Η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, αν και αυτοδίδακτη, είχε καταφέρει να επιβληθεί στα τέλη του 19ου αιώνα και τις (πολύ) αρχές του 20ου πρώτα μέσα από θεατρικές περιοδείες στους Έλληνες του εξωτερικού και στη συνέχεια (από το 1892 και μετά) με τις εμφανίσεις της στην πρωτεύουσα. Ήταν τηρουμένων των αναλογιών η πρώτη γυναίκα σταρ του ελληνικού θεάτρου, η φήμη της οποίας αργότερα όχι απλά θα επισκιαζόταν από νεότερες συναδέλφους της όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη κ.ά., αλλά θα αναγκαζόταν να αποσυρθεί από το σανίδι και τελικά θα περιέπεφτε σχεδόν στη λήθη με εξαίρεση κάποιες σποραδικές τιμητικές παραστάσεις, σκοπός των οποίων ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Αλλά αυτό εδώ δεν είναι ένα αφιέρωμα στην Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, ένα αφιέρωμα που ομολογώ ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να επιχειρήσω. Ας σταθούμε στο γεγονός της παράστασης του Άμλετ με την ίδια ως πρωταγωνίστρια.
Κυκλοφορούσε μάλιστα ως ανέκδοτο ένα περιστατικό, όταν η Σάρα Μπερνάρ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα. Εκείνη την περίοδο η Παρασκευοπούλου βρισκόταν στην Πάτρα και όταν τη ρώτησαν γιατί δεν πήγε να δει τη διάσημη ηθοποιό, που μάλιστα θα έπαιζε σε αθηναϊκό θέατρο, αυτή τους απάντησε: “Ας έρθει εκείνη στην Πάτρα να δει εμένα”!
Η μετάφραση του κειμένου έγινε από τον Περβάνογλου, όμως δεν κέρδισε τις εντυπώσεις. Στην κριτική που δημοσιεύτηκε μετά την παράσταση στην Εστία, επικρίθηκε έντονα η “περίφημος απαρεμφατώδης μετάφραση” του θεατρικού κειμένου, η οποία “όχι μόνον τον υποκρινόμενον τον τρελλόν ήρωα του Σαίξπηρ δύναται να τρελλάνη, αλλά και όλους εν γένει τους θεατάς, οίτινες είχον την ατυχίαν να έχουν αυτιά“.
Από την πένα της κριτικής τη γλύτωσε η γενειάδα, που φόρεσε η Παρασκευοπούλου/Άμλετ, ώστε να πείσει καλύτερα ως άνδρας. Ήταν η πρώτη φορά – στα ελληνικά, ίσως και στα διεθνή χρονικά – που ο Άμλετ παρουσιάστηκε με γένια.
Ο συντάκτης του Νεολόγου εκτιμούσε ότι η ηθοποιός “επεβλήθη” υποστηρίζοντας ότι “ούτε πνοή διέκοπτε την εξέλιξιν του μεγάλου έργου, προ πάντων δε ότε η κ. Παρασκευοπούλου υπεκρίνετο“, ενώ έκανε λόγο για μια υποκριτική τέχνη “αρκετά ψυχολογημένη, αι δε στάσεις της πολλαχού υπήρξαν εξόχως πλαστικαί και το βλέμμα της πλήρες διορατικότητος“, παρότι “δεν είχεν δυνηθή να καταστείλη το σύρσιμον της φωνής της, όπερ εις πολλά μέρη καθιστά περιπαθή την έκφρασιν, και ιδία όπου εχρειάζετο θετικώτερος τονισμός, περισσοτέρα ειρωνία, ή περισσότερον φλέγμα“.
Στο αντίποδα, ο συντάκτης επέκρινε σφοδρότατα τον μηχανικό της παράστασης, τον οποίο χαρακτήριζε “μεθυσμένο ή έχοντα όρεξιν να ασεβήση αναισχύντως προς τε τον θίασον και προς το κοινόν“, διότι άλλαζε τη μια σκηνή μετά την άλλη αγνοώντας τις παρατηρήσεις της Παρασκευοπούλου και καταστρέφοντας τελικά ορισμένες σκηνές, όπως το φόνο του Πολώνιου, ο οποίος έγινε σε δωμάτιο με δύο πόρτες αντί μιας, όπως επιβαλλόταν σκηνικά. “Εάν ο μηχανικός αυτός είνε μόνιμος και έμμισθος πρέπει αμέσως να παυθή προς παραδειγματισμόν” ήταν η ανελέητη κριτική.
– Και δεν πόνεσε η καρδιά σου δι’ όσα έγραψες εναντίον μου;
– Αν με πόνεσε; Με πονεί ακόμα.
– Τότε γιατί μου έκανες αυτήν την αδικία;
– Αν η αλήθεια είναι αδικία, ομολογώ ότι σε αδίκησα.
– Με αδίκησες βέβαια, διότι μου κατέστρεψες τριετείς μελέτες. Πρέπει να μάθεις, κύριε, ότι εγώ κοιμήθηκα νύχτες ολόκληρες με τον Αμλέτο.
