«You had a party, now you have a hangover». [ 1 ] Απεχθάνομαι, βδελύττομαι, αποστρέφομαι την ηθικολογία, γέννημα-θρέμμα ενός ιδεοληπτικού, θρησκευτικού, υπερσυντηρητικού, παρωχημένου και ανεδαφικού λόγου, ενός μη-λόγου, μίας μη πνευματικής πρότασης. Αλλά όχι όσο θα έπρεπε. Όχι όσο θα έπρεπε… Οπότε ξανά (το κάνω συχνά) για τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα — την Αλαζονεία, την Οκνηρία, τη Λαιμαργία, την Απληστία, τη Ζηλοφθονία, την Οργή. Όλα τους αφορούν τον άνθρωπο που στερείται, εξαιτίας τους, τη Θεία Χάρη, οδηγώντας τον στην αιώνια καταδίκη του — αλλά επειδή δε με ενδιαφέρουν αυτά, εδώ θέλω να τα δούμε ως χαρακτηριστικά του ελληνικού «τρόπου», αυτού που οδήγησε το κράτος σε χρεοκοπία και θα οδηγήσει τη χώρα σε μαρασμό: θεωρούμε εαυτόν (χωρίς έγκριση από καμιά βιβλιοθήκη, καμιάν Ακαδημία, καμιά Σχολή σκέψης: έτσι, όπως οι Τούτσι φαντάζονται ύπερθεν όλων των άλλων τη φυλή τους) ανώτερο και περιούσιο, φτιαγμένον από το καλύτερο θεϊκό σάλιο και το πιο απάτητο και ασκουλήκιαστο χώμα τής Εδέμ, προορισμένον για μεγαλεία και για μια κορυφαία και κραταιά Τελική Νίκη επί των βαρβάρων, είμαστε (συλλήβδην, όλοι, τσουβαλιαστά: καμιά ψευδοκατηγορία περί γενίκευσης δε χωρά εδώ) οκνηροί, τεμπέληδες, φυγόπονοι, αδηφάγοι σαν ατάιγες κότες, με τη σαλτσωμένη πετσέτα πάντα στραβοφορεμένη στο λαιμό, πλεονέκτες, ακόρεστοι, ανεχόρταγοι, φθονεροί, ζηλόφθονοι, αμετανόητοι εχθροί της επιτυχίας του άλλου, που σκάζουμε και σκανιάζουμε με το καλό όπου γης και που το σιχαινόμαστε και
χωριό του νομού Πιερίας. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ψαράδες, και δη αλιείς γαρίδας, που αφθονούσε στα νερά εκεί. Μέσα σ’ αυτά τα πέντε χρόνια, η αλαζονική υπεραλίευση, η ποταπή απουσία οποιασδήποτε ορθολογικής μέριμνας για το βιότοπο και ο ματαιόδοξος ανταγωνισμός στους κιτς κήπους και τα δίλιτρα αμάξια αφάνισαν τον πληθυσμό της γαρίδας, οι ψαράδες φτώχυναν, μετανάστευσαν το θυμό τους στη Θεσσαλονίκη, κάπου στα δυτικά, τα σύγχρονα, τότε, καΐκια τους που είχαν αποκτήσει με δάνεια σάπισαν ανεξόφλητα, το χωριό έκτοτε φυτοζωεί, απολύτως και διά βίου χρεοκοπημένο: Αλαζονεία, Οκνηρία, Λαιμαργία, Απληστία, Ζηλοφθονία, Οργή. Και καμία Λαγνεία — μόνο Αμεριμνησία. [ 4 ] Αυτή η αμεριμνησία, όμως, σε οδηγεί αναγκαστικά στο αρχετυπικό Κακό, σε κάποιο Κουτί της Πανδώρας δηλαδή, κι αυτό (αναγκαστικά, στο δικό μου το μυαλό) στις εσχατολογικές παραβολές των ζόμπι τού Τζορτζ Ρομέρο, κι αυτές με τη σειρά τους (αναγκαστικά) στον πρώτο που μίλησε με τέτοιαν ακριβολογία για τον ζώνεκρο πολιτισμό της ακόρεστης ηδυπάθειας και της άνοης τρυφηλότητας, δηλαδή στον Πόε — οπότε και στη «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», μιαν αλληγορία του σύγχρονου ελληνικού τραύματος. Την ξέρετε, δε χρειάζεται να την αναδιηγηθώ, απλώς να πω ότι ο ευτυχισμένος και σοφός Πρόσπερο δεν είναι ούτε αριστοκράτης και πρίγκιπας, ούτε άρχοντας και κυβερνήτης (στον Πόε, ακόμα και το μουστάκι του πρέπει να το διαβάζεις ανάμεσα από τις τρίχες): είσαι εσύ. Και ότι οι αμέριμνοι καλεσμένοι, οι μασκαρεμένοι ιππότες και οι
