Το σπαθί και το πηγάδι. [ 1 ] Ένας ιαπωνικός μύθος σήμερα, σε ευθεία αντίθεση με το ύφος που απαιτεί από τον εαυτό της η στήλη, αν και όχι έξω, ομολογουμένως, από τον προσανατολισμό της. Διαβάζεται (νομίζω) σαν παραμύθι, σαν παλιοκαιρίτικη παραβολή, αλλά και σαν σχόλιο (αυτό επιδιώκει, ας μην κρυβόμαστε) για την Ανάγκη σύμπραξης των πολιτικών δυνάμεων που υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό μονόδρομο της χώρας, ή, κυρίως, για την Ανάγκη (κι αυτή με το άλφα κεφαλαίο, σήμερα πια: γιατί αύριο δεν έχει, το ξέρεις) των πολιτών (κάποιων: όσων δεν τα φάγανε μαζί, ή που μετάνιωσαν για τη συμμετοχή τους στο Μεγάλο Φαγοπότι — δηλαδή, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, αυτής της γλίσχρας μειονότητας των happy few: το ένα ποδάρι της σαρανταποδαρούσας) να δραστηριοποιηθούν, αν τουλάχιστον δεν έχουν τίποτε καλύτερο να κάνουν, όπως το να μεταναστεύσουν, φέρ’ ειπείν, σε τόπους όπου δεν παρασιτούν κάστες ενόπλων προσοδοθήρων που τις αβαντάρει το MEGA, τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα (άσε τα ναζιστικά τής μιας και της άλλης πάντας) και η πανταχού απούσα Εκκλησία, και που επί μακρόν λυμαίνονται το παν. Εμείς θα κάτσουμε· θα μείνουμε. (Από δειλία). Και, μολονότι σωσμός δεν υπάρχει (ακόμα καλύτερα: γι’ αυτό ακριβώς), θα το παλέψουμε. Κι επίσης, ποιος ξέρει; μπορεί και να περάσουμε καλά στη διαδρομή. Αν μη τι άλλο, θα είναι μια διαδρομή ελευθερίας. — Νά και το παραμύθι: [ 2 ] Εκείνα τα χρόνια, πριν γίνει πρωτεύουσα το Τόκιο, ένα παλικάρι που δεν υπηρετούσε κανέναν σογκούν, εκπαιδευμένο έξοχα στο σπαθί και στο κοντάρι,
ένα φονικό σε μια κακόφημη συνοικία τού Έντο. Ο αδελφός του σκοτωμένου αναθάρρησε κι ανέβηκε στο βουνό για να βρει τον μοναχό. Τον βρήκε, πράγματι, να σκάβει το βράχο: είχε προχωρήσει πολύ, δουλεύοντας όλον αυτό το χρόνο. Του είπε ποιος ήταν και ζήτησε να μάθει αν ο μοναχός είχε πράγματι βαμμένο το σπαθί του στο αίμα του αδελφού του. Ο πρώην ρονίν δεν το αρνήθηκε. «Οπότε ετοιμάσου να τον συναντήσεις». «Μετά χαράς. Έτσι πρέπει να γίνει. Ωστόσο…» «Τι θες, δειλέ;» «…ωστόσο ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, εδώ, και θα μείνει μισή έτσι και με σκοτώσεις». «Δε θα τη γλιτώσεις ό,τι και να λες». «Δε θέλω να γλιτώσω. Θέλω να εκδικηθείς τον αδελφό σου όπως τού πρέπει. Όμως σού λέω: η δουλειά μου θα μείνει μισή. Ο δρόμος δε χωράει άμαξες, κι όλοι φέρνουν γύρω-γύρω το βουνό για να πάνε στην πρωτεύουσα, ταξιδεύοντας για βδομάδες». «Λίγο με μέλλει». «Ασφαλώς. Μα και πάλι, έκανες ένα χρόνο να με βρεις. Δε θες να περιμένεις λίγο ακόμη;» «Άλλον ένα χρόνο;!» «Λιγότερο. Αν θες να με βοηθήσεις κι εσύ, πολύ λιγότερο». Τα μάτια τού άλλου στένεψαν, και πέταξαν μαύρες σπίθες. Ωστόσο, δέχτηκε. Κατανοούσε την ανάγκη του δολοφόνου να αποσώσει αυτό που ξεκίνησε. Και είπε: «Ας γίνει έτσι. Όμως, μόλις τελειώσουμε το μονοπάτι, θα σε σκοτώσω». «Έτσι πρέπει να γίνει». Κι άρχισαν να δουλεύουν μαζί — με τα χέρια, με τον κασμά και μ’ ένα πανέρι για τα χώματα. Τρώγανε ό,τι τούς έφερναν οι χωρικοί, και κοιμόντουσαν στην ίδια σπηλιά. — Και πέρασαν έτσι άλλοι έξι μήνες, και ο δρόμος ολοκληρώθηκε.
