HomeInterviewsΓιάννης Ιορδανίδης

Γιάννης Ιορδανίδης



Στο ΚΘΒΕ με το Ραφτάδικο

Ο Γιάννης Ιορδανίδης
έχει συνδέσει την καλλιτεχνική του
διαδρομή με το ΚΘΒΕ. Φέτος ανεβάζοντας
το “Ραφτάδικο” του Ζαν Κλωντ Γκραμπέρ,
ένα έργο πολυεπίπεδο όπως σχολιάζει
και ο ίδιος, συμπληρώνει 50 χρόνια από
την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι
του Κρατικού Θεάτρου. 50 χρόνια μπροστά
ή πίσω απο την σκηνή γεμάτα με ιστορίες
και παραστάσεις.

Ραφτάδικο
,λοιπόν, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου
Ελλάδος.


Και μάλιστα σε πανελλήνια
πρώτη. Το έργο δεν έχει ανέβει ποτέ στην
Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό απ’ τα δελτία
τύπου που έχει στείλει το Θέατρο, ο
Γκραμπέρ θεωρείται σήμερα μία από τις
μεγαλύτερες προσωπικότητες στον κόσμο
του σύγχρονου θεάτρου, συγγραφέας ολκής,
με ιδιαίτερο τρόπο γραφής. Το έργο είναι
καταξιωμένο εδώ και χρόνια παγκοσμίως,
έχει παιχτεί στα μεγαλύτερα θέατρα του
κόσμου, έχει αποσπάσει διθυραμβικές
κριτικές, έχει τιμηθεί με πάρα πολλά
βραβεία, όπως και ο ίδιος ο Γκραμπέρ. 

Εγώ τον συνάντησα – τον ξέρω χρόνια –
και πρόσφατα στο Παρίσι. Για πρώτη φορά,
λοιπόν, το Ραφτάδικο στο Κρατικό
Θέατρο Βορείου Ελλάδος μετά από μια
πολύχρονη προσπάθεια να ανέβει σε
κρατικό θέατρο το έργο, και αυτό γιατί
είναι πολυπρόσωπο και δεν μπορεί να
ανέβει στο ελεύθερο θέατρο. Άρα έπρεπε
οπωσδήποτε να γίνει. Επανειλημμένα ήταν
να ανέβει και την τελευταία στιγμή κάτι
γινόταν και έπαιρνε τη θέση του κάποιο
άλλο. Μάλιστα λίγο πριν φύγει ο Νίκος ο
Κούρκουλος, μιλούσα και με τον Κούρκουλο
για να ανέβει το έργο στο Εθνικό Θέατρο.

Η παράσταση δηλαδή
είναι δική σας πρόταση…


Είναι δική μου πρόταση,
ναι. Είναι δική μου πρόταση, όταν ήρθε
ο Γιάννης Βούρος και είχε την ευγενική
καλοσύνη να με προσκαλέσει για μια νέα
συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο και
μάλιστα αφήνοντας μου ανοικτό το θέμα
επιλογής του έργου, μετά από σκέψη του
πρότεινα “Το Ραφτάδικο”. Είναι ένα
έργο αισιόδοξο.

Ποιοι είναι οι λόγοι
που σας έκαναν να γοητευτείτε από αυτό
το έργο;


Κατ’ αρχήν γοητεύτηκα
από τη γραφή, εγώ είμαι ένας άνθρωπος,
νομίζω, με πολύ χιούμορ και ακριβώς αυτό
που με γοήτευσε είναι ο σαρκασμός, ο
αυτοσαρκασμός και το χιούμορ του
Γκραμπέρ. Πολλές φορές είναι και ένα
χιούμορ σκληρό, αλλά είναι χιούμορ.
Επίσης, αυτή η εναλλαγή του κωμικού και
του δραματικού. Στο έργο γελάμε και
κλαίμε συγχρόνως. Δεν μπορεί κανένας
να ξεχωρίσει τι είναι δραματικό και τι
είναι κωμικό. Επίσης, έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον να δει κανείς ότι τα μηνύματα,
τα οποία πραγματεύεται ο Γκραμπέρ μέσα
στο έργο, πολλά απ’ αυτά έχεις την
εντύπωση ότι είναι γραμμένα για τη
σημερινή κοινωνία. Δηλαδή ίσως να μην
περνάμε έναν πόλεμο, γιατί το έργο
αναφέρεται στην μεταπολεμική – μετά
τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – περίοδο
στο Παρίσι. Ίσως να μην περνάμε έναν
πόλεμο τέτοιο, όπλων, αλλά περνάμε έναν
άλλο πόλεμο και ο τρόπος, με τον οποίο
ο Άνθρωπος αναγκάζεται να επιβιώσει
μέσα από τέτοιες καταστάσεις, πολλές
φορές είναι πανομοιότυπος.

