Ο
δίσκος που παρουσιάζουμε σήμερα δεν
είναι κυκλοφορία του τελευταίου μήνα,
ανήκει πάντως αλήθεια σε αυτούς που
αξίζουν να αναφερθούμε, παρόλο που
πέρασε κάπως απαρατήρητος. Ezechiel Pailhès,
ο πρώην έτερος των δύο Γάλλων Nôze. Κάπου
στα μέσα των 00’s, το δίδυμο ξεκινά και
διατηρεί μέχρι και σήμερα μια περιπετειώδη
electro- band που τάραξε τα νερά με περίεργες
μίξεις tech- house, dance και jazz- rock. Συχνά θα
τους έβλεπες να φορούν ψάθινα καπέλα
στις εκρηκτικές live εμφανίσεις τους σε
φεστιβάλ και events. O Ezechiel παίρνει το δικό
του καπέλο (όχι ψάθινο αυτή τη φορά) και
προσπαθεί να φτάσει στο Θείο ή το Θεϊκό.
Divine λοιπόν.
Πέρασαν
10 χρόνια, όπως λέει ο ίδιος, μέχρι να
“πλησιάσει” το θείο με τραγούδια που
έγραφε παράλληλα με τον Nôze εαυτό του,
περιμένοντας τον κατάλληλο χρόνο, για
να δώσει στο κοινό ένα δίσκο που απέχει
από την καθαρά ηλεκτρονική μουσική που
τόσο αγαπά. Όπως ένα πάζλ που πρέπει
κανείς να μαζέψει τα κομμάτια σε μια
σειρά που να βγάζει νόημα, ο Pailhès, στην
ίδια συνέντευξη, λέει πως ξεκινώντας
δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το που
ήθελε να βρεθεί, απλά ξεκίνησε το μουσικό
μαγείρεμα.
Μια
συνταγή που έχει για βάση της όμορφα
στρογγυλεμένες χορδές του πιάνου, στο
οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση, ενώ για
background ακούς ακορντεόν να πλανάται πάνω
από τις περισσότερες συνθέσεις του LP.
Αυτό που προσέχει κανείς στην πρώτη
solo δουλειά του Ezechiel, είναι οι περίεργοι
ήχοι που δεν προήλθαν από συνηθισμένα
μουσικά όργανα. Κρουστά, όπως ένα
Βραζιλιάνικο ταμπούρλο, ξυλόφωνα από
την Κούβα, άδειες κούτες, ντέφια ή ακόμα
και οι παλάμες του καλλιτέχνη
χρησιμοποιούνται χωρίς ενοχές και
ιδιαίτερη ανησυχία, αποδίδοντας έναν
γνήσια αρχέγονο ρυθμό καθόλα προσηλωμένο
στο τέμπο που ο δημιουργός επιλέγει.
Στο
καθαρά μουσικό κομμάτι, ακούγοντας τα
τέσσερα, κατά σειρά, πρώτα τραγούδια,
οι λέξεις που έρχονται στο νου είναι
μελαγχολία, νοσταλγία, αλλά και ελπίδα.
“Saudade, συμπτύσσοντας αυτά τα τρία
συναισθήματα μαζί σε μια Βραζιλιάνικη
λέξη, άλλωστε και ο ίδιος συμφωνεί
απόλυτα σε αυτό. Στο βάθος του, ο δίσκος
είναι ένα αμάλγαμα Βαλκανικής μουσικής
όπου ξαφνικά η περιεκτικότητα σε γαλλικό
πειραγμένο πιάνο δείχνει να επικρατεί.
Τα κομμάτια, και ίσως αυτό να είναι το
clue του δίσκου, είναι σχετικά ασύνδετα
μεταξύ τους. Όχι φυσικά ένα στοιχείο
που θα κρατήσει την προσοχή του ακροατή,
κάνει την έκπληξη όμως τις στιγμές που
εμφανίζονται τα λιγοστά vocals σε ένα, κατά
τα άλλα, βουβό φωνητικά άλμπουμ.
Ξεχωρίζουντα
“Sleeper Train”, “Qui Sait”, “Matin”, και
“La Ligne”. Ο
Pailhès διατηρώντας το καλλιτεχνικό όραμα
και την ακεραιότητα του ανέπαφη, είναι
τώρα επαρκώς ώριμος να αποδώσει αυτά
που είχε κρατημένα μέσα του και με κάποιο
τρόπο έπρεπε να εξωτερικεύσει. Τελικά,
στα αυτιά μας τι μένει; Μια γλυκύτητα,
ένα ενδοσκοπικό ταξίδι ανάμεσα στην
ελπίδα και τη μελαγχολία, το soundtrack για
μια ταινία που θα μπορούσε να έχει
γυριστεί σε μια χώρα, όπου τα σύννεφα
δεν κρύβουν το φως.
Τον
ακούτε κάθε Σαββατοκύριακο 16:00- 18:00 στον
Republic 100.3