και με καλή γνώση (ή έστω: από καλούς δασκάλους) του Μπουσίντο, του Κώδικα των Σαμουράι, καβγάδισε σ’ ένα καπηλειό με έναν άλλο αψίκορο νεαρό —για κάτι που δεν άξιζε βέβαια να γίνει καβγάς— και τον σκότωσε με μιαν απλή, θανάσιμη τεχνική, ανοίγοντάς του τα πλευρά. Ο άλλος δεν πρόλαβε καν να πιάσει τη λαβή απ’ το δικό του σπαθί. Ο αδελφός του νεκρού, μαθαίνοντας την επομένη τα νέα, ούρλιαξε, βλαστήμησε και θέλησε να εκδικηθεί για το αδικοχυμένο αίμα. Και τα μάτια του ζώθηκαν από μαύρες σπίθες. Ωστόσο ο φονιάς είχε φροντίσει να φύγει από την αρχαία πρωτεύουσα αμέσως μετά το κακό. Στο δρόμο, όμως, ένας χείμαρρος τύψεις πλημμύρισαν τον ρονίν. Τον πλάκωσαν. Και είδε πως έπρεπε κάτι να κάνει για να ξαναφέρει τον νεκρό πίσω• κι ας μη γίνονται αυτά. Και ξάφνου —διηγούνται— θυμήθηκε πως πέρα μακριά, στο όρος Κουζιμόρο, ήταν ένα μονοπάτι πολύ δύσκολο να περαστεί από καβαλάρη, και ολωσδιόλου αδιάβατο από άμαξα. Και κίνησε για κει, αφού πέταξε τα όπλα του σ’ ένα πηγάδι. Ο αδελφός του σκοτωμένου, πάλι, δε σταμάτησε να τον ψάχνει. Ίσα-ίσα: όσο καταλάβαινε πως έχανε τα ίχνη του και κανείς δε βρισκόταν να του δώσει μια πληροφορία, τόσο πείσμωνε, τόσο δυνάμωνε η απόφασή του για εκδίκηση, τόσο τυφλώνονταν από σπίθες τα μάτια του… Ώσπου πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, κι άκουσε κάτι φήμες για έναν περίεργο κοσμοκαλόγερο στο Κουζιμόρο. Έμενε, λέει, μόνος σε μια σπηλιά, και με τα χέρια του κι έναν κασμά άνοιγε τον επικίνδυνο παλιό δρόμο σκάβοντας το βράχο, πασχίζοντας να τον πλατύνει. Τον είχε οδηγήσει εκεί, του είπαν,
Και ο αδελφός του σκοτωμένου έβγαλε το σπαθί του και κοίταξε τον άλλο στα μάτια. Απ’ τα δικά του, τινάζονταν μαύρες-κατάμαυρες σπίθες. «Άκου», του είπε ο φονιάς. «Εδώ πιο πέρα είναι μια σχοινένια γέφυρα. Μόνο αγρίμια τη διασχίζουν, και πουλιά. Ο κόσμος τη φοβάται γιατί είναι παλιά κι επικίνδυνη. Τι λες;… Και μετά με σκοτώνεις». — Και πέρασε άλλος ένας χρόνος που κρέμονταν μαζί πάνω από το γκρεμό, σα νυχτερίδες, ματίζοντας τα σχοινιά κι αλλάζοντας τις σάπιες σανίδες, στερεώνοντας τους πασσάλους και σφίγγοντας τις ξυλοδεσιές. Κι εντέλει, φτιάξαν και τη γέφυρα. Κι ο αδελφός του σκοτωμένου έβγαλε τότε το σπαθί, με τα μάτια του να σκορπάνε σπίθες: μαύρες, κατάμαυρες. Και, «Άκου», ξανάπε ο φονιάς (κι ήταν η φωνή του βραχνή, επειδή δε μίλαγαν όλο το χρόνο δουλεύοντας στη γέφυρα), «είν’ ένα πλάτωμα εδώ πιο πάνω, με νερά και χώμα εύφορο, μα όλο πέτρα. Θα μπορούσε να χτιστεί ένα χωριό εδώ έτσι και καθαρίζαμε το χώμα. Και μετά με σκοτώνεις». — Και δούλεψαν άλλα δυο χρόνια, και καθάρισαν το χώμα, και σκάψανε κι ένα πηγάδι απ’ ανάμεσα, και χάραξαν θεμέλια για τα σπίτια, κι ήρθε κόσμος εκεί πάνω κι έχτισε σπίτια, και σπείρανε τα αντρόγυνα, κι ο τόπος μέρεψε. Και πήρε το βουνό ν’ αλλάζει. — Κι ο αδελφός του σκοτωμένου έβγαλε το σπαθί, με τα μάτια του να φέγγουν θαμπωμένα και υγρά, κι ο φονιάς άνοιξε το χιτώνιό του και γύμνωσε το στήθος του, και είπε: «Τώρα μπορείς να με σκοτώσεις». Κι ο άλλος, πετώντας το σπαθί μέσα στο πηγάδι του χωριού, είπε: «Εσένα να σκοτώσω; Τον αδελφό μου;» — Κυριάκος Αθανασιάδης.