Ακόμα και αν μιλάμε
για έναν νοητό πόλεμο, όπως είναι ο
τωρινός;


Δεν είναι νοητός, είναι
υπαρκτός.

Ναι, θέλω να πω ότι,
όπως είπατε, δεν έχει να κάνει με όπλα…


Δεν έχει να κάνει με
όπλα, έχει να κάνει με οικονομία που
είναι ένα άλλο είδος όπλου. Και αυτή την
στιγμή εδώ και χρόνια προσπαθεί ο καθένας
να επιβιώσει μέσα από αυτήν την επίθεση
που γίνεται. Τα συναισθήματα στο έργο
είναι ανάμεικτα, πολλές φορές ο θεατής
γελάει, γιατί έχει έναν τρόπο ο Γκραμπέρ
ακόμα και τα σοβαρά πράγματα να τα βλέπει
με ένα χιουμοριστικό τρόπο και σ’ αυτό
θα μπορούσα να πω ότι πλησιάζει πολύ το
Η ζωή είναι ωραία του Μπενίνι.
Μιλάει για στρατόπεδα συγκεντρώσεως,
μιλάει για την άνοδο και την επιθετικότητα
του φασισμού και του ναζισμού, μιλάει
για τις δραματικές καταστάσεις που
βιώσαν κάποιοι άνθρωποι μέσα στα
στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Εντούτοις,
η ζωή συνεχίζεται και παρ’ όλο το
βεβαρυμμένο παρελθόν ο άνθρωπος – εννοώ
ιστορικά – πρέπει να βρει τρόπους να
επιβιώσει. Η ζωή συνεχίζεται…

Επομένως, ο συγγραφέας
είναι αισιόδοξος.


Είναι αισιόδοξος 100%.
Αυτήν την αισιοδοξία προσπάθησα να
βγάλω. Επίσης, κρύβεται ο Γκραμπέρ από
έναν υποτιθέμενο ρεαλισμό/ νατουραλισμό.
Πίσω όμως απ’ αυτό εγώ κατάφερα, νομίζω,
να ανακαλύψω την ποιητική διάσταση του
έργου και αυτή θέλησα να προβάλω. Και
μάλιστα θέλησα να την προβάλω μέσα από
μία κινηματογραφική διάσταση, από μία
ποιητική κινηματογραφική διάσταση.
Εννοώ ότι θέλησα ν’ αφήσω τις πόρτες
ανοιχτές κατ’ αρχήν ανάμεσα στο χθες,
το σήμερα και το αύριο. Είναι σαν αυτές
τις πόρτες, ξέρετε, των σαλούν που
μπαινοβγαίνεις και δεν ξέρεις αν μπαίνεις
ή αν βγαίνεις! 

Επίσης, όπως είπα, να δώσω
μία κινηματογραφική δομή κρατώντας την
ελευθερία να μην χρειάζεται να δώσω
εξηγήσεις, γιατί, όπως γνωρίζετε,
πιθανότατα ο Αλφρέντ Ντε Μισέ έλεγε ότι
στην τέχνη όταν χρειάζεται να
εξηγήσεις, σκοτώνεις. Δεν χρειάζεται,
λοιπόν, να δώσεις εξηγήσεις. Εγώ προσπαθώ
τον θεατή να τον πιάσω μέσα από τη
συγκεκριμένη κατάσταση, μέσα από τη
συγκεκριμένη δομή του έργου και μέσα
από συγκεκριμένες καταστάσεις χωρίς
να μπαίνω στη διαδικασία της επεξήγησης.
Όλα είναι ρευστά.

Σκηνοθετικά γιατί
σας ενδιέφερε αυτό το αέναο, το άχρονο;
Θέλετε να προσδώσετε μια διαχρονικότητα;


Ήθελα να υπογραμμίσω
τη διαχρονικότητα του έργου μ’ αυτόν
τον τρόπο. Μη – χώρος και μη – τόπος και
μη – χρόνος. Επίσης, να μιλήσει το έργο
στον σημερινό θεατή. Βεβαίως, το έργο
είναι σύγχρονο, είναι γραμμένο αρχές
της δεκαετίας του ΄80. Σημείωσε τεράστια
επιτυχία, οι κριτικές διθυραμβικές, γι’
αυτό και την μάγκωσε το κοινό, το
πιασε, γιατί γελάς και κλαις. Και μέσα
στο έργο αναφέρεται, λέει γελάτε ή
κλαίτε, και λέει ούτε και εμείς
δεν ξέρουμε. Έτσι δεν είναι η ζωή,
δεν γελάμε και κλαίμε συγχρόνως;

Με το “Ραφτάδικο”
κλείνετε και 50 χρόνια συνεργασίας με
το ΚΘΒΕ.


