Μου είπανε πως έπρεπε να προλάβω να πιάσω τον Μάη.
Γύρισα το φύλλο του ημερολογίου μα αυτός δεν ήταν πουθενά.
Ρώτησα δυο φρέσκα φοβητσιάρικα πουλιά στο φωταγωγό μα σήκωσαν αδιάφορα τα φτερά τους. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες. Κοίταξα στο γραμματοκιβώτιο, στο περίπτερο, στο καφενείο, στην Αριστοτέλους, στην παιδική χαρά, στη βρύση, στην ανακύκλωση, στη στάση του λεωφορείου. Ρώτησα αδέσποτα, θαμώνες και περαστικούς.
Από αυτά που μου είπαν συμπέρανα πως ο Μάης είναι η τελευταία ειδοποίηση της τράπεζας ή ένα γυαλιστερό περιοδικό γάμου. Το γύρισε μάλλον στο φραπέ ή στο φρεντοτσίνο, έκοψε το τσιγάρο, δεν χώρεσε στην τσουλήθρα αλλά κατρακύλησε, κάδο δεν βρήκε, άφησε όμως μια σακούλα, κυνήγησε μια θηλυκιά που έσερνε, έπαιξε μπουγέλο με τα παιδιά, δεν πήγε στην πορεία ούτε είχε εισιτήριο για το λεωφορείο.
Ύστερα νομίζω πως τον άκουσα. Ή τουλάχιστον τη μυρωδιά του. Κυκλοφορούσε επιδεικτικά αθόρυβα γύρω από τη μύτη μου. Ύστερα νομίζω πως τον είδα. Ή τουλάχιστον τη σκιά του. Έτρεχε να ξεφύγει μα τελευταία στιγμή τον έπιασα από τα μαλλιά. Του έδεσα με κορδέλες τα χέρια, του έκλεισα το στόμα μ’ ένα μπουκέτο. Προσπαθούσε να μιλήσει μα σε κάθε λέξη έφτυνε κι ένα πέταλο. Όταν τα τίναξε σχεδόν όλα, πίστεψα κι εγώ πως μου παραδόθηκε.
Σαν τρόπαιο, τον έσυρα επιδεικτικά στους δρόμους της πόλης. Ή μήπως μ’ έσερνε αυτός; Από τα μπαλκόνια πάντως, μας έραιναν με στεφάνια από σκουπίδια και τσίκνα από απελπισμένες σούβλες. Διασχίσαμε μαζί πρώην θυμούς, νυν ταβέρνες, εμπριμέ καφέ, ποδηλατοδρόμους φαντάσματα, αδιέξοδες χωνευτικές βόλτες, αρχαία έργα του μετρό, τουριστικές φωτογραφίες. Περάσαμε μπροστά από ανθισμένες βιτρίνες, μαραμένες ετικέτες, χλιδές, εκποιήσεις, νυσταγμένα κεπέγκια, άνεργα ενοικιάζεται, αφίσες πολιτισμού και σκυλάδικων.
Ο αιχμάλωτος μήνας κυκλοφορούσε δίπλα μου μέσα στην πόλη. Ίδιος κι απαράλλαχτος με αδέσποτο σκυλί, παιδί, γέρο, ξεκοιλιασμένο πουλί, σχισμένο σταράκι, κόκκινη εσπαντρίλια, γυαλιστερό μοκασίνι. Ίδιος και με φούιτ και με κόρνα και με πανάκριβη τσάντα και με ευέξαπτο συναγερμό. Ίδιος με το ζευγάρι στο παγκάκι ή την απουσία του. Έμοιαζε και με εκδρομή και με την ακύρωσή της. Έμοιαζε και με μένα που δεν έβρισκα το φύλλο του ημερολογίου του αλλά και με το φύλλο του ημερολογίου που δεν έμοιαζε με κανέναν:
«Κι ο ουρανός κι η θάλασσα
κι όλα τσι γης τα μέρη
το μαρτυρούν πως σ’ αγαπώ
και θα σε κάμω ταίρι»
*[Αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2011 σε πιλοτικό τεύχος του ΕΞΩΣΤΗ. Ένα χρόνο μετά, αρκετές μέρες μετά την πρωτομαγιά και την επόμενη των εκλογών, ξανατρέκλισε μπροστά μου. Έσκυψα να το μαζέψω. Σε στιγμές τράνζιτο, ψάχνοντας να βρεις για πού το ‘βαλες, αναγκάζεσαι να θυμηθείς από πού ξεκίνησες…Το 1984 ήθελα η πρωτομαγιά να έρχεται πιο γρήγορα. Το 2007 διάβασα το BLASTED της Sarah Kane. Το 2008 έδιωχνα κάποιον από το σπίτι. Το 2009 έφτιαχνα βαλίτσες για να κατέβω στην Αθήνα. Το 2010 μια δικαίως αγανακτισμένη πορεία κατέληξε τραγικά με τρεις νεκρούς. Το 2011 ψυχανεμιζόμουν. Φέτος δεν έχω ιδέα.]