Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
O Damien Chazelle έκανε το ντεμπούτο του στην μεγάλη οθόνη το 2009 με το σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, low budget jazz musical, Guy and Madeline on a Park Bench. Μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα που θυμίζει πολύ το Parapluies de Cherburg του Demy, αγαπημένη ταινία του σκηνοθέτη που λίγα χρόνια μετά, θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το πλέον πολυβραβευμένο La La Land,την ταινία που τον έχρισε ως τον νεότερο σκηνοθέτη που έχει τιμηθεί ποτέ με το χρυσό αγαλματίδιο. Αμέσως μετά το ντεμπούτο όμως, και όσο προσπαθούσε να ολοκληρώσει το σενάριο του La La Land, έγραψε μια ακόμα ταινία, το Whiplash (2014).
Δεκαπέντε σελίδες από το αρχικό σενάριο έγιναν short film το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2013 στο φεστιβάλ Sundance όπου και κέρδισε το Short Film Jury Prize. Η εκδοχή αυτή ήταν ουσιαστικά η γνωστή σκηνή της πρόβας στο fictional Shaffer Conservatory της Νέας Υόρκης με πρωταγωνιστές τον Johhny Simmons ως Andrew Neiman και τον J.K. Simmons στον ρόλο του Fletcher. Η επιτυχία του short προσέλκυσε το ενδιαφέρον επενδυτών και τον επόμενο χρόνο ολοκληρώθηκε η παραγωγή της μεγάλου μήκους εκδοχής της ταινίας. Έτσι, μια ιδέα που ξεκίνησε ως κάτι ενδιάμεσο μεταξύ άλλων projects, ήταν τελικά αυτή που έβαλε τον Chazelle στον mainstream κινηματογραφικό χάρτη και στο επίκεντρο της ακαδημίας αφού η ταινία ήταν υποψήφια για πέντε βραβεία εκ των οποίων κέρδισε τα τρία.
Το Ινστιτούτο Sundance γιορτάζοντας φέτος την 40η επέτειο του και αναλογιζόμενο την επιρροή και την κληρονομιά των ταινιών που έκαναν πρεμιέρα στο φεστιβάλ, διεξήγαγε έρευνα μεταξύ 500 περίπου σκηνοθετών, κριτικών κινηματογράφου και μελών της βιομηχανίας με σκοπό να διαμορφώσει μια λίστα με τις δέκα πιο σημαντικές ταινίες που έχουν περάσει από την ιστορία του. Το Whiplash το οποίο έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ δέκα χρόνια πριν, βρέθηκε στην κορυφή της λίστας ως η κορυφαία ταινία του φεστιβάλ. Όπως είναι αναμενόμενο, ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος. Ανά τα χρόνια το φεστιβάλ έχει παρουσιάσει 4.000 ταινίες μεγάλου μήκους συμπεριλαμβανομένων ταινιών που θεωρούνται ως μοντέρνα αριστουργήματα, όπως τα Blood Simple (1985), Reservoir Dogs (1992), Before Sunrise (1995), Memento (2001), Y tu mamá también (2002) και Get Out (2017).
Αν και η μουσική και κατ’ επέκταση το εξαιρετικό σάουντρακ του Justin Hurwitz, σταθερού συνεργάτη του Chazelle παίζει μεγάλο ρόλο στην ταινία, δεν είναι ο βασικός άξονας της. Το Whiplash είναι μια ταινία για την επιδίωξη της μεγαλοσύνης, εξερευνώντας θέματα όπως η φιλοδοξία, η ασταμάτητη προσπάθεια, οι θυσίες που απαιτούνται για να επιτευχθεί η αριστεία αλλά και τις ακραίες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να φτάσει κάποιος για να γίνει ο καλύτερος.