– Σιγότερα, γιατί μας ακούνε κι άλλοι!
– Μου είναι πολύ αδιάφορο, θέλω να μ’ ακούσει ο κόσμος όλος, να μάθει ότι μόνο για την σκηνή που ομιλεί ο Αμλέτος με τη μητέρα του μελέτησα νύχτες ολόκληρες και όμως πέρασαν απαρατήρητοι… Ούτε συ την κατάλαβες, ή μάλλον δεν σ’ αφήκαν οι εχθροί μου να καταλάβεις…
– Εκείνο το οποίο κατάλαβα ήταν ότι απέτυχες καθ’ ολοκληρία, αλλ’ αυτό δεν πρέπει να σε αποθαρρύνει. Από μία αποτυχία μία καλή ηθοποιός της δικής σου αξίας, μπορεί ν’ αντλήσει νέες δυνάμεις και να θριαμβεύσει. Τέλος πάντων, μπορείς να μου πεις τι σού ρθε να παίξεις τον Αμλέτο;
– Τον έπαιξα γιατί στην Ελληνική σκηνή τον έβλεπα άλλοτε παλικαρά, άλλοτε πηδηχτούλη, άλλοτε φωνακλά, άλλοτε τενόρο!!
– Δηλαδή;
– Δηλαδή ο ένας τον έπαιζε να σούρνει το σπαθί του, ο άλλος με κατσικίσια πηδήματα, ο άλλος με φωνή βγαλμένη από τη μύτη, ενώ εγώ έπαιξα έναν Αμλέτο τρυφερό, ήρεμο, μετρημένο… Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, εις το ξενοδοχείο μου ήλθαν και με συνεχάρησαν όλοι οι ειλικρινείς και αμερόληπτοι φίλοι του θεάτρου.
– Και ήσαν πολλοί αυτοί;
– Καμιά πενηνταριά.
– Ώστε τόσους μόνον εχθρούς έχεις; πάλι καλά.
– Αυτά να τ’ αφήσεις… Εχθρός μου είσαι συ ο οποίος έγραψες εναντίον μου διά να ευχαριστήσεις τον Παντόπουλο και την Λαλαούνη! Τάχα πιο έξυπνος είσαι συ από τον Δημητρακόπουλο, ο οποίος με ηύρε τέλειον άνδρα;
– Πιο έξυπνος δεν είμαι, αλλ’ αυτός σε ηύρε το ίδιο και εις την “Γυναίκα” του!…
– Δηλαδή;
– Δηλαδή όταν έπαιξες την “Γυναίκα” ήσουν τέλειος άνδρας!… Άλλως τε, αυτός ήταν βαλμένος να γράψει εναντίον σου…
– Εναντίον μου; ποιος το είπε; Αυτός έγραψε ότι ως Άμλετ επέτυχα τελείως.
– Αυτό εννοώ κι εγώ. Για να γράψει κανείς ότι πέτυχες ως Άμλετ σημαίνει ότι γράφει εναντίον σου.
– Έχεις πολύ λάθος. Ύστερα σε παρακαλώ, να σου πω και το άλλο· ο άνθρωπος δεν είναι τέλειος… ούτε ο Θεός αυτός δεν έκανε τέλεια πράγματα… Πόσους στραβούς και κουτσούς δεν έκαμε!…
– Συμφωνώ.
– Λοιπόν πώς θέλεις εγώ να είμαι τέλεια; Έκαμα ό,τι μπόρεσα…
– Αρχίζουμε να συνεννοούμεθα.
– Καθόλου! Εγώ λέγω και υποστηρίζω ότι ως Αμλέτος έπαιξα καλύτερα από όλους τους άνδρες του Ελληνικού θεάτρου.
– Ορκίζεσαι στο παιδί σου;
Η καλλιτέχνης επάλαισε προς στιγμήν προς την μητέρα.
Η πάλη υπήρξε τρομερά.
Η μήτηρ εφαίνετο προς στιγμήν νικώσα, αλλά και εσιώπα.
– Λοιπόν ορκίζεσαι στο παιδί σου; ηρώτησα και πάλιν.
– Όχι! απεκρίθη η μητέρα Παρασκευοπούλου.
Και μετά τινα στιγμήν σιωπής.
– Διότι, ξέρεις, δεν ορκίζομαι ποτέ!…
Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Παρασκευοπούλου ένιωθε μεγάλη περηφάνια για τη συγκεκριμένη θεατρική της εμφάνιση. Με αφορμή το θάνατό της στις 19 Ιανουαρίου 1938, γράφτηκε στον τύπο ότι λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία της πνοή και ενώ τις προηγούμενες ημέρες βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, η ηθοποιός ξαναβρήκε τις αισθήσεις της για λίγο, έδειξε μια φωτογραφία της, όπου ήταν ντυμένη ως Άμλετ (πιθανότατα από την παράσταση του 1900) και με σιγανή φωνή είπε: “Εγώ θα πεθάνω! Ο Άμλετ όμως θα ζήσει”!