HomeUrbanitiesΣτην Πλατεία Ναβαρίνου να προσέχεις τα όνειρα...

Στην Πλατεία Ναβαρίνου να προσέχεις τα όνειρα μας…

Είναι κατάρα η ομορφιά αυτής της πόλης, κατάρα βγαλμένη από μελαγχολικά στενάκια του μυαλού. Είναι καταδικασμένη η Θεσσαλονίκη να έχει μια ομορφιά νοσταλγική και μελαγχολική κι εσύ είσαι καταδικασμένος να πονάς σε κάθε γωνιά της. Οι μνήμες, τα λόγια, οι μυρωδιές, εκείνες οι ατέλειωτες συζητήσεις μας τα μεσημέρια στην Πλατεία Ναυαρίνου… 
Όπως τότε που με περίμενες στα παγκάκια της πλατείας, με έπιανες απ’το χέρι και μου έδειχνες έναν άλλο κόσμο, που λάτρεψα. Ξεκλέβω λίγο χρόνο κάπου-κάπου και ακολουθώ την ίδια διαδρομή, όπως τότε. Πάντα πρωινά και πάντα με γυαλιά ηλίου. Τα βράδια, βλέπεις, δεν δείχνουν έλεος σε καρδιές μισές και τα γυαλιά κρύβουνε τον πόνο που ρέει απ’ τα μάτια.


 Έτσι και σήμερα.
Φρόντισα να κοιμηθώ νωρίς την προηγούμενη νύχτα. Ήθελα να ξυπνήσω νωρίς το
πρωί, γιατί θα ήταν μια από αυτές τις μέρες.
Έκλεισα το κινητό και το pc, έβγαλα δυο ρούχα απ’ την
ντουλάπα και άνοιξα την πόρτα μου. Πριν προλάβω να την κλείσω –θυμήθηκα. Τα
γυαλιά! Τα φόρεσα και κλείδωσα. Πόσο διαφορετικά είναι όλα σήμερα. Κατέβηκα από
το σπίτι μου, μα δεν με περίμενες, όπως συνήθως. Αγαπάς να χουζουρεύεις τις
Κυριακές, το ξέρω. Κατηφόρισα…Το λεωφορείο πλησίασε. Γεμάτο με ηλικιωμένα
ζευγάρια, που πάνε στην εκκλησία. Θυμάσαι που τους χαζεύαμε να προχωρούν
χέρι-χέρι στην παραλία; Δεν στο ‘χα πει, μα κάθε φορά ερχόταν εκείνη η εικόνα
στο μυαλό μου. H εικόνα με τα χέρια μας γεμάτα κηλίδες και ζάρες να είναι
ένα.

 

Με αυτές τις σκέψεις πέρασαν γρήγορα τα λεπτά στο λεωφορείο.
Επόμενη στάση «Καμάρα». Εδώ κατέβηκα, πήρα ένα κουλούρι από έναν πλανόδιο και
πέρασα βιαστικά το δρόμο. Είχα φτάσει, λοιπόν… Κοίταξα μηχανικά στα δεξιά μου. Ήταν εκεί,
το ήξερα ότι ήταν εκεί. Το παγκάκι εκείνο, που είχε καλά φυλαγμένες τις
συζητήσεις μας. Εκεί κάθισα και έκανα το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Μου έλειψε ο
τρόπος που καπνίζεις…

Το πρωί δεν είχε προχωρήσει πολύ, είχε αυτό το αναζωογονητικό
αεράκι ακόμη, που σε κάνει να ανατριχιάζεις γλυκά.
Αγαπούσα τους πρωινούς μας
καφέδες της Κυριακής. Πάντα είμαστε οι πρώτοι πελάτες της Κυριακής στο IlCapo. Τέτοια
εποχή, καθόμασταν στα τραπεζάκια έξω απ’ το μαγαζί, στον πεζόδρομο. Βολευόμασταν
στις καρέκλες, έβαζες λίγο παραπέρα την εφημερίδα σου κι εγώ την τσάντα μου.
Ποτέ δε με ρωτούσες. «Ένα καπουτσίνο και μία σοκολάτα ζεστή και γλυκιά!»,
έλεγες. Η σερβιτόρα μου χαμογελούσε κι εγώ αισθανόμουν ασφάλεια…

