HomeInterviewsΕπαμεινώνδα, τι χρειάζεται μια πόλη για να...

Επαμεινώνδα, τι χρειάζεται μια πόλη για να ξαναπιστέψει στην τέχνη;

Συνέντευξη στη Δέσποινα Πολυχρονίδου/ Φωτογραφίες: Έπη Παπαπετρίδου

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς το σκηνικό της δουλειάς του Επαμεινώνδα Χριστοφιλόπουλου· είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνομιλεί καθημερινά μαζί του. Ως πρόεδρος του MOMus, ενός από τους πιο δραστήριους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας, κινείται σε ένα σταυροδρόμι όπου η τέχνη, η επιστήμη και η προόραση συναντούν το αστικό τοπίο. Με υπόβαθρο που εκτείνεται από τη Φυσική μέχρι τη Στρατηγική Προόραση, και με εμπειρία που ξεκινά από το Γραφείο του Πρωθυπουργού και φτάνει στα μουσεία της πόλης, ο ίδιος δεν βλέπει τη Θεσσαλονίκη απλώς ως πόλη, αλλά ως ένα ανοιχτό εργαστήριο ιδεών.

Κάτω από την ομπρέλα του MOMus, οραματίζεται έναν οργανισμό που δεν περιορίζεται στους τοίχους των μουσείων, αλλά βγαίνει έξω, στους δρόμους, στις πλατείες, στις γειτονιές — εκεί όπου η τέχνη γίνεται καθημερινή εμπειρία. Την ίδια στιγμή, δουλεύει με βλέμμα στραμμένο στο αύριο: στη διεθνή συνεργασία, στην έννοια της πολιτιστικής βιωσιμότητας, στην ανάγκη να δούμε τον πολιτισμό όχι ως πολυτέλεια, αλλά ως θεμελιώδες δικαίωμα.

Με αφορμή τις σημαντικές εξελίξεις γύρω από τη μεταστέγαση της Συλλογής Κωστάκη στο εμβληματικό Σ2 του ΦΙΞ —έργο που επιμελείται ο ίδιος ο Sir Norman Foster—, η συζήτηση μαζί του αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα. Δεν μιλάμε απλώς για ένα μουσείο, αλλά για μια νέα εποχή στον πολιτιστικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Ένα μέλλον όπου η βιομηχανική κληρονομιά συναντά τη ρωσική πρωτοπορία και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, σε έναν χώρο που φιλοδοξεί να αλλάξει τον τρόπο που βιώνουμε την τέχνη.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος μιλά στον Εξώστη για τη σχέση του με την πόλη, για τη δυναμική του MOMus, για τη θέση της τέχνης στον δημόσιο χώρο — και για το πώς η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει μια από τις πιο ζωντανές πολιτιστικά πόλεις της Ευρώπης, αρκεί να πιστέψει ξανά στη δύναμη της δημιουργίας.

Πώς έχει διαμορφωθεί η δική σας σχέση με τη Θεσσαλονίκη μέσα από τη δουλειά σας στο MOMUS;

Σίγουρα η σχέση μου με τη Θεσσαλονίκη έχει γίνει πιο ουσιαστική, πιο βαθιά. Η δουλειά  μου στα μουσεία, μου έδωσε την ευκαιρία να κατανοήσω καλύτερα τις δυναμικές και τις ευαισθησίες της πόλης, αλλά και τις προκλήσεις της πολιτιστικής αναγέννησης. Μέσα από το MOMUS βλέπω καθημερινά την πόλη όχι μόνο ως κάτοικος, αλλά ως μέλος ενός ζωντανού οργανισμού που συνεισφέρει στον μετασχηματισμό της πόλης. 

Τι σας εμπνέει περισσότερο στην πόλη — οι άνθρωποι, η ιστορία ή η ενέργειά της;

Το αναξιοποίητο δυναμικό της.  Η Θεσσαλονίκη έχει μια σπάνια συνύπαρξη ρεαλισμού και ονείρου· είναι μια πόλη που κουβαλά το παρελθόν της αλλά κοιτάζει επίμονα το μέλλον. Από τα καφέ της παραλίας μέχρι τα εργαστήρια νέων δημιουργών, υπάρχει μια αίσθηση ανεκπλήρωτης δυνατότητας που σε παρακινεί να κάνεις πράγματα, να οραματιστείς. Αυτό που λείπει είναι η να αξιοποιήσουμε θετικά αυτήν την ενέργεια, να την κάνουμε δύναμη δημιουργίας. Ακούγεται κλισέ, κοινοτυπία, αλλά το πιστεύω βαθιά.

