Το Στο δρόμο (μτφ. Δήμητρα Νικολοπούλου,
εκδ. Πλέθρον) περιγράφει για πρώτη φορά τον Μπητ τρόπο ζωής, αυτόν τον
κατακλυσμό τής ενέργειας, που άρχισε σταδιακά να ξεπροβάλλει και να παίρνει τη
μορφή κινήματος από το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Το βασικό στοιχείο
του βιβλίου είναι η απεικόνιση της συνεχούς κινητικότητας της απογοητευμένης
νεότερης γενιάς η οποία αναζητεί ένα άλλο σύστημα αξιών πέρα από αυτό που
στηρίζεται στα οικονομικά μεγέθη. Στην προσπάθειά της αυτή προτάσσει τα
ισχυρότερα όπλα που διαθέτει ή πρέπει να διαθέτει όποιος είναι νέος στη
συνείδηση: Περιφρόνηση, ενεργητικότητα, αυθορμητισμό και διάθεση για διαρκείς
υπερβάσεις. Και όλα αυτά τα στοιχεία τα διαθέτουν οι περιπλανώμενοι αλήτες
τού Στο δρόμο και οι πληγωμένοι διαβάτες της αστικής ζούγκλας
που ακούνε το κάλεσμα μιας καινούργιας ζωής και βλέπουν έναν καινούργιο
ορίζοντα να ανοίγεται διαρκώς μπροστά τους. Και το κυριότερο, τα πιστεύουν όλα
αυτά ως νέοι και σαν νέοι. Κάπου μέσα στον δρόμο ήξερα πως θα υπήρχαν
κορίτσια, όνειρα, τα πάντα· κάπου μέσα στον δρόμο θα μου πρόσφεραν την πέτρα
της ζωής.
Το βιβλίο ξεκινά με τη γνωριμία του Σαλ Πάρανταϊζ (ο ίδιος ο
Κέρουακ) και του Ντην Μόριαρτυ (ο Νηλ Κάσαντυ) το 1946 και ολοκληρώνεται με την
επιστροφή του Σαλ στη Νέα Υόρκη το 1950. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο Σαλ
Πάρανταϊζ, που είναι και ο αφηγητής, οργώνει τις Η.Π.Α. τέσσερις φορές, χωρίς
να ψάχνει τίποτα το συγκεκριμένο, με τον φθηνότερο, πιο ελεύθερο και πιο
ποιητικό τρόπο: Ωτοστόπ, λεωφορεία, κάνοντας τον οδηγό σε αυτοκίνητα άλλων ή με
τα αυτοκίνητα του Ντην που είναι ή δικά του ή… άλλων. (Το αυτοκίνητο που τρέχει
και τρέχει ακατάπαυστα, γίνεται εδώ σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας).
Γνωρίζεται με αμέτρητους ανθρώπους ή σκιές ανθρώπων, συναντά φίλους παλιούς,
ερωτεύεται, γράφει όποτε επιστρέφει στο σπίτι του, σπουδάζει, φιλοσοφεί,
μπλέκεται σε περιπέτειες του οινοπνεύματος, διεισδύει στον κόσμο των
παραισθήσεων, τυλίγεται σε αμέτρητη bop μουσική, εργάζεται κατά διαστήματα,
κινείται διαρκώς δαιμονικά ανάμεσα στις λευκές γραμμές των απέραντων δρόμων
μέσα σε οχήματα που συχνά τα οδηγεί ο τρελός του φίλος Ντην, έχοντας προ πολλού
πάψει να ασχολείται με τις ενδείξεις του ταχογράφου.
Ζήσε τώρα και στο διάβολο το μέλλον! Αυτό διακηρύσσεται
διαρκώς σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Σιγά, μωρέ παλιόκοσμε, που θα κάτσω να
προγραμματίσω, όπως θα έλεγε και ο Νίκος Καρούζος. Για τους περισσότερους
το να βρίσκεται κάποιος διαρκώς «καθ’ οδόν», ακούγεται σαν συνώνυμο της
δραπέτευσης από τη ζωή. Για τον Κέρουακ όμως σήμαινε να τρέχεις προς τη ζωή όσο
πιο γρήγορα μπορείς, διαθέτοντας το ζαλισμένο κέφι εκείνου που έχει τη
μεγαλύτερη συμπάθεια για όλους και τη μεγαλύτερη περιέργεια για όλες τις πτυχές
τής εμπειρίας που μπορεί ο καθένας να συλλέξει ζώντας έντονα. Σε αυτόν τον
ύμνο στην απλότητα, στη λιτότητα, στην αθωότητα και στην υγεία που αναδίδουν οι
κραδασμοί τού αυθόρμητου, όλα είναι επαρκή και όλα αξίζει να (ξανα)
ανακαλυφθούν ή να επαναπροσδιοριστούν μέσα από την ενορατική εμπειρία.
Μπορεί ο Κέρουακ να συνέβαλε στην ανάπτυξη νέων αντιλήψεων
για τη χρήση και τον ρόλο της γλώσσας, για την άλλη οπτική που έφερε απέναντι
στην έννοια των ηθογραφικών καταγραφών, για την αντιμετώπιση της σχέσης
–αχώριστης γι’ αυτόν– μορφής και περιεχομένου, για τον δεσπόζοντα ρόλο της
υποκειμενικής οπτικής κτλ. Αν με το βιβλίο του αυτό ενέπνευσε κατά τη δεκαετία
του ’50 και ’60 τις μαραμένες ψυχές ώστε να ακολουθήσουν έναν εναλλακτικό τρόπο
ζωής, αυτό είχε ημερομηνία λήξης. Για την εποχή εκείνη το βιβλίο ήταν όντως
γεμάτο με πολύ οινόπνευμα, ναρκωτικά, σεξ και ξέφρενους μουσικούς ρυθμούς. Αυτά
ήταν μια πρόταση ζωής. Ήταν ένας διαφορετικός τρόπος να βλέπεις τον
κόσμο: Θα τα βγάλω πέρα με το ένστικτο, την ευφυΐα μου, ακόμα και με το
κέφι μου. Σίγουρα όμως με το Στο δρόμο κατάφερε
διαχρονικά και πάνω απ’ όλα να γίνει ο εσωτερικός συναγερμός, το εσωτερικό
ξυπνητήρι που πρέπει να διαθέτει και σήμερα ο καθένας που
ισχυρίζεται πως θέλει να ζει ουσιαστικά.
Δημήτρης Σαραντάρης
Bookstand.gr – Περιοδικό για το βιβλίο και την
ανάγνωση