γράφει ο Τάσος Γέροντας
Cormac McCarthy «Ο δρόμος». Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής. Εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, αριθμός 99.
272 σελίδες σε εξαιρετικής ποιότητας υποκίτρινο χαρτί chamois palatina των 100 γραμμαρίων, με άψογη επιμέλεια στο πολυτονικό, αν εξαιρέσουμε τον φόβο του τελικού «ν» στο αρσενικό άρθρο. Εξαιρετική εκτύπωση και πολύ στιβαρή βιβλιοδεσία, όπως όλα τα βιβλία της σειράς. Εκπληκτική η μετάφραση, μεταφέρει άψογα το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του συγγραφέα.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κάποτε στο μέλλον. Που θα μπορούσε να είναι αργότερα φέτος. Μια φωτιά έχει καταστρέψει ολοσχερώς τη χώρα. Δεν υπάρχουν πόλεις, χωριά, ούτε καν στοιχειώδεις υποδομές. Λίγοι άνθρωποι είναι πια ζωντανοί. Ζωντανοί… Βιολογικά, μετά βίας. Πνευματικά, ακόμα λιγότερο. Δεν υπάρχουν ζώα, ούτε φυτά. Δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχουν χρώματα. Μόνο μια απέραντη γκριζάδα, που σκεπάζει τα πάντα, μέχρι και τον ουρανό. Μέχρι και το μέλλον των ανθρώπων. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσεις σε έναν κόσμο, όπου το «σκοτάδι ἔκανε τ’ ἀφτιά σου νά πονᾶνε ἀπό τήν προσπάθεια ν’ ἀφουγκραστεῖς». (Σελ. 22)
Ένας πατέρας με τον γιό του ταξιδεύουν σ’ αυτό το μετα-αποκαλυπτικό τοπίο. Ρακένδυτοι, εξαντλημένοι, κουβαλούν όλα τα υπάρχοντά τους σε ένα καρότσι. Ακολουθώντας έναν παλιό, φθαρμένο χάρτη προσπαθούν να φτάσουν στον νότο, στη θάλασσα. Σ’ αυτήν έχουν εναποθέσει τις τελευταίες ελπίδες για τη σωτηρία τους. Γιατί στη θάλασσα; Και τι είδους σωτηρία προσδοκούν σε τέτοιο κόσμο; Ή είναι μόνον η ελπίδα που τους κρατά ζωντανούς;
Περπατούν μοναχοί τους. Αποφεύγουν συναντήσεις με άλλους ανθρώπους. Σε έναν τέτοιο κόσμο κυριαρχεί το homo homini lupus. Κρύβονται για να κοιμηθούν με ασφάλεια. Κλέβουν και λεηλατούν όποτε σταθούν τυχεροί και φτάσουν πρώτοι σε «θησαυρούς». Συγκινούν και συγκλονίζουν οι συζητήσεις γιου και πατέρα στις περιπτώσεις αυτές, για την έννοια του καλού και του κακού, και για την επιδίωξη να είναι πάντα καλοί. Εξίσου συγκινητική είναι η άδολη διάθεση του γιου να κάνει το καλό, να βοηθάει, χωρίς να αντιλαμβάνεται ή να υπολογίζει τον κίνδυνο από τους άλλους. Είναι κι αυτή η ερώτηση προς όσους συναντούν, αν κουβαλούν μέσα τους το φως!
Καθώς περπατούν στη νεκρική ησυχία, «στό μίζερο φῶς πού περνιόταν γιά μέρα» (σελ. 71), πατέρας και γιος συζητούν. Όχι πολύ. Συχνά ο γιος, λυπημένος από μια κουβέντα ή μια εικόνα, δεν θέλει να μιλήσει στον πατέρα. Κι είναι τότε που ο πατέρας προσπαθεί να ανάψει ξανά μια μικρή φλόγα ελπίδας, καλοσύνης στο παιδί.
