Σκηνοθεσία: Bill Condon
Ηθοποιοί: Ian McKellen, Laura Linney, Hiroyuki Sanada, Milo Parker
Ο Kύριος Χόλμς του Ίαν ΜακΚέλεν είναι αλλιώτικος από όλους όσους κατά καιρούς έχουν περάσει από τη μικρή και μεγάλη οθόνη. Έχει την ευλυγισία του Φρέντ Αστέρ, τη θεατρικότητα μεγάλων ηθοποιών της σκηνής, τη λάμψη ενός μυαλού που λειτουργεί διαφορετικά, τη γκρίνια και τη δυστροπία ενός κατσούφη γέρου, αλλά και τη θλίψη στο βλέμμα αυτού που δεν μπόρεσε να καταφέρει να πει ποτέ στους ανθρώπους γύρω του πόσα πολλά σήμαιναν γι αυτόν. Κατά τον ίδιο, έχει παραζήσει, σε αντίθεση με άλλους που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όσο θα έπρεπε. Καθώς και το τελευταίο φύλλο από το γέρικο δέντρο του ετοιμάζεται να πέσει, αναπολεί όσο αντέχει το παρελθόν προσπαθώντας να εξιχνιάσει πίσω από τα ομιχλώδη τοπία της λήθης την δυσεπίλυτη εξίσωση που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Διατηρώντας όπως πάντα την ψυχραιμία του, ακόμη κι όταν όλα πια αρχίζουν να σκοτεινιάζουν, το λαμπερό αυτο μυαλό φτάνει στη μοιραία αποδοχή ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να τα γνωρίζεις όλα. Και ότι όλοι οι επαγωγικοί συλλογισμοί του κόσμου δεν μπορούν να ορίσουν τι ακριβώς ζητούν οι άνθρωποι από τη ζωή τους. Για ποιον λόγο τελικά αξίζει να ζουν. Η ύπαρξή του διαταράσσεται για μία και μοναδική φορά, όταν ο θάνατος δεν είναι πια και τόσο μακριά. Η αδιάσειστη μέθοδός του κλονίζεται συθέμελα από έναν και μοναδικό, αλλά τόσο ισχυρό αστάθμητο παράγοντα. Το ανθρώπινο συναίσθημα. Κάτι που τελικά αποδεικνύεται πολύ μακριά από στοιχειώδες.
Ο Μπιλ Κόντον συναντάται για μία ακόμη φορά με τον μεγάλο Βρετανό ηθοποιό, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε -πέρα από τους μεγαλοπρεπείς μάγους και τους σκοτεινούς σουπερ ήρωες- την αστείρευτη ικανότητά του να ερμηνεύει χαρακτήρες. Μετά το Θεοί και δαίμονες του μακρινού 1998, ο σκηνοθέτης αφήνει και πάλι τα υγρά και κουρασμένα μάτια του πρωταγωνιστή του να μιλήσουν από μόνα τους. Αποσυρμένος σε ένα μικρό αγρόκτημα στο Σάσσεξ, ο 93 χρόνος πλέον ντετέκτιβ (ένας ΜακΚέλεν εμφανώς πιο γερασμένος απ' ότι στην πραγματικότητα) περνά το χρόνο του φροντίζοντας επιμελώς τις μέλισσές του, ψάχνοντας το ιδανικό ελιξίριο ενίσχυσης της μνήμης και προσπαθώντας ενώσει τα θραύσματα της τελευταίας του υπόθεσης που έμελλε να τον οδηγήσει στην απομόνωση και την αυτοτιμωρία. Η αψεγάδιαστη κομψότητα, το κοφτερό μυαλό και οι αθόρυβες, σχεδόν χορογραφημένες κινήσεις, αποκαλύπτονται μόνο σε διακοπτόμενα φλας μπακ, με το σενάριο (διασκευασμένο από το μυθιστόρημα του Αμερικανού Μιτς Κάλιν) να διαιρείται σε τρεις χρονικές περιόδους. Ο Κόντον φωτίζει σχεδόν επιδεικτικά το γερασμένο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του καθώς πασχίζει να κρατηθεί στην πνευματική διαύγεια, όταν πια το φημισμένο εργαλείο της δουλειάς του έχει αρχίσει να εκφυλίζεται ανεπανόρθωτα. Οι εκλάμψεις της έμπνευσης αποκτούν τεράστια αξία και οδηγούν σταδιακά τον ίδιο μαζί με μας στην αλήθεια. Σύμμαχος των πνευματικών του αναλαμπών είναι τώρα ο μικρός γιος της αγέλαστης οικονόμου του (ικανοποιητική η εμφάνιση της Λόρα Λίνεϊ, που όμως ξενίζει με την αμερικάνικη προφορά της), με τις λεπτές αποχρώσεις της σχέση τους να αποτελούν τον νοηματικό άξονα της ταινίας. Η αντίφαση της απώλειας της μνήμης ενός τέτοιου διασήμου νου, εντείνουν την πικρή αίσθηση που αναδύεται μέσα από διακριτικές σκηνές νοητικής έκπτωσης. Ο ίδιος ο ΜακΚέλεν εξάλλου (σε μία από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της καριέρας του) δείχνει να απολαμβάνει κάθε κίνηση, κάθε γκριμάτσα, κάθε υποψία χαμόγελου. Αποδεικνύεται υποδειγματικός στο ρόλο ενός συγκροτημένου χαρακτήρα που για πρώτη φορά στη ζωή του, καλείται να περάσει τα σύνορα της λογικής συνειδητοποιώντας παράλληλα ότι είναι ανθρώπινο κάποιες φορές να μην έχεις την παραμικρή ιδέα του τι ακριβώς συμβαίνει.
O Κύριος Χολμς μοιάζει με ένα μελαγχολικό αντίο ενός θρύλου, μέσα από τα μάτια ενός καθημερινού ανθρώπου. Μπορεί σε στιγμές να φαντάζει αρκετά προβλέψιμο ή να κορυφώνεται μετριασμένα, όμως, η θαυμάσια ερμηνεία του Σερ Ίαν -ο οποίος σαγηνεύει όλο και περισσότερο καθώς περνούν τα χρόνια- έρχεται να προσθέσει ένα σημαντικό κομμάτι στη μεγάλη μεταμοντέρνα παράδοση της θεματολογίας των περιπετειών του διασήμου ήρωα. Παρότι ο εξίσου φημισμένος συνεργάτης του, ο Δρ. Γουάτσον, εμφανίζεται μόνο σε μια μικρή και ονειρική ανάδρομη στο παρελθόν, η σκηνοθεσία επιλέγει εύστοχα να μη δείξει το πρόσωπό του, οδηγώντας κι εμάς στην αοριστία της λήθης, εκεί που οι οικίες φιγούρες των αγαπημένων ανθρώπων αρχίζουν και ξεθωριάζουν. Εκεί που χρειάζεσαι να σημειώνεις τα ονόματά τους για να μην τα ξεχνάς. Εκεί που η εξιλέωση έρχεται με την απλούστατη παραδοχή ότι λίγο πριν το τέλος είναι απαραίτητο να αναθεωρήσεις, όχι τόσο την αξία της λογικής, όσο την απόλυτη αναγκαιότητά της.