Οι ήσυχες και σχεδόν έρημες παραλίες (μα πού πήγαν όλοι;), ο ύπνος του μεσημεριού πάνω στη δροσερή άμμο, το χάδι στα μαλλιά της /μέχρι το τέλος του κόσμου, η αθωότητα ενός ανθρώπου που κοιμάται (εκτός ίσως αν πίνει νερό με κλειστά μάτια), κάποιες ανοιχτές ομπρέλες και πιο δίπλα οι ''λουόμενοι'' (μου άρεσε πάντα αυτή η λέξη – σαν από παλιό δελτίο ραδιοφώνου), η θάλασσα που επιμένει με γαλάζιο και μπλε, ένας σκύλος που τρέχει τρελαμένος σ' ένα ατέλειωτο πέρα–δώθε, μια κοπέλα που μαζεύει κοχύλια (θα βρει να τα δώσει και εκείνος να τα πάρει;), τα δειλινά που πήραν το χρώμα παραγινομένου λωτού (τι θα πρέπει να ξεχάσουμε αυτή τη φορά;), η άμμος στο αυτοκίνητο, οι αγκαλιές δίπλα στη θάλασσα, η ψύχρα του βραδινού, τα παρακμιακά καφέ με τις ακατάστατες καρέκλες, οι ταβέρνες με τα τραπεζομάντηλα που ανεμίζουν στον αέρα και την απουσία, ένα λευκό δωμάτιο καταμεσής στο πέλαγο (ποιος να καταλάβει και γιατί;), οι ηλικιωμένοι που πιάνονται από το χέρι στις έρημες λουτροπόλεις, το φως που λιγοστεύει /το πορτοκαλί φως /το φως του Σεπτέμβρη, τα μπρατσάκια του παιδιού διπλωμένα σε μια τσάντα θαλάσσης, τα φτυαράκια με μυρωδιά από ιώδιο, τα ξενοδοχεία στις παραλιακές περιοχές (μα πού πήγαν όλοι;), μια πόρτα που έτριξε και έκλεισε από άλλους καιρούς (ποιον περιμένεις και πότε πάλι θα φύγει;), τα τελευταία ποτίσματα, οι μολόχες με τα πεσμένα πέταλα, ο βασιλικός που ετοιμάζεται να καρπίσει, τα γιασεμιά μέρος της ευγένειας της ζωής, όλοι που κλείστηκαν πάλι, περισσότερο αυτή τη φορά, αυτή η μυστήρια μανία με τα ακρωτήρια, from the edge of deep green sea, το Ποσείδι, το Κερί, ο Ερημίτης, το Ortegal, το Sao Vincente, το Phare des Baleines (πότε υπήρξαν όλα αυτά;), το ταξίδι που δεν μπορέσαμε να κάνουμε, όλα αυτά που πρέπει να αποδείξουμε ξανά, όλα αυτά που αφήσαμε πίσω και τα ξαναβρήκαμε επιστρέφοντας
μαζεύω εικόνες – τι νόμιζες πώς αλλιώς να το πάρω απόφαση ότι μεγαλώνω;