Ο 19χρονος Andrew, τον οποίο υποδύεται ο Miles Teller, μπορεί να προέρχεται από ένα υπόβαθρο μετριότητας, είναι αποφασισμένος όμως να ξεχωρίσει στον κόσμο της τζαζ. Η επιμονή του, το γεγονός πως εξασκείται μέχρι που ματώνουν τα χέρια του, τραβά τελικά την προσοχή του αδίστακτου μαέστρου Terence Fletcher (J.K. Simmons) ο οποίος του προσφέρει μια θέση στο συγκρότημα του. Από την εναρκτήρια και όλας σκηνή, ο Chazelle καθιστά σαφές πως ο Fletcher έχει τη δύναμη να ξεκινήσει —ή να καταστρέψει— τις νεανικές καριέρες, παρουσιάζοντας τον χαρακτήρα του Simmons να εμφανίζεται και να χάνεται μέσα στις σκιές, σαν φιγούρα βγαλμένη από το φιλμ νουάρ.
Ο Fletcher φαίνεται ακόμα πιο τρομακτικός μπροστά στο συγκρότημα του, όπου αφήνει να πετάξουν χείμαρροι απογοητευτικών και υβριστικών σχολίων που στρέφονται εναντίον όσων απογοητεύουν τα υψηλά του standards. Εξευτελίζει και προσβάλλει οποιονδήποτε μαθητή κάνει λάθος, καθιστώντας σαφές πως επειδή είναι στην μπάντα εκείνη την στιγμή, δεν σημαίνει πως η θέση τους είναι εξασφαλισμένη. Η φιλοσοφία του; Οι έπαινοι οδηγούν σε εφησυχασμό, αλλά ο φόβος σε κρατάει σε εγρήγορση.
Ο χαρακτήρας είναι ιδιότροπος και σκληρός. Σιγά σιγά τον βλέπουμε να γίνεται μια καταλυτική δύναμη στη ζωή του Andrew, ακόμη και σε σκηνές όπου ο μαέστρος δεν είναι φυσικά παρών. Καταλαμβάνει το 100% των σκέψεων και κατά συνέπεια των πράξεων του. Γρήγορα οι σκληρές του μέθοδοι διδασκαλίας του, ωθούν τον Andrew στα όριά του. Παράλληλα όμως αποδίδουν καρπούς. Εξασκείται όλο και πιο σκληρά κάθε βράδυ, ξεπερνώντας το όριο του πόνου. Όσο καλύτερος γίνεται, τόσο πιο αλαζόνας αισθάνεται, κάτι που ο Fletcher το παρατηρεί.
Ο Andrew έχει πολλές ευκαιρίες να παραμείνει ταπεινός κατά τη διάρκεια των προπονήσεων, αλλά όσο βελτιώνεται, αφήνει την υπερηφάνεια να καθοδηγεί παρορμητικά τις αποφάσεις του. Δεν προπονείται πλέον για να γίνει ο καλύτερος, αλλά επειδή πιστεύει πως έχει ήδη δουλέψει αρκετά για να αξίζει να παίζει με τους καλύτερους. Για να τον δοκιμάσει, ο Fletcher τον αντικαθιστά με έναν άλλο ντράμερ λίγες εβδομάδες πριν από μια σημαντική παράσταση, κάτι που τον εξοργίζει. Η υπερηφάνεια του, σε συνδυασμό με τις συναισθηματικές πληγές που του έχει δημιουργήσει ο δάσκαλος του, δημιουργούν μέσα του ένα τέρας που ο ίδιος δεν αναγνωρίζει. Αρχίζει να παίζει τη μουσική του με μίσος. Την ημέρα του διαγωνισμού, ο Andrew χτυπιέται από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο καθώς έτρεχε για να φτάσει στην αίθουσα της συναυλίας, φοβούμενος ότι άλλος ντράμερ θα έπαιζε το κομμάτι του. Παρά το σωματικό “whiplash” από το τροχαίο ατύχημα, ο ματωμένος Άντριου φτάνει στον διαγωνισμό για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του, παρά για να δει την επιτυχία της ομάδας του.
