
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μια παρέα από τη Θεσσαλονίκη, μαγεμένη από τον παλιό και εγκαταλελειμμένο τότε αλευρόμυλο, αποφάσισε να του δώσει ξανά ζωή και να τον μετατρέψει σε έναν πολυχώρο ψυχαγωγίας και πολιτισμού. Το εγχείρημα όχι μόνο πέτυχε, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, το 1993, ο Μύλος θα βραβευτεί από την Europa Nostra για τη μεταμόρφωσή του σε πολιτιστικό κέντρο. Αποτελώντας τον μοναδικό ιδιωτικό φορέα που συμπεριλήφθηκε στον φάκελο διεκδίκησης για την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997, ο Μύλος πήρε τη θέση που του άξιζε μέσα στην πολιτιστική ιστορία της πόλης.
Το 2004, μια μεγάλη πυρκαγιά προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στο συγκρότημα, αφήνοντας πίσω της στάχτες και αναμνήσεις. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο μέρος των χώρων αποκαταστάθηκε σταδιακά, με εξαίρεση το κεντρικό κτίριο στο οποίο λειτουργεί μόνο το ισόγειο. Όμως ο Μύλος ήταν – και παραμένει – κάτι περισσότερο από κτίρια. Ακόμη κι όταν οι φλόγες έσβησαν, η αίσθηση του αλευριού στον αέρα και η αύρα της ιστορίας του συνέχισαν να πλανώνται πάνω από τον χώρο. Τέσσερα κτίριά του έχουν κηρυχθεί διατηρητέα από το Υπουργείο Πολιτισμού, επιβεβαιώνοντας ότι δεν επρόκειτο για έναν απλό χώρο ψυχαγωγίας, αλλά για ζωντανό κομμάτι της μνήμης της πόλης.
Στον Μύλο στεγάστηκαν χώροι με διαφορετικές ταυτότητες, ο καθένας με τη δική του ιστορία. Η Αποθήκη, όπου φιλοξενείται το Principal Club Theater, αποτέλεσε σημείο συνάντησης για κάθε είδος μουσικού ήχου, από Electronica μέχρι Hardcore. Το Μύλος Club έγραψε με τη σειρά του ιστορία, φιλοξενώντας θρυλικές συναυλίες με καλλιτέχνες όπως η Ελευθερία Αρβανιτάκη, οι Πυξ Λαξ και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Η υπαίθρια Βαβυλωνία έγινε θερινή σκηνή για μεγάλα ονόματα της διεθνούς και εγχώριας μουσικής, ενώ το εστιατόριο Da Mimmo, τα καφέ, τα βαγόνια του Orient Express, το παραδοσιακό ξυλουργείο, η Gallery και η Πλατεία Βαρώτσου συνέθεσαν ένα μωσαϊκό εμπειριών, εικόνων και ήχων που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα σε γενιές Θεσσαλονικέων.
Αυτός ήταν ο Μύλος: ένας χώρος όπου η ιστορία συνάντησε την κουλτούρα, όπου το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν, όπου οι άνθρωποι έζησαν στιγμές που έγιναν κοινές μνήμες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση του Μύλου, η περιοχή γύρω του άρχισε να αλλάζει. Ο Μύλος έγινε η αφετηρία μιας νέας αστικής κουλτούρας που τράβηξε κοντά της επιχειρηματίες, καλλιτέχνες και νυχτόβιους. Σύντομα, παλιά εργοστάσια, αποθήκες και βιομηχανικά κτίρια γύρω από το συγκρότημα μετατράπηκαν σε club, bar και εστιατόρια, δημιουργώντας έναν από τους πιο ζωντανούς πυρήνες διασκέδασης της Θεσσαλονίκης. Η πόλη άρχισε να ανακαλύπτει ξανά τους χώρους της, το παρελθόν απέκτησε ρυθμό και οι νύχτες γέμισαν καινούριες εικόνες και ήχους.
Σχεδόν απέναντι από τον Μύλο, βρισκόταν ένα ακόμη βιομηχανικό συγκρότημα που επρόκειτο να περάσει στη δική του δεύτερη ζωή: η ΒΙΛΚΑ. Χτισμένη το 1956, ήταν η «Βιομηχανία Λίνου και Κανάβεως», αποτελώντας κομμάτι της ισχυρής άλλοτε κλωστοϋφαντουργίας της πόλης. Με τη γενικευμένη κρίση του κλάδου, η ΒΙΛΚΑ χρεοκόπησε και το 1988 οι μηχανές της σταμάτησαν. Ο επιχειρηματίας Πέτρος Μουρατίδης αγόρασε τον χώρο και σχεδίασε εκεί έναν νέο πολυχώρο, με καφέ, club, εστιατόρια, γυμναστήριο, χώρους τέχνης και καταστήματα. Για ένα διάστημα, η ΒΙΛΚΑ φάνηκε έτοιμη να αλλάξει τις νύχτες της Θεσσαλονίκης όπως είχε κάνει ο Μύλος.
Με τα χρόνια, οι ανάγκες του κοινού και οι συνήθειες της διασκέδασης μεταμορφώθηκαν. Οι χώροι της ΒΙΛΚΑ πήραν νέες μορφές: άλλοτε μετατρέπονταν σε μπουζούκια, άλλοτε σε εκθεσιακούς χώρους, τηλεοπτικά στούντιο, ή σε χώρους παιχνιδιού και άθλησης, όπως paintball. Όμως η οικονομική κρίση ήρθε για να επιβραδύνει τη ζωή του συγκροτήματος. Σιγά σιγά, ο κόσμος άρχισε να το εγκαταλείπει και οι χώροι που κάποτε έσφυζαν από ενέργεια άδειασαν.
Σήμερα, η ΒΙΛΚΑ είναι περισσότερο μια ανάμνηση παρά ένας ζωντανός προορισμός. Οι πληροφορίες λένε πως θα γίνει πολυχώρος για παιδιά.


