Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ελληνικού κινηματογράφου μεταπολιτευτικά. Ο Γιώργος Τζιώτζιος ξεκίνησε ως κριτικός κινηματογράφου από τη Θεσσαλονικη στο ιστορικό περιοδικό ΟΘΟΝΗ τη δεκαετία του '80 για να εξελιχθεί σε σημαντικό στέλεχος ετιαριών διανομής, διευθυντής του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και ιδρυτής του κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας “Νύχτες Πρεμιέρας”. Πέρα απ' όλα αυτά υπήρξε ένας άνθρωπος που ζούσε μέσα από τη μαγεία του κινηματογράφου και όχι απλά από τον κινηματογράφο. Ο Γιάννης Γκροσδάνης και ο Γιάννης Βασιλείου ζητήσαν από τον Ηλία Δημόπουλο και τον Γιώργο Κρασσακόπουλο, κριτικοί κινηματογράφου και παλιοί συνεργάτες του, να ανεβούν στον Εξώστη της μνημης και να θυμηθούν τον Γιώργο Τζιώτζιο ένα χρόνο μετά το ταξίδι του προς τα άστρα…
“Τον Γιώργο τον είδα τελευταία φορά στις 16 Φεβρουαρίου του 2009 στην προβολή της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Παράδεισος στη Δύση» που είχε γίνει στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας. Είχε το υπομειδίαμα που πάντα μου ‘φτιαχνε τη διάθεση από τότε που τον είχα πρωτογνωρίσει στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ των αρχών της δεκαετίας του ’90, την ίδια ευδιάθετα προσηνή – και ολίγον βαριεστημένη – αμηχανία που του ‘φερναν νομίζω οι καλοντυμένες μαζώξεις των εκδηλώσεων.
«Πως είναι το έργο;» τον ρώτησα κάποια στιγμή.
«Σου αρέσει ο Γαβράς;» μου απάντησε.
Και μετά κουβεντιάσαμε.
Είκοσι χρόνια νταραβερίζομαι με «ανθρώπους του σινεμά», δεν θυμάμαι ποτέ να ρώτησα κάποιον αυτή την ερώτηση και να μην αυτοϊκανοποιήθηκε απαντώντας μ’ ένα αφοριστικό τσιτάτο ή ένα αυτάρεσκο κατεβατό «άποψης». Ο Γιώργος δεν ήταν έτσι. Νοιάζονταν πως θα γίνει να σ’ αρέσει μια ταινία, νοιάζονταν να προστατεύσει το βίωμα της.
Το γράψιμό του – που συχνά μ΄ άφηνε ανικανοποίητο – έβριθε αυτού του νοιαξίματος. Το διαρκές ευφυολόγημα έκρυβε κι από έναν στοχασμό, ποτέ το βαυκαλιστικό αντίθετο. Η ευστροφία της κοφτής πρότασης έπασχε να εκπέμψει την λατρεία για το σινεμά το ίδιο – όχι για την ταυτοποίηση του γραφιά της με την περιβάλλουσα για το φιλμ άποψη.
Έτσι, ιδιοφυής κριτικός. Ένας φανατικός οπαδός με επισημάνσεις αντικειμενικού παρατηρητή, ένας οργιώδης σινεφίλ με συνήθειες «κανονικού» αλλά παθιασμένου ανθρώπου. Και πάνω απ’ όλα: Ένας άντρας που αγαπούσε τις ταινίες, όπως ο αγαπημένος του ήρωας του Τριφό αγαπούσε το δικό του αντικείμενο του πόθου. Τις ανέτρεπε χωρίς ποτέ να τις λοιδωρεί. Τις χειρουργούσε, χωρίς ποτέ να τις τραυματίζει. Ήξερε πως το ίδιο αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, έτρεχε και στις δικές τους. Δεν διδάσκεται αυτό. Είναι προσωπικό ήθος πάνω από επαγγελματικό μέλημα.
Ο Γιώργος Τζιώτζιος ήταν δάσκαλος για τη γενιά μου. Είναι, πάντα, μέντορας προσωπικός μου, χωρίς ποτέ να το επιδιώξει. Και, δυστυχώς για μένα, δεν του το ‘πα ποτέ. Τώρα, λοιπόν.
Θα σε θυμάμαι πάντα, πολύτιμέ μου.
Γ. Κρασσακόπουλος : “Μια ματιά που σε καθορίζει για μια ζωή”
“Η ιδέα πως μια στιγμή μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου, μοιάζει με ένα κόνσεπτ εντελώς κινηματογραφικό, οπότε ήταν απόλυτα ταιριαστό πως μια τέτοια στιγμή στη δική μου ζωή, ήρθε όταν είδα το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του περιοδικού Σινεμά. Σκέφτηκα, «εδώ θα ήθελα να δουλεύω» και με ένα θάρρος που ακόμη αναρωτιέμαι που βρήκα, επικοινώνησα με το τηλέφωνο που υπήρχε στην ταυτότητα του περιοδικού.
Και παρ ότι λένε, ότι πρέπει να προσέχεις τι εύχεσαι γιατί μπορεί να γίνει πραγματικότητα, το γεγονός ότι υπήρξα σχεδόν από την αρχή, μέλος της ομάδας του Σινεμά, παραμένει ένα από τα καλύτερα κομμάτια της μέχρι τώρα ζωής μου. Κι ο Γιώργος Τζιώτζιος είναι ένας από τους βασικούς λόγους γι αυτό. Ομως του οφείλω πολλά περισσότερα από την ευγνωμοσύνη για τα ωραία χρόνια του Σινεμά, των Νυχτών πρεμιέρας, της Playtime που ζήσαμε μαζί. Περισσότερα κι από το ότι χάρη σ εκείνον κάνω μια δουλειά που αγαπώ.
Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργο Τζιώτζιο τότε, δεν θα έγραφα τώρα αυτές τις γραμμές. Πιθανότατα δεν θα ήμουν καν ο ίδιος άνθρωπος. Η ματιά του για το σινεμά και τον κόσμο, το ιδιοφυές του χιούμορ, το αδιαπραγμάτευτο ήθος του, υπήρξαν στοιχεία που με καθόρισαν, στο επάγγελμα και τη ζωή. Και το καλύτερο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ για τον Γιώργο είναι η σιγουριά ότι δεν είμαι ο μόνος από τους φίλους του, ή τους ανθρώπους που τον γνώρισαν από κοντά που νιώθουν σήμερα έτσι…”