που ούτε έχουμε μάτια να το δούμε και να το κατανοήσουμε, μνησίκακοι, φουρκισμένοι, πικαρισμένοι, τσαντισμένοι, διαρκώς μπουρινιασμένοι και αγανακτισμένοι με τους πάντες — πλην ημών. (Αρνούμαι κατηγορηματικά, και να με συγχωρέσει ο μακαριστός ποντίφιξ Γρηγόριος Α΄ που συνέταξε τον κατάλογο στο πόνημά του «Ηθικά Μείζονα» πριν 1.400 χρόνια—και νομίζω πως ο Αντόρνο αυτό το έργο ανακαλεί τιτλοφορώντας εκείνες τις σημειώσεις του «Ηθικά Ελάχιστα»—, αρνούμαι, λέω, να εντάξω και τη Λαγνεία στα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, οπότε τα περιορίζω σε Έξι, αν και θα μπορούσα ευκολότατα να προσθέσω, όχι τη Διαστροφή, που δεν ξέρω τι είναι, αλλά την Αμεριμνησία, τον οχαδερφισμό, άλλο ίδιον τού Έλληνος κι αυτό, για να αποφύγω την αριθμητική ανακολουθία. Αρνούμαι επίσης να προσδώσω τα ίδια χαρακτηριστικά σε οποιονδήποτε άλλο λαό). [ 2 ] Δε θα επεκταθώ παραπάνω, έχω μιλήσει με πολλές χιλιάδες λέξεις για όλα αυτά, και καιρό τώρα, κι έχουν μιλήσει πολλοί άλλοι, ακόμη νωρίτερα (πολύ νωρίτερα), όλοι τους εξόχως ειδικότεροι από μένα: ωστόσο, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τους λόγους που στη δομική κρίση της Ευρωζώνης προστέθηκε και η καθ’ ημάς ηθική και (επομένως) οικονομική παθογένεια και δημιούργησε αυτό τον Κέρβερο, καθιστώντας μας τη μόνη όντως θανάσιμα αμαρτωλή χώρα που δε θα μπορέσει να γλιτώσει: γιατί ούτε Πορτογαλία είμαστε (θα σωθεί), ούτε Ιρλανδία (σώνεται), ούτε Ισπανία (δε θα κινδυνεύσει), ούτε φυσικά και Ινδία (θα θέλαμε). [ 3 ] Είχα επί μία πενταετία, αρχές της δεκαετίας τού ’80, καλή επαφή με ένα παραθαλάσσιο
μεταμφιεσμένες κυρίες επί των τιμών, που χορεύουν στροβιλιστά από χρωματιστή αίθουσα σε χρωματιστή αίθουσα (οι σάλες είναι εφτά: το θυμάσαι — πάντα είναι εφτά), είσαι πάλι εσύ. [ 5 ] (Creepy, huh?) [ 6 ] Μας λένε Πρόσπερο, και μας λένε χίλιους καλεσμένους. [ 7 ] (Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις, πάντα μάς λένε Πρόσπερο, και πάντα μάς λένε χίλιους καλεσμένους). [ 8 ] Αν εννοώ ότι μαζί τα φάγαμε; Όχι, εννοώ ότι μόνοι μας τα φάγαμε. Ολομόναχοι. Αρκετά με τις αδικίες που υφίσταται η καημένη, αθώα Χιονάτη, λίγη αξιοπρέπεια δεν έβλαψε ποτέ καμιά κοσμοθεωρία. [ 9 ] Το να φωνάξεις, «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» είναι πολύ πιο εύκολο και από την ανάγνωση ενός Άρλεκιν. Και έχουν την ίδια αισθητική κορύφωση. [ 10 ] Παρεμπιπτόντως, η βενιζέλεια ρήση (πόσο αποτυχημένη επιλογή αυτός ο άνθρωπος, πόσο κούφια και πόσο ύποπτη… στ’ αλήθεια φτάνω στο σημείο να τον λυπάμαι, αναδύεται ένα τόσο τραγικό πρόσωπο μέσα από το παχύσαρκο εγώ του) περί «επιστροφής στο 2004» ταιριάζει γάντι στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», αυτό το κομψό εργάκι όπου, παρ’ όλες τις επιστροφές, τίποτε δε γίνεται: γιατί τίποτε δε μπορεί να γίνει όταν κάποιος που ξεζούμισε τον εαυτό του στερεύει από ιδέες και από τρόπους να τις επικοινωνήσει. Κρίμα γι’ αυτό τον μεγάλο δημιουργό. [ 11 ] Τώρα το χειμώνα, που θα ’ναι βαρύς, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να δώσεις ένα σου πανωφόρι σ έναν άστεγο, σ’ έναν που το ’χει ανάγκη. (Εσύ, αυτό το πανωφόρι δεν το ’χεις ανάγκη). Όλα τα άλλα ξέχνα τα. Κάνε πρώτα αυτό. Και βλέπουμε. — Κυριάκος Αθανασιάδης.