Όντως είναι αστείο,
αλλά όσο αστείο και να είναι, είναι μία
πραγματικότητα. Δεν είμαι μαθουσάλας,
κι όμως έχω 50 χρόνια συνεργασίας με το
Κρατικό Θέατρο! Πως έγινε αυτό.. όταν ο
Καραντινός στην έναρξη της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών ανέβασε τη Σίμπιλα,
χρειαζόταν ένα μικρό παιδάκι για να
κάνει τον ακόλουθο του Νέρωνα. Εγώ,
λοιπόν, που είχα έρθει από την Αίγυπτο
με την οικογένειά μου και είχα μια πείρα
και μια εμπειρία θεατρική, γιατί ο
πατέρας μου στην Αίγυπτο διατηρούσε
θίασο και είχα μία επαφή και με τον
αιγυπτιακό κινηματογράφο και με την
αιγυπτιακή τηλεόραση επιλέχτηκα από
τον Καραντινό, για να συμμετέχω σε εκείνη
την πρώτη παράσταση που ήταν το ΄62 – ΄63.
Αυτή, λοιπόν, ήταν και η πρώτη μου επαφή,
ήτοι επαφή 40 ετών με το Κρατικό Θέατρο.

Να πω, επίσης, ότι ο
πατέρας μου μαζί με τον Θεοτοκά και τον
Καραντινό είναι απ’ τα ιδρυτικά στελέχη
του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος,
αυτό λοιπόν βοήθησε στην επαφή με τον
Καραντινό, ο οποίος γνώριζε ότι είχα
εμπειρία και έτσι συμμετείχα σ’
εκείνη την πρώτη παράσταση του Κρατικού.
Αυτή βέβαια ήταν σαν ηθοποιός, έμεινα
και μια δεκαετία σαν ηθοποιός στο Κρατικό
παίζοντας, ως επί το πλείστον, παιδικούς
ρόλους και επέστρεψα ως σκηνοθέτης το
1986, όταν με κάλεσε από το Παρίσι ο Μίνως
Βολανάκης, για να σκηνοθετήσω στο Κρατικό
Θέατρο την παράσταση Σαλόνικα
της Λουίζ Πέιτζ που είναι ένα έργο
εγγλέζικο που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη
και εκτυλίσσεται στην παραλία της
Αρετσούς στη Θεσσαλονίκη.

Ένα έργο και αυτό με
διεθνή καριέρα, αυτό λοιπόν, το ΄86 ήταν
η πρώτη μου σκηνοθετική συνεργασία με
το Κρατικό, η οποία διήρκησε από το ΄86
μέχρι σήμερα ανεβάζοντας πολλά έργα,
όχι μόνο στις κεντρικές σκηνές του
Κρατικού, αλλά επίσης, στο φεστιβάλ
Αθηνών, στο φεστιβάλ της Επιδαύρου –
επανειλημμένα – με παραστάσεις, οι οποίες
βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό της
Θεσσαλονίκης, όπως ας πούμε η “Ντόλλυ”
που πήγε sold out
δύο συνεχόμενες χρονιές. Ο Αρχοντοχωριάτης,
η Ειρήνη με τον Καρακατσάνη,
Δαιμονισμένοι με τον Καρέλλη,
Θεοφανώ με την Φιλαρέτη Κομνηνού
και τον Δημήτρη Βάγια, το Ξύπνημα
με τον Σαντά και πολλά άλλα. Μάλιστα
πρόσφατα πληροφορήθηκα και το θάνατο
της Μιράντας Οικονομίδου που ήταν η
πρωταγωνίστρια στο Σαλόνικα.
Αυτή τη χρονιά χάθηκαν οι δύο πρωταγωνίστριες
του Σαλόνικα. Η Λήδα Λαμπράκη
και η Μιράντα Οικονομίδου.

Πως σας φαίνεται αυτή
η διαδρομή εκ των υστέρων, ξεφυλλίζοντας
νοερά το άλμπουμ;


Φυσική.

Πιστεύετε ότι το
κρατικό σαν παιδάκι μεγάλωσε με καλό
τρόπο; Είναι ένα θέατρο το οποίο είχε
φοβερή ιστορία.