Αν η Θεσσαλονίκη ήταν έκθεση στο MOMus, ποιος θα ήταν ο τίτλος της;

LoL . «Η Πόλη που Περιμένει το Μέλλον της» — μια έκθεση για τις αναμονές, τις μεταμορφώσεις και τα πολλαπλά βλέμματα που κουβαλά αυτή η πόλη. Θα ήταν μια διαδραστική εμπειρία για το πώς η Θεσσαλονίκη παλεύει συνεχώς να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.

Ποια είναι η σχέση του MOMus με την πόλη; Με ποιον τρόπο το μουσείο βγαίνει «έξω» από τους τοίχους του και συναντά τον κόσμο της Θεσσαλονίκης;

Το MOMUS ανήκει στην πόλη — και η πόλη αντικατοπτρίζεται στο MOMUS. Με το εκθεσιακό πρόγραμμα και τις δράσεις μας φέρνουμε τη σύγχρονη τέχνη εκεί όπου βρίσκεται η ζωή και προσπαθούμε να αγγίξουμε όσο γίνεται περισσότερα κομμάτια της κοινωνίας της πόλης. Την ίδια στιγμή συνεργαζόμαστε με οργανώσεις των πολιτών και φορείς και υλοποιούμε δράσεις για το περιβάλλον, την ψυχική υγεία, τους μετανάστες, ή για άτομα με αναπηρία. Θέλουμε όλοι να νιώθουν ότι ανήκουν τα μουσεία μας, και θέλουμε τα μουσεία να είναι σημεία συνάντησης και θετικής αλλαγής, όχι μόνο προορισμός. 

Πιστεύετε ότι η τέχνη χρειάζεται μια πιο καθημερινή παρουσία στην πόλη, έξω από τους παραδοσιακούς εκθεσιακούς χώρους;

Απόλυτα. Η τέχνη πρέπει να είναι μέρος της καθημερινότητας, όχι μόνο ένας προορισμός για ειδικές περιστάσεις. Ένα γκράφιτι σε έναν τοίχο, ένα γλυπτό σε μια πλατεία, μια εγκατάσταση στο μετρό — όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν τη διάθεση, να γεννήσουν ερωτήματα, να κάνουν τους ανθρώπους να σταματήσουν για λίγο και να δουν αλλιώς τον χώρο τους. Η τέχνη στον δημόσιο χώρο λειτουργεί σαν κοινωνική αναπνοή, μια στιγμή κοινής εμπειρίας μέσα στην καθημερινή ροή.

Ωστόσο, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι η παρουσία της τέχνης στον δημόσιο χώρο δεν είναι απλώς μια αυθόρμητη ή συγκυριακή πράξη. Δεν αρκεί να πει κάποιος «έχω ένα έργο, ας το τοποθετήσουμε κάπου». Είναι μια πράξη ευθύνης απέναντι στο έργο, στον καλλιτέχνη και κυρίως στην πόλη. Το επισημαίνω αυτό γιατί παρατηρείται αρκετές φορές μια χαλαρή ή αποσπασματική προσέγγιση. Χρειάζεται στρατηγική και σεβασμός, για να μπορεί η τέχνη εξυπηρετήσει τον σκοπό της.

Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να αλλάξει στη σχέση της Θεσσαλονίκης με τον πολιτισμό και τα μουσεία της;

Θα ήθελα να αλλάξει η αίσθηση ότι ο πολιτισμός είναι «πολυτέλεια». Είναι δικαίωμα, αλλά και επένδυση στο συλλογικό μας μέλλον. Η Θεσσαλονίκη έχει τα μουσεία, τους ανθρώπους και την ιστορία για να γίνει μια από τις πιο ζωντανές πολιτιστικά πόλεις της Ευρώπης. Αυτό που χρειάζεται είναι συνέπεια, συνεργασία και εμπιστοσύνη — τόσο από την Πολιτεία όσο και από τους πολίτες.

