γράφει ο Κυκλοθυμικός
Μα μπορείς να κάνεις τώρα καριέρα στο καλό τραγούδι ως δίδυμο αδερφών; Ταβέρνα είσαι ή πουλάς πλακάκια μπάνιου; Το ταβάνι σου είναι τα Κατσαμπάκια, άντε οι Καλουτάδες κι οι Μπρόγιερ.
Κι όμως, ο Χάρης κι ο Πάνος, δυο αδέρφια από τα Νότια προάστια της Αθήνας κατάφεραν να σπάσουν κάθε στερεότυπο, κουβαλώντας μόνο την αλήθεια τους στις αποσκευές τους μπόρεσαν να σπάσουν την χρυσή κρούστα που είχε φτιάξει η προηγούμενη γενιά του Μίκη, του Μάνου, του Σταύρου, των λαϊκών και των ρεμπετών και να ανοίξουν έναν καινούργιο δρόμο στην ζωντανή παράδοση, στο ελληνικό τραγούδι, όπως ο διαμελισμένος κούρος που σκόρπισε στον αέρα γεννώντας τις Κυκλάδες μέσα στην τεχνητή λίμνη του σταδίου στο ολυμπιακό πρότζεκτ ο Παπαϊωάννου.
Μέσα σε αυτήν την κοιλιά μεγάλωσαν κι αυτοί, μεταβόλιζαν λαίμαργα τους ήχους και τις λέξεις από τους καλλιτεχνικούς τους προγόνους μέσα από τον ομφάλιο λώρο που ένωνε το παρελθόν με τις επείγουσες ανάγκες της εφηβείας τους. Ο δικός τους ομφάλιος λώρος είχε το σχήμα εκείνης της διαφημιστικής κιθάρας χωρίς χορδές που κρεμόταν σε έναν τοίχο στην ταβέρνα που πήγαιναν με τον πατέρα τους να φάνε τις Κυριακές.
Την «βούτηξαν» κι από εκεί ξεκίνησαν όλα. Όλα έγιναν χειροποίητα, πήραν ένα νεκρό όργανο και του έδωσαν ζωή, όπως ο Ερμής έφτιαξε την πρώτη λύρα στην ιστορία από το καύκαλο μιας χελώνας και τα έντερα των βοδιών του Απόλλωνα. Κι έπειτα πάλι σαν πλανόδιοι μουσική και πολύ πριν φτιάξουν δικά τους τραγούδια μετέφεραν το ελληνικό τραγούδι στα πανεπιστήμια, στα κουτούκια, στις παρέες, στο Πάντειο, στο Δυτικό Βερολίνο.
Αυτό το μεράκι είναι το αποτύπωμα των Κατσιμιχαίων. Αυτή η τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο βάθος της ποίησης και την ελαφρότητα του τραγουδιού, αυτό το κοκτέιλ που στράγγιξε τα βαθύτερα σκοτάδια του ανθρώπου μέσα σε ένα μπουκάλι δηκτικής εξωστρέφειας. Για αυτό κι ο πρώτος τους δίσκος ήταν τα «Ζεστά ποτά». Ο αγαπημένος δίσκος του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα από τα μεγαλύτερα του κολλήματα. Για ένα διάστημα δε μπορούσε να ακούσει τίποτα άλλο. Τους έψαξε να τους βρει, πήρε τηλέφωνο στο σπίτι τους στο Μπραχάμι, τον έβρισαν κιόλας γιατί νόμιζαν ότι κάποιος τους έκανε πλάκα. Τελικά τους προσκάλεσε στον Μαγεμένο Αυλό κι έκανε μαζί τους ανάλυση στίχο στίχο από το κάθε τραγούδι του δίσκου. Ο Μάνος έβλεπε την αθανασία στη μουσική, γι αυτό και δεν τον τρόμαζε η επόμενη εποχή που ερχόταν, αλλά ήθελε να βυθιστεί μέσα της, να πάρει τη μυρωδιά της, να κλέψει λίγο από τα νιάτα της να μη γεράσει ποτέ. Και τα κατάφερε.
Χρωστάω πολλά στον Χάρη και στον Πάνο. Πήραν αυτές τις σιωπηρές σκέψεις από τα βάθη του ασυνείδητου που μαχαιρώνουν απαλά κι επίμονα την καρδιά μου από παιδί, μάζεψαν όλες αυτές τις μικρές αιμορραγίες και τους έδωσαν λέξεις, ήχο και περιεχόμενο. Ίσως και να τις ξόρκισαν λίγο.
Έπιασαν τον πρώτο μου έρωτα, όταν εγώ τρόμαζα και να την κοιτάξω και της είπαν «Θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο σε αγαπούσα», σε κάθε επέτειο ενός μεγάλου χωρισμού έστριβαν ένα τσιγάρο και με κερνούσαν το «κι από όλα περισσότερο αυτό που με πειράζει είναι την απουσία σου πως πάω να συνηθίσω», στα χρόνια της βαθιάς μοναξιάς γυρίζαμε μαζί τα βράδια από τις μπύρες και σιγοτραγουδούσαν κάτω από την άσφαλτο
«Δε φταις εσύ για ό,τι έγινε, δε φταις εσύ.
Φταίω εγώ έτσι όπως είχα ξεχαστεί
τόσο καιρό τόσο πολύ καιρό
βαθιά στον εαυτό μου
κι είχα πια ξεχάσει ν’ αγαπιέμαι κι είχα πια ξεχάσει ν’ αγαπώ».