Κατ’ αρχήν είναι ένα
θέατρο, το οποίο γεννήθηκε από την ανάγκη
της θεατρικής εκπαίδευσης του
κοινού της βορείου Ελλάδος. Γιατί όταν
ιδρύθηκε το Κρατικό Θέατρο με εκείνη
την περίφημη ερώτηση του Καραμανλή –
πιθανότατα να γνωρίζετε πως έγινε η
ιστορία. Ρώτησε ο Καραμανλής σε μια
συγκέντρωση Τι μπορώ να κάνω για τη
Βόρειο Ελλάδα και του απάντησε ο
Θεοτοκάς Θέατρο. Επιλέχτηκε ο
Καραντινός, ήρθε ο πατέρας μου ως γενικός
γραμματέας, ο οποίος γνωριζόταν με τον
Θεοτοκά, και ιδρύθηκε το θέατρο από μια
ανάγκη. Αυτήν, λοιπόν, την εκπαιδευτική
ανάγκη του θεάτρου προς το κοινό –
μεγάλωσε βέβαια και εξαπλώθηκε το
Κρατικό Θέατρο, έγινε πια ένας αυτάρκης
οργανισμός στην βόρειο Ελλάδα μέσα σε
50 χρόνια, 60 πια – μέσα σ’ αυτά τα χρόνια
φυσικό είναι, η ιστορία δεν έχει γραφτεί
ακόμα, θα γραφτεί και ο καθένας θα
επωμιστεί το μερίδιό του, έτσι δεν είναι;
– πέρασαν πάρα πολλοί διευθυντές μετά
τον Καραντινό.

Εγώ θεωρώ ότι μία πάρα
πολύ σημαντική περίοδος είναι και αυτή
με το Μίνω Βολανάκη και κυρίως η πρώτη
περίοδος του Μίνου Βολανάκη. Το έργο
του Καραντινού είναι ανεκτίμητο κατά
τη γνώμη μου. Έβαλε τα θεμέλια για να
σταθεί αυτός ο οργανισμός. Βέβαια, σαν
ένας οργανισμός που διαρκεί 60 χρόνια,
φυσικό είναι να υπάρχουν τα πάνω και τα
κάτω και φυσικό είναι να έχει βγάλει
και κάποιες ρυτίδες. Εδώ οι άνθρωποι
βγάζουν, να μην βγάλουν οι οργανισμοί;

Έγκειται τώρα στο Γιάννη
το Βούρο να κάνει ένα καλό λίφτινγκ και
να ξαναδώσει στο θέατρο τη δυναμική και
την αίγλη, να βάλει το Θεσσαλονικιό μέσα
στο θέατρο με καλές δουλειές, με καλές
παραστάσεις, με παραστάσεις που θα
ενδιαφέρουν το κοινό της Θεσσαλονίκης,
κρατώντας πάντα τον πήχη όσο ψηλότερα
μπορεί και ο ίδιος και το κοινό της
Θεσσαλονίκης να κρατήσει, διότι ένας
θεατρικός οργανισμός δεν εξαρτάται
μόνο από το όραμα ενός διευθυντή,
εξαρτάται από όλους, εξαρτάται και από
τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τι υποστήριξη
προσφέρουν, εξαρτάται από το κοινό.

Βέβαια περνάμε δύσκολες
μέρες και αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και
σε επίπεδο τιμών εισιτήριου, θα πρέπει
ίσως ένας κρατικός οργανισμός να
προσαρμοστεί κατά κάποιον τρόπο μέσα
σ’ αυτά τα καινούργια δεδομένα. Νομίζω
ότι όλα αυτά θα γίνουν. Είναι πολύ
πρόσφατη η άφιξη του Δούρου στη διευθυντική
θέση του Κρατικού. Ελπίζω ότι όλα αυτά
θα γίνουν και θα έχουν ένα πολύ καλό
αποτέλεσμα. Το Κρατικό για μένα είναι
ένας χώρος που έχω πολλές μνήμες, έχω
πολλά βιώματα μέσα σ’ αυτό το θέατρο
και πριν φύγω για το Παρίσι και μετά που
επέστρεψα ως σκηνοθέτης. Είναι ένα
θέατρο που το αγαπώ και θέλω με κάθε
τρόπο να το δω να πηγαίνει καλά!



Info


Το Ραφτάδικο” του
Ζαν Κλωντ Γκραμπερ

Απόδοση-Σκηνοθεσία-Μουσική
Επιμέλεια: Γιάννης Ιορδανίδης

Παίζουν: Ιφιγένεια
Δεληγιαννίδη, Μαρία Χατζηϊωαννίδου,
Γιολάντα Μπαλαούρα, Ελένη Θυμιοπούλου,
Άννη Τσολακίδου, Ροζαλία Μιχαλοπούλου,
Κώστας Σαντάς, Αστέρης Πελτέκης, Ιάκωβος
Μυλωνάς, Δημήτρης Κολοβός, κ.α.

Από 18/10 στο Θέατρο Μονής Λαζαριστών –
Σκηνή Σ. Καραντινός

Related stories

Η Βάσω Λασκαράκη πιστεύει στο μαγικό ραβδάκι της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη στη Χρύσα Πλιάκου/ Φωτογραφίες: Nekti Δεν νομίζω ότι υπάρχει...

Γιατί διαλύθηκαν αρχικά οι Simon and Garfunkel μετά το πρώτο τους άλμπουμ

Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη...

Το τραγούδι των REM που αρνήθηκαν να παίξουν live

Το βράδυ της άνοιξης του 1980, η πόλη Athens...