Αν έπρεπε να προτείνετε έναν τρόπο ώστε οι Θεσσαλονικείς να αγαπήσουν περισσότερο την τέχνη, ποιος θα ήταν;

Να τη ζήσουν από κοντά. Να μην τη φοβηθούν. Η τέχνη δεν ζητά να τη «κατανοήσεις», αλλά να τη νιώσεις. Αν κάθε Θεσσαλονικιός επισκεπτόταν ένα μουσείο ή μια έκθεση έστω μία φορά τον μήνα, η πόλη θα είχε διαφορετικό ρυθμό — πιο ανοιχτό, πιο δημιουργικό, πιο αισιόδοξο.

Πόσο αλλάζει η σχέση του κοινού με τα μουσεία στην εποχή των social media και της ψηφιακής τέχνης;

Τα social media έχουν κάνει την τέχνη πιο προσιτή, αλλά συχνά και πιο επιφανειακή. Η εικόνα κυκλοφορεί γρήγορα, αλλά χάνει κάτι από τη σιωπή και τη συγκέντρωση που απαιτεί η πραγματική επαφή με ένα έργο. Το μεγάλο στοίχημα για τα μουσεία είναι να αξιοποιήσουν τα ψηφιακά μέσα όχι για να υποκαταστήσουν την εμπειρία, αλλά για να τη διευρύνουν. Το φυσικό βλέμμα μπροστά σε ένα έργο παραμένει αναντικατάστατο. Σου επιτρέπει να πάρεις τον χρόνο σου, να σταθείς, να στοχαστείς, να αφήσεις τη φαντασία να κινηθεί ελεύθερα.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Φρίντα Κάλο. Αυτή τη στιγμή, στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζονται δύο εκθέσεις γύρω από την ίδια καλλιτέχνιδα. Η δική μας έκθεση, σε συνεργασία με το Μουσείο Φρίντα Κάλο στην Πόλη του Μεξικού, προσφέρει μια ειλικρινή και ανθρώπινη ματιά στην ψυχή της — μια εμπειρία που σε καλεί να πλησιάσεις, να αισθανθείς, να συνδεθείς. Την ίδια στιγμή, υπάρχει και ένα εντυπωσιακό ψηφιακό υπερθέαμα, εμπνευσμένο από τους πίνακές της. Δημιουργεί μια νέα, θεαματική εμπειρία, αλλά ίσως πιο επιφανειακή, ένα θέαμα που απέχει από τη δύναμη και την αυθεντικότητα της ίδιας της Φρίντας.

Πώς μπορεί ένα μουσείο να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα στην ψυχαγωγία και την εκπαίδευση, χωρίς να χάσει την ουσία του;

Με σεβασμό στη νοημοσύνη του κοινού. Το μουσείο του 21ου αιώνα δεν είναι ούτε σχολείο ούτε λούνα παρκ. Είναι χώρος συναισθηματικής και πνευματικής εμπειρίας. Όταν η ψυχαγωγία γεννά γνώση και η γνώση γίνεται απόλαυση, τότε η ισορροπία επιτυγχάνεται φυσικά.

Τι ρόλο παίζει η διεθνής συνεργασία —με καλλιτέχνες, ιδρύματα και μουσεία του εξωτερικού— στο όραμα του MOMus;

Απολύτως κεντρικό. Το MOMus είναι ίσως ο πιο διεθνής πολιτιστικός οργανισμός της χώρας, χάρη στη φημισμένη Συλλογή Κωστάκη που ταξιδεύει διαρκώς σε όλον τον κόσμο. Μόνο τους τελευταίους μήνες έργα της παρουσιάστηκαν στην Κίνα, την Ισπανία και τη Γερμανία. Δεν θέλουμε να είμαστε μια πινακοθήκη τοπικής εμβέλειας· θέλουμε να είμαστε ένα ανοιχτό παράθυρο προς τον κόσμο — και να φέρνουμε τον κόσμο στη Θεσσαλονίκη.

Γι’ αυτό επενδύουμε σε διεθνείς συνεργασίες, σε προγράμματα residencies που φιλοξενούν καλλιτέχνες από το εξωτερικό, σε αναθέσεις έργων σε κορυφαία ονόματα και σε μεγάλες εκθέσεις που συστήνουν στο κοινό νέες εμπειρίες. Φέτος συνεργαζόμαστε με το Casa Azul στο Μεξικό, πέρσι παρουσιάσαμε μια έκθεση Πικάσο που ταξίδεψε για πρώτη φορά εκτός Ισπανίας, και τον Ιανουάριο ετοιμάζουμε μια ακόμη σημαντική διεθνή συνεργασία στο Μουσείο Φωτογραφίας.

