γράφει ο Νικήτας Ρουσέτης
Μπορούμε να θέσουμε με σιγουριά πως βλέπουμε σινεμά για να ξεφύγουμε. Από το περιβάλλον μας, από τις σκέψεις μας και ό,τι μας απασχολεί. Και είναι λογικό, λίγα πράγματα μπορούν να πλησιάσουν την ασφάλεια και τη ζεστασιά της μεγάλης οθόνης. Όσα μας βαραίνουν και τα ξεχνάμε για λίγο, τα φιλιά στο Cinema Paradiso, το βούρκωμα στο Babylon. Επίσης, έχουμε και την ευκολία να κρίνουμε ανάλογα την υποκειμενική μας αντίληψη, περί συναισθηματικής χειραγώγησης ή ειλικρίνειας της ταινίας προς τον θεατή.
Σήμερα έχουμε δυο ταινίες, για το πώς βιώνουμε και το πως μας εκφράζει το σινεμά.
Στο ντοκιμαντέρ Celluloid Underground, ο σκηνοθέτης Ehsan Khoshbakht ξεκινάει να αφηγείται για τον πρώτο του έρωτα και την αναπάντεχη γνωριμία με τον πιο σημαντικό άνθρωπο για εκείνον. Ο πρώτος του έρωτας (για να διαβάζετε αυτό το κείμενο, ξέρετε ποιος είναι) είναι η μυρωδιά των ποπκ όρν και των εισαγόμενων τσιγάρων, η εμφάνιση του Anthony Quinn στον φακό. Το πρώτο απόκομμα φιλμ που θα πέσει στα χέρια του θα γίνει μπομπίνα και μετά μια προβολή σε κινηματογραφική ομάδα. Εν μέσω όμως της Ιρανικής Επανάστασης, η κυβέρνηση θα απαγορεύσει τη προβολή ταινιών από 35mm. Αυτό θα τον πεισμώσει ακόμη περισσότερο και θα τον φέρει σε επαφή με έναν απροσδόκητο σύμμαχο. Ο Ahmad Jorghanian ήταν ένας συλλέκτης ταινιών και αφισών, που αναγκάστηκε να κρύψει όλο του το αρχείο για να μη το καταστρέψουν οι φονταμενταλιστές. Φυλακισμένος και βασανισμένος από την ιρανική κυβέρνηση, θα αποτελέσει στήριγμα για τον Ehsan και θα μοιραστούν το κοινό τους πάθος. Το τηλεφώνημα του θανάτου του Ahmad είναι το ερέθισμα για τον σκηνοθέτη να αναζητήσει το υπαρξιακό του κενό και το πως αυτό συνδέεται με τη τέχνη που αγάπησε τόσο.
Η αφήγησή του είναι σε πρώτο πρόσωπο – όπως και τα αποσπάσματα από το υλικό του. Μνήμες από τη παιδική του ηλικία, εμπειρίες από τις προβολές που διηύθυνε και τη λογοκρισία που του έκοβε τα πόδια. Η συνέντευξη του ήρωα των ενήλικών του χρόνων, που τον ενέπνεε για καινούριες ρετροσπεκτίβες και αφιερώματα. Και το σημαντικότερο: αποσπάσματα ταινιών του Hollywood που αγαπούσαν και οι δύο ή ιρανικών ταινιών, που πλέον χάρη στη παρέμβαση της κυβέρνησης υπάρχουν μόνο σαν ιστορικό αρχείο και όχι στο σύνολό τους. Η αφήγηση είναι νοσταλγική, όσο και επικριτική προς τον εαυτό του. Όσο οι νέοι επαναστατούσαν, εκείνοι ήταν κλειδωμένοι σε ένα υπόγειο να αναγνωρίζουν καρέ, με τον Ahmad να ανησυχεί για την κατάσταση κάθε φιλμ. Όμως, η επανάστασή τους ήταν εσωτερική, έναντι σε μια παρεμβατική κυβέρνηση και την εξέλιξη της τεχνολογίας σε ψηφιακή, μια μεταβλητή που δεν θα μπορούσαν να έχουν υπολογίσει.
Σε αυτό το σημείο μετάβασης από αναλογική σε ψηφιακή τεχνολογία, παίρνει τη σκυτάλη η σκηνοθέτις Zia Anger, μεταφέροντας την performance της σε μεγάλου μήκους με τον αυτεξήγητο τίτλο My First Film. Μοιρασμένη ως δοκίμιο και ως μυθοπλασία, η ροή της ιστορίας είναι η ανάγκη της να μιλήσει για το βίωμά της: ως γυναίκα και ως σκηνοθέτις. Η απόρριψή της ιδέας της από ένα στούντιο, για την «εσωτερική» της ματιά, οδηγεί σε μια δραματοποιημένη αναπαράσταση της δημιουργίας της πρώτης της ταινίας. Η πρωταγωνίστρια – σκηνοθέτιδα ονόματι Vita (Odessa Young) πρέπει να διαχειριστεί όλο το βάρος μιας δημιουργίας. Χρέη για να αντέξει τα έξοδα της ταινίας, χρήση αντικαταθλιπτικών για να παραμείνει συγκεντρωμένη, φίλους – συνεργείο υπό συνεχή επήρεια και τον φίλο της να επιθυμεί ένα παιδί και να μην δίνει βαρύτητα στις δικές της δυσκολίες. Μετά από μια σεξουαλική τους επαφή, καταλήγει να κάνει έκτρωση και είναι σχεδόν έτοιμη να αποβάλλει και το καλλιτεχνικό της δημιούργημα; Εκεί ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για την δυσκολία της έμπνευσης και της δημιουργίας, αλλά και για τη γυναικεία αντιμετώπιση στις τέχνες.
Εδώ οι παρεμβάσεις είναι πολλές, διαφορετικές σε φόρμα και σε μέσο. Είναι οι προσωπικές σκέψεις της σκηνοθέτιδας – πρωταγωνίστριας γραμμένες στον υπολογιστή της, βίντεο κατασκευασμένα από το TikTok ή αποκόμματα από τις μικρού μήκους ταινίες για τον πατέρα της (ο οποίος παίζει και στην μυθοπλαστική αναπαράσταση με έναν αξιολάτρευτο οπτιμισμό). Το έργο της Maya Deren πλανάται γύρω από κάθε μέρος της ταινίας, σαν αποσπάσματα ή αποφθέγματα. Για τη σκηνοθέτιδα, η ταινία είναι χάλια. ‘Όμως, η διαδικασία ήταν πάντα συλλογική και δεν θα μπορούσε να είναι μόνο μια «εσωτερική» κατάσταση.
Μπορεί η φόρμα των ταινιών να είναι δύσκολη για κάποιο να την ακολουθήσει ή και να φανεί μια κουραστική διεργασία. Θα είναι όμως πάντα σημαντικό να ακούμε όλα όσα έχουν κάτι να πούν. Σε μια εποχή που οι πολιτισμικοί θεσμοί καταρρίπτονται και η παρέμβαση της κυβερνητικής λογοκρισίας ελλοχεύει, η κάθε μικρή επανάσταση των δημιουργών θα έχει σημασία. Και θα είμαστε εκεί να ακούσουμε, στους δρόμους και στις οθόνες.