 

Διάβαζες την εφημερίδα σου και μου μιλούσες για την επικαιρότητα, για
τους πολιτικούς, για την οικονομία.
Κι εγώ σε κοιτούσα, σε παρατηρούσα και
γέμιζα θαυμασμό για τον άνθρωπό μου. Όχι γι’ αυτά που μου έλεγες, ούτε και για
τις γνώσεις σου. Σε θαύμαζα, γιατί ο τρόπος σου να υπερασπίζεσαι αυτά που
πιστεύεις με κάνει να σε ερωτεύομαι ξανά και ξανά. Τέλειωνες με την εφημερίδα,
πλήρωνες τη σερβιτόρα και συνεχίζαμε. Μεσημεράκι πια, λίγο πριν αρχίσω να σου
γκρινιάζω πως έχω πεινάσει, με πήγαινες στο Vinyl Mania. Έτσι
ήταν το «τυπικό» και το τηρούσαμε κατά γράμμα. Βλέπαμε στη βιτρίνα του παλιές
και νέες κυκλοφορίες δίσκων, ενημερωνόμασταν και προγραμματίζαμε τι θα αγοράσει ο καθένας
μας από βδομάδα. «Πληρώνομαι την Τρίτη», έλεγες… «Μην τολμήσεις να ακουμπήσεις
τους Pink Floyd μου!» και γελούσαμε, θυμάσαι; Αυτόν τον δίσκο στον είχα
αγοράσει τη Δευτέρα. Σε κοιτούσα στα μάτια. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά στα μάτια
σου. Ποτέ δεν θα την ξεχάσω…

 

Λίγο πιο κάτω, είχα ανακαλύψει ένα καινούριο μαγαζί με
καλλυντικά, το Venti. Πήγαινα μόνη μου εκεί…
Τα
βαριόσουνα αυτά, το ήξερα. Κάθομαι με τις ώρες σ’ αυτό το μαγαζάκι… Επώνυμα
καλλυντικά στις πιο χαμηλές τιμές που είδα ποτέ. Και κολόνιες όμως. Από εκεί
παίρνω πάντα την κολόνια που τόσο σου άρεσε να μυρίζεις στο λαιμό μου… Εφοδιάζομαι
με ρουζ, μάσκαρα και κραγιόν, για να είμαι όμορφη τα βράδια της Πέμπτης, που
αλητεύαμε παρέα στην πόλη.

 

Το μεσημέρι έχει προχωρήσει, όμως… Μα πόσο όμορφη είναι η
άνοιξη στη Θεσσαλονίκη! Οι μυρωδιές των φαγητών είχαν κατακλύσει την πλατεία
.
Λογιών λογιών φαγητά απλώνονταν στα τραπέζια και η ρετσίνα έρεε άφθονη. Εμείς
κάτσαμε στο στέκι μας, στο Λιόπεσι.
Εκεί τρώγαμε τις Κυριακές οι δυο μας και καμιά Παρασκευή με την υπόλοιπη παρέα,
για τσίπουρα. Λατρεύω την περιποίηση σ’ αυτό το ταβερνάκι… Εκεί, όμως,
επενέβαινα στην παραγγελία. Δεν ξεχνούσα ποτέ τις κασεροκροκέτες μου και μια
σαλάτα ρόκα. Όλα τα μεζεδάκια με τόσο μεράκι φτιαγμένα. Φεύγαμε, κάπου γύρω
στις έξι το απόγευμα… Ζαλισμένοι από αλκοολικά φιλιά και ρεμπέτικες μελωδίες.