Όταν είπαμε εκείνο το άγριο αντίο κράτησαν σα μνήμη το χέρι της να σκύβει στο ταμπλό του αυτοκινήτου να αλλάξει τον σταθμό στο ραδιόφωνο κι έγραψαν «το μόνο που θυμάμαι πια είναι τα μακριά σου δάκτυλα», δικαίωσαν πεθαμένες αγάπες με έναν δωρικό επικήδειο «κι άμα σταθείς στα ίδια μέρη κι αν αγαπήσεις τις ίδιες μουσικές θα πει ότι τυχαία δε βρεθήκαμε θα πει ότι δε φύσηξε τυχαία ο άνεμος που σμίγει των ανθρώπων τις ζωές». Στις νύχτες της ζήλιας έβρισκαν πάντα την πιο χρήσιμη ατάκα που έχει ακούσει ποτέ ματαιωμένος εραστής, της άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά. Υπήρξαν και πολύ σκληροί. Με σταύρωσαν πολλές φορές με κάθε στίχο από τα κορίτσια της συγγνώμης κι ενηλικιώθηκα με τις συγγνώμες στη μητέρα που δεν την παντρεύτηκα και στον πατέρα που δεν έγινα τουλάχιστον πρωθυπουργός.
Περάσαμε μαζί διάφορες ιστορίες, αστείες, συγκινητικές, καψούρικες. Είδαμε τον Φάνη να καθαρίζει και τελικά να τον δολοφονεί η φιλεύσπλαχνή κοινωνία με τις αλλεργίες της στο κίτρινο χαρτί, είδα το Μάρκο να κλέβει την Άννα, τα ήπιαμε μια βραδιά στο Λούκι με το Νίκο Ζιώγαλα και την ομορφιά της κοπέλας να μεγαλώνει και τελικά να γίνεται σκόνη, μαζί με τη Λένα Παπά ξεκλείδωσαν το δωμάτιο του Άλκη Αλκαίου και ταξιδέψαμε σε λίγα τετραγωνικά όλον τον κόσμο. Την επομένη μας πήρε ο Άλκης και ταξιδέψαμε στην πλατεία Ασωμάτων για να μάθουμε πως τελικά είμαστε όλοι μετανάστες και μετά στη Σαλονίκη, στην Περαία ρωτήσαμε για αυτή που δε ρώτησε ποτέ για εμάς, φτάσαμε ως την Κερύνεια για μιας αγάπης μαχαιριά, μου γνώρισαν τα κορίτσια τους στα μπιστρό της Δυτικής Γερμανίας. Όλα τόσο συμπυκνωμένα, τόσο έντονα, τόσο πεζά. Μα η Αμέρικα μακραίνει στην άλλη όχθη της Σελήνης.
Τα αδέρφια ήταν εκεί και στις πορείες, στους χαμένους αγώνες, είχαν το θράσος στο στόμα και την ελπίδα στην καρδιά. Και για το πείσμα των γουρουνιών θα αντέχαν. Έγραψαν πολιτικά τραγούδια όχι που να αφορούν την επικαιρότητα και να γίνουν σουξέ στα φεστιβάλ, αλλά σα μηνύματα σε μπουκάλια στη θάλασσα της ιστορίας. Μίλησαν για το σύνδρομο του σκύλου που ακόμα κι όταν σε λύσουν, θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις, θα έχεις μια ψυχή αδειασμένη για ένα κομμάτι ψωμί. Περπάτησαν μέσα από την μοναξιά του σχοινοβάτη για να φτάσουν στις άλλες μέρες. Αναρωτήθηκαν με τον Μάνο Ελευθερίου ποιος την ζωή μας κυνηγά. Γύρισαν τις πλάτες τους στο μέλλον. Σατίρισαν τους μεγαλόστομους «επαναστάτες» των κλειστών συνελεύσεων και των καφετεριών με τη «συνέλευση των ποντικών», έβγαλαν τη γλώσσα στα λόγια τα μεγάλα που ύστερα σηκώνονται και φεύγουν. Μα πιο πολύ από όλα αυτοί που δεν φώναξαν ποτέ την Αριστεροσύνη τους, όταν γκρεμιζότανε ο κόσμος σιγοτραγούδησαν στα άδεια σπίτια των ονείρων:
Κύριε Κάρολε μην τους παρεξηγείς
αν δεν κατάλαβαν ποτέ
τι πήγαινε να πει η λέξη υπεραξία
δεν φταις εσύ δε φταινε αυτοί δε φταίει η θεωρία
ήτανε γράμματα ψιλά μπροστά στη λέξη ελευθερία
Πάντα θαύμαζα τους καλλιτέχνες που μέσα σε πολύ λίγα χρόνια παρουσίας έχτισαν ένα δικό τους σύμπαν. Είναι λίγοι, Ξυλούρης, Λοΐζος, οι Κατσιμιχαίοι. Είναι απωθημένο που δεν τους έχω δει ποτέ από κοντά όπως θα έπρεπε κι ίσως να μην τα καταφέρω και ποτέ τελικά. Έχουν περάσει πολλά, τα σκοτάδια τους, τα σκοτάδια μας. Όμως δεν ξέρω νιώθω ότι κάτι υπάρχει ακόμα, κάτι μας ζητάει να μείνουμε ακόμα κοντά τους κι ως φυσική παρουσία:
Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
Παίξε μου την Παλόμα
Μη φύγετε κι ας είναι αργά
Ας πιούμε κάτι ακόμα
Παίξε γι’ αυτούς που ήρθανε
Η νύχτα κρατάει ακόμα