Το σύμπαν πλήττει όταν πλήττει. Με όλα τα αμέτρητα και μυστηριώδη που συμβαίνουν εντός του, μερικές φορές απλά πλήττει. Και τότε συνωμοτεί εναντίον του πρώτου όντος πάνω στο οποίο θα πέσει το συμπαντικό μάτι για να διασκεδάσει την ανία του.
Τούτη τη φορά έπεσε το μάτι του επάνω μου, (άμα πάει η δίαιτα κάθε φορά από Δευτέρα που να κρυφτείς) κι έστειλε ένα γκρίζο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου να παίξει με τη δουλειά, το σπίτι, το αυτοκίνητο μου. Σε ρυθμό υπαγόρευσης Παπαμιχαήλ στη Βουγιουκλάκη – Σταχτοπούτα της Ρώμης : «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα». Μου πέταξε κι ένα κομμάτι ουρανού σφοντύλι και κάπου εκεί ίσως να θεώρησε ότι το παράκανε. Ή βαρέθηκε πάλι . Ή είδε τα χαΐρια του και ντράπηκε. Άγνωσται αι βουλαί … μα με γλύκα σχεδόν ενοχική, σαν τον γονιό που έβαλε άδικα τιμωρία το βλαστάρι του, έστειλε μια τυπωμένη λιακάδα να διώξει το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου : «Έρως Ανίκατε Μάσαν». Το καινούργιο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ έφτασε στα χέρια μου με τρόπο κινηματογραφικά υπέροχο. Λίγο πριν τα γενέθλια μου. Ένα βιβλίο ίδιο ακριβώς με τα χιλιάδες που τυπώθηκαν. Ένα βιβλίο σαν κανένα από τα χιλιάδες που τυπώθηκαν. Δικό μου.
Μικρές ξεκαρδιστικές ιστορίες. Ένα από τα πολλά πρόσωπα του συγκεκριμένου συγγραφέα που μετά από χρόνια ανάγνωσης της δουλειάς του μόνο υποψιάζομαι πως καταλαβαίνω. Αυτό όμως είναι ξεκάθαρο : ο Αύγουστος Κορτώ δεν είναι ένας συγγραφέας, είναι πολλοί μαζί. Ή προς αποφυγή κακόβουλων ερμηνειών, είναι ένας συγγραφέας με πολλά πρόσωπα. Από τη θέση της αναγνώστριας – και μόνο – διακρίνω ένα δημιουργό αεικίνητο, πολυτάλαντο, τολμηρό, γενναιόδωρο, που εξελίσσεται διαρκώς, δοκιμάζει και δοκιμάζεται. Έχοντας νιώσει εξαπατημένη στο παρελθόν από πολλά υποσχόμενους συγγραφείς που για κάποιο λόγο έμεναν γαντζωμένοι στην επιτυχία του ενός καλού τους βιβλίου, συνήθως του πρώτου, ενώ συνέχιζαν να παράγουν ανακυκλωμένα κακέκτυπα- κονσέρβες στα επόμενα, νιώθω ασφαλής όταν βλέπω το όνομα του Αύγουστου Κορτώ στο εξώφυλλο.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο το εξώφυλλο έχει επιμεληθεί ο αγαπημένος Αρκάς. Τι άλλο να ζητήσει κανείς για να περάσει καλά με ένα βιβλίο; Γρήγορος ρυθμός, κείμενο που διαβάζεται εύκολα και προκαλεί αβίαστα γέλιο. Κάτω από το γέλιο το ταλέντο, η υψηλή ευφυΐα, η γνώση, ο πόνος, ο θυμός, οι μνήμες, η γενναιότητα, η ευαισθησία, ο αυτασαρκασμός, η τρυφερότητα, η αγάπη, εναλάσσονται, στοιχεία που σκουντάνε το ένα το άλλο παιχνιδιάρικα, συγκρούονται, σπαράζουν και σπαράζονται σε ένα μικρόκοσμο που ψάχνει το χώρο του στα γεωγραφικά πλαίσια του καθημερινού, Ελληνικού υπερρεαλισμού. Σε μία χώρα που φροντίζει τους συγγενείς του τάδε, την ερωμένη του δείνα, το ανίκανο πελατάκι που θα πάρει τη θεσούλα με τα καλά λεφτά, μια κοινωνία που ανάγει σε πρότυπο το πλαστικό και το κούφιο, σε αυτή τη χώρα υπάρχουν ακόμα κάποιοι ταλαντούχοι γραφιάδες που ανακατεύουν ακούραστα θάλασσες λόγου μέχρι να γίνουν τρικυμίες. Τρικυμίες που σώζουν τα ακατοίκητα μας. Άνθρωποι ξεχωριστοί, σκληρά εργαζόμενοι και με ελάχιστες εξαιρέσεις, σκληρότερα κακοπληρωμένοι. Εκείνοι που θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι των πρώτων αναγκάζονται να κρύβονται από τον κοινοχρηστά και πολλές φορές νιώθουν πως σχεδόν ζητιανεύουν για να πάρουν τα δικαιώματα από τα βιβλία τους.
Άλλη μία θλιβερή υπενθύμιση για το πόσο αγγελικά πλασμένα είναι όλα στο στρουμφοχωριό. Ευτυχώς κάτι τύποι σαν τον Κορτώ δεν το βάζουν εύκολα κάτω – μεταφράζουν, γράφουν, διαβάζουν και διαβάζονται για να ξεγλιστράμε εμείς από τα γκρίζα συννεφάκια. Βάζουν ένα χεράκι σαν από μηχανής θεοί μπας και την πετύχουμε τη ρημάδα την κάθαρση που ψάχνουμε σε αυτήν την Ελληνική τραγωδία που όχι το Εθνικό, ούτε ο πολιτιστικός σύλλογος «Άνω Λυκοπορδής» δεν θα ανέβαζε. Ευτυχώς.