Έξι η ώρα το απόγευμα κι ακόμη ο ήλιος βολτάρει στον ουρανό…
Αγαπώ την άνοιξη.
Αγαπώ αυτόν το μελαγχολικό ουρανό, με τα μωβ και γαλάζια
χρώματα, να μας σκεπάζει, ενώ έχουμε ξεκινήσει για το δρόμο του γυρισμού. Εσύ
μου μιλάς για τα τατουάζ μου, παίρνεις το χέρι μου και ζωγραφίζεις με το
δάχτυλό σου νοερά γραμμές στο χέρι μου. Μου μιλάς για σχέδια και χρώματα, για
γραμματοσειρές και σκιές. Ανυπομονείς για το πρώτο σου τατουάζ. Εγώ σε είχα
προλάβει δυο μήνες νωρίτερα. Έχεις κλείσει ήδη ραντεβού στο NicoTattoo. Εκεί
που είχα πάει κι εγώ. Είχες τρελαθεί με τα σχέδια και ξεφύλλιζες συνεχώς
άλμπουμ. Ήταν κι ο φίλος σου ο Κ. εκείνη τη μέρα στο μαγαζί. Εκείνος για piercingστο
κάτω χείλος. Σε πειράζαμε που δεν το έπαιρνες απόφαση, θυμάσαι; Αγαπώ να μπαίνω
σ’ αυτό το μαγαζί. Ίσως γιατί εκεί μέσα χάραξα στο κορμί μου γραμμές που δεν
καταλαβαίνουν από χρόνο. Σα λύτρωση για όλα αυτά που μου προσέφερε η ζωή, καλά
ή μη.

 

Είχε σουρουπώσει πια…
Μου είχες δώσει το μπουφάν σου για να μην κρυώνω και εγώ κοίταζα τον ουρανό και
θαύμαζα τις αποχρώσεις της Ίριδας.
Η επόμενή μας στάση, το Μινιόν. Το μαγαζί «μας». Το μέρος όπου τελείωναν τα βράδια μας,
όταν είμαστε κι οι δύο ταλαιπωρημένοι απ’ την καθημερινότητα. Ξεκινούσαμε μ’ έναν
ελληνικό στη χόβολη με γεύση μαστίχα και καταλήγαμε σε ρακόμελα. Ρακόμελα,
μεζεδάκια κι εμάς τους δυο να λέμε τα νέα της ημέρας… Εκείνο που λάτρευα, όμως,
στο Μινιόν, όταν ερχόταν η άνοιξη, ήταν τα κοκτέιλ με βάση τη ρακή. Τι κι αν
είμαστε στο κέντρο της πόλης; Εμείς ταξιδεύαμε σε κάτι σοκάκια νησιώτικα, ήδη…

 

Κοντεύουμε στο αυτοκίνητο. Μα δεν μπορεί! Οι Κυριακάτικές μας βόλτες
τελειώνουν διαφορετικά. Είναι ιεροτελεστία, μην το ξεχνάς.
Ένα παγωτό λείπει,
με τις πιο περίεργες γεύσεις του κόσμου όλου. Γεύση τζατζίκι, παντζάρι, τούμπα
λίμπρε, μπύρα, μπουγάτσα, καζάν ντιπί, μαστίχα Χίου κ.α. Φτάσαμε στο Pagoseto. Σε χωνάκι, από δυο μεγάλες μπάλες στον καθένα. Σου
ψιθυρίζω στο αυτί όλες τις παράξενες γεύσεις που μου κάνουν εντύπωση κι εσύ
διαλέγεις γι’ αυτήν την Κυριακή την πιο παράξενη γεύση! Εγώ επιλέγω τη γεύση
μπύρας. «Αναμενόμενο!», μου λες και γελάμε δυνατά…

Το ρολόι του σπιτιού μου δείχνει δέκα πια. Έχω γυρίσει από
ώρα, κάθομαι στο μπαλκόνι και κοιτάζω την πόλη από ψηλά.
Αναρωτιέμαι πού να
είσαι τέτοια ώρα…Ψάχνω με τα μάτια και παρατηρώ τα φώτα της Πλατείας Ναυαρίνου.

Όλα φαίνονται ίδια από ψηλά.

Τίποτα δεν είναι όμως πια το ίδιο.

Να προσέχεις.

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...