
Ο δρόμος αρχίζει ήσυχα. Στενός, με στροφές και σκιές από έλατα που ακουμπούν σχεδόν το αυτοκίνητο, και κάθε τόσο ένα άνοιγμα που σε κάνει να κρατάς την ανάσα σου. Δεν είναι διαδρομή για τους βιαστικούς — είναι για εκείνους που θέλουν να δουν, να νιώσουν, να αφήσουν το βλέμμα να χαθεί στη θέα που κόβει την ανάσα.

Ανεβαίνεις σιγά, κι όσο πλησιάζεις προς τα Πριόνια, ο αέρας αλλάζει. Παγώνει λίγο, καθαρίζει, μυρίζει χώμα και ξύλο. Και ξαφνικά, εκεί που νομίζεις πως η άσφαλτος τελειώνει, βλέπεις ένα μικρό ξύλινο κτίσμα να ξεπροβάλλει μέσα στα δέντρα — το ομώνυμο εστιατόριο. Δεν έχει τίποτα το φανταχτερό … κι όμως έχει τα πάντα.
Μπαίνεις μέσα κι είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα καταφύγιο από άλλον καιρό. Το ξύλο τρίζει, τα τζάμια θολώνουν απ’ τον αχνό της σούπας, κι οι άνθρωποι μιλούν χαμηλόφωνα, σαν να σέβονται κάτι μεγαλύτερο που βρίσκεται εκεί γύρω — ίσως το ίδιο το βουνό.

Παραγγέλνεις αρνάκι κοκκινιστό, τηγανητό τυρί και σαλάτα λάχανο. Οι μυρωδιές σού θυμίζουν μεσημέρια Κυριακής στο χωριό, τότε που όλα ήταν πιο απλά και πιο αληθινά. Το φαΐ είναι απλό, τίμιο, χορταστικό — φτιαγμένο με την ίδια φροντίδα που μαγείρευε η γιαγιά σου: χωρίς βιασύνη, χωρίς περιττά.
Έξω, το ποτάμι τραγουδάει. Μόλις λίγα βήματα πιο πέρα βρίσκεται το γεφύρι του Ενιπέα, κι αν συνεχίσεις λίγο ακόμα, θα ακούσεις τον καταρράκτη να πέφτει — ένας ψίθυρος νερού μέσα στα δέντρα, εκεί που τα πάντα ησυχάζουν.
Το πάρκινγκ είναι γεμάτο, μα κανείς δε δείχνει να βιάζεται. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, χαμογελούν. Σαν να έχουν όλοι μια μυστική συμφωνία: εδώ δε μιλάμε για το τι μας περιμένει κάτω, μόνο για το τι ζούμε τώρα.
Κι όταν τελικά παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής προς το Λιτόχωρο, ρίχνεις μια τελευταία ματιά πίσω. Ο δρόμος που κατηφορίζει μοιάζει σχεδόν με όνειρο. Το βουνό σού έχει αφήσει κάτι — μια αίσθηση γαλήνης, μια δόση νοσταλγίας, σαν να ήσουν για λίγο πιο κοντά σε κάτι ιερό.


