουμε τι βλέπει ο χαρακτήρας αλλά βλέπουμε και τον χαρακτήρα αμόρσα. Ένα παράδειγμα είναι στην αρχή όταν ο Ρικ βλέπει έναν και δεν τον δέχεται στη λέσχη. Βλέπουμε τι βλέπει ο Ρικ (στην πόρτα έναν άντρα) αλλά βλέπουμε και την πλάτη του ίδιου του Ρικ.
Εκτός από τον κινηματογραφικό χώρο υπάρχει και ο κινηματογραφικός χρόνος. Ο κινηματογραφικός χρόνος στην ταινία Casablanca αναπαριστά την ιστορία με καθαρότητα και σαφήνεια χωρίς φανταχτερά εφέ. Η ιστορία μας ξεκινά περίπου στα μέσα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ο κύριος χαρακτήρας μας ο Ρικ είναι φυσικό να έχει ένα ιστορικό το λεγόμενο background του χαρακτήρα. Ένα μέρος αυτού αποκαλύπτεται μέσα από τις συζητήσεις του και τις κινήσεις του. Στις κλασικές ταινίες η αφήγηση είναι γραμμική δηλαδή η αφήγηση ξεκινάει από ένα σημείο και μετά εξελίσσεται γραμμικά. Το background μας δίνεται από τους διάλογους. Στην προκειμένη περίπτωση μόνο ένα μέρος μας δίνεται από τους διάλογους. Το υπόλοιπο μας δίνεται από ένα μεγάλο flashback του πρωταγωνιστή μας, του Ρικ.
Στις κλασικές ταινίες σπάνια υπάρχει flashback επειδή σχεδόν πάντα υπάρχει γραμμική αφήγηση. Στην συγκεκριμένη ταινία όμως η οποία είναι film noir θα λέγαμε ότι είναι ανάγκη να υπάρχει έστω και ένα flashback. Σε όλες τις μυστηριώδης ταινίες noir το μεγαλύτερο μέρος του μυστηρίου αποκαλύπτεται μέσα από ένα flashback. Η Casablanca δε θεωρείται εξαίρεση. Άρα όλο το κοινό background των δύο χαρακτήρων εμφανίζεται μέσα σε αυτό, το σχεδόν δέκα λεπτών, flashback.
Βέβαια για να αιτιολογήσει την κλασικότητα της η ταινία, το flashback δεν παρουσιάζεται σαν ταξίδι στον χρόνο αλλά σαν να τα θυμάται ο χαρακτήρα μας, ο Ρικ. Όλο το flashback εμφανίζεται σαν μία ανάμνηση του Ρικ όλων αυτών που πέρασε με την Ίλσα στο Παρίσι, από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα και ο περίεργος φωτισμός στην αρχή του flashback και το περίεργο dissolve που βοηθάει στην μετάβαση προς και από αυτό, δίνει στον θεατή την αίσθηση του ονείρου και της ανάμνησης.
Όντας η αφήγηση γραμμική και η ταινία κλασική κάθε γεγονός αναπαριστάται μόνο μια φορά. Στο κλασικό μοντέλο αφήγησης δεν επιτρέπονται οι επαναλήψεις. Η έλλειψη από σκηνή σε σκηνή επιτυγχάνεται με τη χρήση fades και dissolves. Μία χρήση έλλειψης με dissolve είναι όταν φτάνει στην αρχή ο γερμανός στρατηγός και το βράδυ πάνε στο καφέ του Ρικ. Από τη μία σκηνή που είναι πρωί ως την άλλη που είναι βράδυ μεσολαβεί ένα dissolve.
Η ταινία Casablanca είναι μία ταινία της χρυσής εποχής του Hollywood. Είναι δημιούργημα των τότε παντοδύναμων στούντιο (συγκεκριμένα της Warner Bros) και όλες του οι δομές υπακούουν στο κλασικό μοντέλο αφήγησης.