Ο γιος θυμάται ελάχιστα από το «πριν» κι αυτά αμυδρά. Αντίθετα, ο πατέρας θυμάται αρκετά. Όμως παλεύει μέσα του να διώξει τις μνήμες. Οι μνήμες, όπως και κάποια όνειρα, θυμίζουν τη ζωή τους «πριν», και κάνουν πολύ πιο σκληρές τις άμυνές του, αποδυναμώνουν την αντοχή του, τον καθιστούν ευάλωτο στις αδυναμίες του γιού του. Και δεν πρέπει. Επειδή «ὁ καθένας τους [είναι] ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ ἄλλου» (σελ. 14). Δεν ήταν εύκολη η αποστολή του. Επειδή, ενώ «[λ]ίγες ἦταν οἱ νύχτες πού ξάπλωνε μέσα στό σκοτάδι χωρίς νά ζηλεύει τούς νεκρούς» (σελ. 218), «[τ]ίς νύχτες μερικές φορές ξυπνοῦσε μέσα στή μαύρη καί παγερή ἐρημιά ἔχοντας ὀνειρευτεῖ τίς ἁπαλά χρωματισμένες λέξεις τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης, τό τραγούδι τῶν πουλιῶν, τόν ἥλιο» (σελ. 256)
Σκληρό βιβλίο, γεμίζει τον αναγνώστη με τη γκριζάδα της στάχτης, με τη σιωπή του θανάτου. Αντιγράφω από τη σελίδα 173 τη ζοφερή απεικόνιση του κόσμου, όπως τον καταντήσαμε. «[Β]γαίνοντας ἀπό τίς λεηλατημένες καί απογυμνωμένες πόλεις, ἀπεγνωσμένα μηνύματα πρός αγαπημένα πρόσωπα χαμένα καί νεκρά. Ὅλα τά αποθέματα τροφίμων εἶχαν ἤδη ἐξαντληθεῖ καί τά φονικά εἶχαν ἐξαπλωθεῖ παντοῦ στή χώρα. Ὁ κόσμος σέ λίγο θά κατοικοῦνταν ἀπό ἀνθρώπους ἱκανούς νά φᾶνε τά παιδιά σου μπροστά στά μάτια σου, καί οἱ ἴδιες οἱ πόλεις θά βρίσκονταν ὑπό τόν ἔλεγχο συμμοριῶν μαυρισμένων πλιατσικολόγων πού περνοῦσαν μέσα ἀπό τά ἐρείπια καί σέρνονταν στά χαλάσματα μέ μοναδικό λευκό πάνω τους τά δόντια καί τά μάτια, κουβαλώντας καρβουνιασμένες καί ἀνώνυμες κονσέρβες τροφίμων σέ νάιλον δίχτυα σάν πελάτες στά καταστήματα τῆς κόλασης. Ἡ ἁπαλή μαυρη πούδρα ἁπλωνόταν μέ τόν ἄνεμο στούς δρόμους σάν μελάνι σουπιᾶς πού ξετυλίγεται στόν πυθμένα τῆς θάλασσας, καί τό ψύχος κατέβαινε ἀπό τά βουνά καί τό σκοτάδι ἔπεφτε νωρίς καί οἱ ρακοσυλλέκτες πού περνοῦσαν τά ἀπότομα φαράγγια μέ τά φανάρια τους ἔφηναν ἐκεῖ πού πατοῦσαν ἁπαλές τρύπες στή συσσωρευμένη στάχτη, πού ἔκλεινα πίσω τους σιωπηλά σάν μάτια. Ἔξω στούς δρόμους, οἱ ταξιδιῶτες σωριάζονταν, ἔπεφταν καί πέθαιναν, καί ἡ ζοφερή καί σαβανωμένη γῆ ἀργοκυλοῦσε ἀπέναντι ἀπό τόν ἥλιο κι ἐπέστρεφε ξανά δίχως ἴχνη καί σημάδια, σάν τό μονοπάτι κάθε ἄλλου ἀνώνυμου ἀδελφοῦ κόσμου στό ἀρχέγονο ἀπώτερο σκοτάδι.»
Το τέλος μόνο θα αφήσει μια πολύ μικρή σπίθα αισιοδοξίας για όχι και τόσο μαύρη κατάληξη.
«Ἡ ἀξία ἀκόμα καί τοῦ μικρότερου πράγματος βασιζόταν στήν ὕπαρξη ἑνός μελλοντικοῦ κόσμου»