Καθώς πασχίζει να διαπρέψει, η προσωπική του ζωή περνά σε δεύτερη μοίρα. Στην αρχή η ταινία εστιάζει στην έλξη του Andrew προς τη Nicole (Melissa Benoist), την κοπέλα που δουλεύει στο κυλικείο του τοπικού κινηματογράφου του όπου ο πρωταγωνιστής συχνάζει. Στην αρχή είναι εξαιρετικά ντροπαλός, αλλά η επιτυχία του στο σχολείο του δίνει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να την προσεγγίσει κάτι που καταλήγει σύντομα και άδοξα καθώς η αυξανόμενη εμμονή του με τη μεγαλοσύνη τον οδηγεί στο να αναρωτιέται αν οι σχέσεις θα τον εμποδίσουν στην πορεία του προς την τελειότητα. Τελικά, η ταινία εξερευνά την εσωτερική μάχη του Άντριου με τους ίδιους τους περιορισμούς του και το αν η αντιξοότητα που αντιμετωπίζει θα τον οδηγήσει στη μεγαλοσύνη — και με ποιο προσωπικό κόστος.
Στο χτίσιμο αυτού του αποπνικτικού και anxiety educing περιβάλλοντος βοηθούνε πέρα από τις καθηλωτικές ερμηνείες, το εξαιρετικό editing του Tom Cross, του οποίου ήταν μόλις η τρίτη feature film δουλειά και βρήκε τον εαυτό του να φεύγει με Όσκαρ. Χρυσό αγαλματίδιο πήραν επίσης και οι Ben Wilkins και Craig Mann, συν-επιβλέποντες sound editors και re-recording mixers στον σχεδιασμό του project. Σε συνέντευξη τους πως η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν το να μετατρέψουν ένα μουσικό όργανο σε χαρακτήρα, μια ασυνήθιστη προσέγγιση που απαιτούσε έναν εξαιρετικό βαθμό απόδοσης στον ήχο και ξεπερνούσε κατά πολύ τις συμβατικές τεχνικές κινηματογράφησης που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος.
Η φωτογραφία και η επεξεργασία χρωμάτων (Color grading), όπως σε κάθε ταινία του Chazelle, έτσι και εδώ, αφηγούνται μια ιστορία από μόνα τους. Θερμά χρώματα κυριαρχούν κάθε φορά που ο Andrew είναι με τον Fletcher, κυρίως κίτρινο και πορτοκαλί. Ψυχρά χρώματα εμφανίζονται όταν ο Andrew βρίσκεται εκτός πεδίο και επιρροής του Fletcher. Όταν τα πράγματα είναι ήρεμα, η κάμερα παραμένει σταθερή· όταν υπάρχει ένταση και διαφωνία, χρησιμοποιείται χειροκίνητη λήψη. Από την αρχή, ο Chazelle δείχνει τη μη ισότιμη σχέση των δύο πρωταγωνιστών, καθώς ο Andrew προβάλλεται από χαμηλή γωνία και ο Fletcher από ψηλή.
Μπορεί εκ πρώτης όψεως, η πλοκή είναι ιδιαίτερα απλή. Η κλασσική μάχη μεταξύ καλού και κακού. Το πως ένας φιλόδοξος μαθητής παρασύρεται από την κακοποιητική συμπεριφορά του καθηγητή του, καταλήγει να χάσει τον εαυτό του και να φτάσει στα άκρα. Όμως οι ερμηνείες, η προσοχή στην λεπτομέρεια και όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάνουν το Whiplash μια από τις καλύτερες ταινίες των 2010s.
Για τον εορτασμό της 10ης επετείου της ταινίας, μια νέα 4K αποκατάσταση κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους στις 20 Σεπτεμβρίου 2024, ενώ η ίδια κόπια προβλήθηκε σε ειδική επετειακή προβολή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο στις 9 Σεπτεμβρίου. Παράλληλα για να γιορτάσει τη 10η επέτειο του Whiplash, ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Justin Hurwitz διεύθυνε μια ζωντανή μπάντα τζαζ κατά τη διάρκεια προβολών της ταινίας στις 9 και 10 Νοεμβρίου στο Saban Theatre στο Beverly Hills. Το συγκρότημα των 18 μελών θα εκτελέσει ζωντανά το soundtrack και ο Hurwitz εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για την επανεξέταση της έντονης και προβληματικής ταινίας με αυτόν τον μοναδικό τρόπο, επιτρέποντας στους θαυμαστές να βιώσουν τη μουσική και τα σόλο των ντραμς σε ένα φρέσκο, δυναμικό σκηνικό.