Το εμβληματικό κτήριο Σ2 του ΦΙΞ αποτελεί κομμάτι της βιομηχανικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης· πώς σκοπεύει το MOMus να συνδέσει αυτή την κληρονομιά με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία της Συλλογής Κωστάκη;

Το κτίριο της ζυθοποιίας ΦΙΞ είναι το ιδανικό περιβάλλον για τη Συλλογή Κωστάκη. Η ρωσική πρωτοπορία γεννήθηκε μέσα από το βιομηχανικό όραμα του 20ού αιώνα — την πίστη στην πρόοδο, τη γεωμετρία, τη μηχανική αισθητική. Στο ΦΙΞ, αυτό το πνεύμα βρίσκει ξανά φυσικό χώρο. Θέλουμε το μουσείο να μιλάει όχι μόνο για τη ρωσική πρωτοπορία, αλλά και για τη σύγχρονη δημιουργία που συνομιλεί με τις ιδέες της, και πλέον το MOMUS-Modern θα έχει την κατάλληλη υποδομή να παίξει αυτόν τον ρόλο.

Ποια είναι η σημασία για το MOMus και για τη Θεσσαλονίκη συνολικά, να αποκτήσει έναν τόσο εμβληματικό χώρο στέγασης όπως το Σ2 του ΦΙΞ;

Το νέο μουσείο στο ΦΙΞ μπορεί να αποτελέσει την «ναυαρχίδα» του πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, ένα σημείο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες, και έναν ισχυρό συμβολισμό: ότι η πόλη επενδύει στο μέλλον της μέσα από την τέχνη. Όπως το Guggenheim άλλαξε το Μπιλμπάο, το ΦΙΞ μπορεί να αλλάξει τη Θεσσαλονίκη.

Να προσθέσω επίσης κάτι που πέρασε απαρατήρητο, την επιμέλεια ολόκληρου του έργου ανάπλασης του ΦΙΞ , έχει ένας από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες στον κόσμο, ο Sir Norman Foster, του οποίου τα κτίρια είναι από μόνα τους αξιοθέατα.

Τι αλλαγές ή νέες εμπειρίες μπορούν να περιμένουν οι επισκέπτες όταν η Συλλογή Κωστάκη βρει το νέο της «σπίτι» μέσα στο ανακαινισμένο βιομηχανικό τοπόσημο;

Οι επισκέπτες θα ζήσουν τη Συλλογή Κωστάκη όπως ποτέ άλλοτε — μέσα σε έναν χώρο που ενώνει τη βιομηχανική ιστορία του ΦΙΞ με τη σύγχρονη μουσειακή εμπειρία. Το νέο μουσείο δεν θα είναι απλώς ένας τόπος έκθεσης, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός πολιτισμού: με ευέλικτους χώρους εκδηλώσεων, καφέ, πωλητήριο και περιοχές ανοιχτές στην πόλη.

Η αρχιτεκτονική του θα αναδεικνύει το πνεύμα της ρωσικής πρωτοπορίας μέσα από το φως, τα υλικά και τη ροή του χώρου — μια συνολική εμπειρία όπου το ίδιο το κτίριο «συνομιλεί» με τα έργα.

Related stories

Βιβλιοπρόταση: Φραντς Κάφκα «Η μεταμόρφωση»

γράφει ο Τάσος Γέροντας Φραντς Κάφκα «Η μεταμόρφωση». Μετάφραση Μαργαρίτα...

Στο Bowie House ο Νοέμβριος γεμίζει αυτοσχεδιασμό, ρυθμό και έμπνευση

Ο Νοέμβριος στο Bowie House φέρνει πολλή μουσική, πειραματισμό...

Αν είσαι φαν των έξυπνων κομπίνων, αυτή η σειρά στο ERTFLIX θα γίνει εμμονή σου

Η σειρά θεωρείται δικαίως μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών.

«Μας πέταξαν νερό και έφυγαν γελώντας» – Η καταγγελία της ψυχολόγου Έλενας Όλγας Χρηστίδη

Μίσος στον δρόμο: Επίθεση σε ζευγάρι γυναικών μετά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης